“Η ιστορία μιας αδέσποτης γάτας” της Mariposa Negra

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΑΔΕΣΠΟΤΗΣ ΓΑΤΑΣ ή «ΠΩΣ Η ΑΓΑΠΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ»

  Γνώρισα τον Schumi ένα ζεστό πρωινό του Αυγούστου, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία.

   Θα γινόμουν για πρώτη φορά μαθήτρια και η αγωνία μου ήταν τόση, που δεν μπορώ να σας την περιγράψω με λόγια. Κάθε πρωί, μετά το πρόγευμα, δεν με χώραγε το σπίτι. Κατέβαινα στον κήπο και, κουρνιασμένη στον ίσκιο της μεγάλης λεμονιάς, έφτιαχνα με τον νου μου ιστορίες για το πώς θα ήταν η καινούργια μου δασκάλα, το πρώτο μου θρανίο, τα άλλα παιδιά…

Advertising

Advertisements
Ad 14

   Εκείνο, όμως, το πρωινό, ήταν αλλιώτικο. Η γειτόνισσα, από το αντικρινό σπίτι, χτύπησε το κουδούνι της δικιάς μας πόρτας, πράγμα παράξενο, γιατί με τη μαμά μου όλο κι όλο μια καλημέρα λέγανε κι αυτήν που και που… Αυτό που πρόλαβα να προσέξω, πριν περάσει το κατώφλι, ήταν ένα καλαθάκι που κρατούσε στα χέρια της.

   Πριν περάσουν δυο λεπτά κι ενώ το μυαλό μου δούλευε ασταμάτητα πάνω στην ασυνήθιστη επίσκεψη, άκουσα να έρχονται απ΄το σπίτι φωνές έκπληξης στην αρχή, ενθουσιασμού στη συνέχεια και μετά ποδοβολητά στις σκάλες. Τ’ αδέρφια μου, ο ένας μεγαλύτερος κι ο άλλος μικρότερος από μένα, κατέβηκαν κουτρουβαλώντας σχεδόν, μιλώντας κι οι δυο μαζί, αναψοκοκκινισμένοι!

«…άσπρο…!…φουντωτό…!»

«…η μαμά ούτε που το σκέφτηκε…!…ναι, λέει…!»

Advertising

   Εκνευρίστηκα μέχρι να τους ηρεμήσω και να καταλάβω τι ήθελαν να μου πουν. Η μετάφραση ήταν απλή:

   Στα χέρια της γειτόνισσας, είχε βρεθεί ένα γατάκι ράτσας, πανέμορφο, ηλικίας πέντε μόλις μηνών, που είχε κάτασπρο, μακρύ τρίχωμα με ασημένιες άκρες και κάτι μάτια-τί να σας πω; Δεν ήταν το χρώμα τους, που μπροστά του ωχριούσε το πιο πράσινο ελβετικό τοπίο, αλλά εκείνο το βλέμμα, που ακόμα πιστεύω πως δεν ήταν ζώου, αλλά ενός ανθρώπου μεταμφιεσμένου σε γάτο…!

   Κάθισα στο πάτωμα, δίπλα στο καλαθάκι κι ενώ με τα δάκτυλα μου χάιδευα εκείνη την αφράτη, ζωντανή μπάλα με τ’ αφτιά μου ρουφούσα όλη την ιστορία, που είχε οδηγήσει το μικρό εκείνο θαύμα στο σπίτι μας. Και δεν ήταν καθόλου ευχάριστη…

 

Advertising

   Κάποιος ιδιοκτήτης καταστήματος μικρών ζώων, είχε φέρει τους γονείς του Schumi από την Ευρώπη και κάθε φορά που η γατούλα γεννούσε, πουλούσε τα μικρά στο μαγαζί του. Ένα από τα μικρά, ήταν κι ο Schumi.

  

 

Κι όπως οι άνθρωποι είμαστε συνήθως βιαστικοί και επιπόλαιοι, ένας νεαρός, το αγόρασε σαν δώρο για την αρραβωνιαστικιά του, λες κι ήταν ένα άψυχο αντικείμενο, μια κούκλα χωρίς αισθήματα, ένα παιχνίδι για να περνάει την ώρα της, χωρίς καν να γνωρίζει αν η κοπέλα ήταν έτοιμη για μια τέτοια ευθύνη ή αν ήταν έστω αρκετά φιλόζωη. «Ανέχτηκαν», λοιπόν, το γατάκι για ένα μήνα και μετά, αντί να του βρουν ένα άλλο σπίτι, το παράτησαν στο δρόμο, στη μοίρα του, χωρίς να νοιαστούν για το τι θα του συνέβαινε από κεί και πέρα.

Advertising

   Έτσι πέρασαν άλλοι δύο μήνες και ο Schumi, αδέσποτο και με βούλα πια, τριγυρνούσε στους δρόμους, απεριποίητος, λερωμένος, πεινασμένος και ζούσε με αποφάγια που άφηναν άλλοι γάτοι, που μπορούσαν να ψάχνουν τους σκουπιδοτενεκέδες καλύτερα απ’ αυτόν.

   Πόσες φορές θα πρέπει να τον είχαν κυνηγήσει σκυλιά ή πιο μεγάλοι γάτοι, είτε για να του πάρουν το φαγητό του, είτε απλά για να τον φοβερίσουν… Πόσες φορές, άραγε, κοιμήθηκε νηστικός και πόσες φορές γλύτωσε από του χάρου τα δόντια, προσπαθώντας να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο…

   Αυτή ήταν η ζωή του, ώσπου μια μέρα, η τύχη φάνηκε να του χαμογελάει. Μια γριούλα με καλή ψυχή, εκεί που τάιζε τ’ αδέσποτα της γειτονιάς της, τον είδε να γευματίζει μαζί με τους συνηθισμένους της «τρόφιμους» κι αμέσως τον ξεχώρισε γιατί ήταν διαφορετικός. Ακόμα και κάτω από όλο εκείνο το πέπλο βρωμιάς και απεριποιησιάς, αυτός ήταν ένας πρίγκιπας! Τον πήρε στο σπίτι, πράγμα που δεν έκανε ποτέ πριν, από φόβο μήπως αδικήσει τ’ άλλα αδέσποτα, τον έπλυνε, τον χτένισε και του καθάρισε τα ματάκια με βαμβάκι βουτηγμένο στο ανθόνερο.

Όμως, δεν μπορούσε να τον κρατήσει. Η σύνταξη της, μόλις που έφτανε για το φαγητό, τους γιατρούς και τα φάρμακα της. Τον παρέδωσε, λοιπόν, σ’ ένα νεαρό κτηνίατρο, που είχε ανοίξει πρόσφατα το ιατρείο του στο δρόμο πίσω από το σπίτι της, με την εντολή να τον χαρίσει, φτάνει να του έβρισκε ένα πραγματικό σπιτικό, όπου θα τον φρόντιζαν και θα τον αγαπούσαν.

Advertising

   Κι έτσι, την επόμενη φορά, που η δικιά μας γειτόνισσα πήγε τη γάτα της στον κτηνίατρο, για τον προγραμματισμένο της εμβολιασμό, τον είδε περιποιημένο και καθαρό πια, να σουλατσάρει σ’ ένα κλουβί, με την επιγραφή «ΠΡΟΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑ». Μαθαίνοντας την ιστορία του, τον πόνεσε η ψυχή της, αλλά η Λούνα, η γάτα της, ούτε ζωγραφιστό δεν ήθελε να τον δει! Πέρασαν όλοι, άνθρωποι και γάτοι, ένα εφιαλτικό εικοσιτετράωρο και η γειτόνισσα, πριν τον επιστρέψει στο κτηνιατρείο, σκέφτηκε να τον παρουσιάσει στη δική μου μαμά, ξέροντας πόσο αγαπάει τις γάτες.

 

   Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα διαφορετική αντίδραση από την μητέρα μου-τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά! Έγιναν αχώριστοι.

Πιάτα έπλενε αυτή; Ο Schumi σκαρφαλωμένος στον πάγκο της κουζίνας, παρακολουθούσε με θρησκευτική ευλάβεια όλη την διαδικασία, βγάζοντας κάπου-κάπου μικρά γουργουρητά ευχαρίστησης.

Advertising

 

Σφουγγάριζε αυτή; Εκείνος κυνηγούσε τη σφουγγαρίστρα απ’ όπου κι αν περνούσε, σκορπώντας το κέφι με τα καμώματα του.

Και τα βράδια, κουρασμένος πια, κουλουριαζόταν στα πόδια του μπαμπά και της μαμάς για τον βραδινό του ύπνο.

   Συνήθισε τις τακτικές επισκέψεις στον κτηνίατρο, τους εμβολιασμούς και τις αποπαρασιτώσεις, λες και τα ήξερε κι από πριν. Αυτό που δεν του άρεσε ιδιαίτερα ήταν το μπάνιο, αλλά με υπομονή και επιμονή, το ανεχόταν κι αυτό. Ήταν ένας ευτυχισμένος γάτος.

Advertising

   Πέρασαν έτσι, πέντε ολόκληρα χρόνια…

 

 

   Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 2002.

Advertising

   Όλα ήταν έτοιμα για να υποδεχτούμε την μεγάλη γιορτή. Από το πρωί, η μαμά ζύμωνε και έψηνε. Όλο το σπίτι βρισκόταν σε αναβρασμό.

   Σε κάποια στιγμή, συνειδητοποιήσαμε πως ο Schumi δεν ήταν ανάμεσα στα πόδια μας, εδώ και ώρα. Η μητέρα μου με κοίταξε ανήσυχη. Κάτι δεν πήγαινε καλά…

   Τον βρήκα ξαπλωμένο στα πόδια του κρεβατιού, ξύπνιο αλλά άκεφο. Προσπάθησα να του φτιάξω τη διάθεση, αλλά απέτυχα.

   Όλο το βράδυ καθόμασταν μαζί του και την ώρα που γεννιόταν ο Χριστός, ο Schumi μας έφυγε ήσυχα, όπως είχε έρθει…

Advertising

   Ο γιατρός που τον παρακολουθούσε, είχε πει πως μια παλιά πνευμονία που είχε θεραπευτεί, όταν τον πήραν από το δρόμο, είχε αφήσει τα κατάλοιπα της και γι αυτό είχε αυτή την κατάληξη…

   Η μητέρα μου, απαρηγόρητη, δεν τον ξεπέρασε κι ούτε νομίζω πως θα τον ξεπεράσει ποτέ. Ήταν , βλέπετε, ο «παρεούλης» της.

   Σφίξαμε την καρδιά μας.

«Αντίο πρίγκιπα…Έφυγες νωρίς, αλλά ευτυχισμένος…»

Advertising

 

 

   Ένα ζώο, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα δώρο. Δεν είναι παιχνίδι, που το αγοράζουμε στο παιδί μας, στον φίλο μας, στην γυναίκα μας, για να το παραμερίσει ή να το πετάξει όταν το βαρεθεί.

   Είναι μια ζωή, μια συντροφιά, μια ψυχαγωγία, αλλά και μια μεγάλη ευθύνη. Όπως όταν υιοθετούμε ένα παιδί, δεν το αφήνουμε ποτέ να πεινάσει, να διψάσει ή να αρρωστήσει, έτσι κι αυτό. Έχει ψυχή, νόηση κι αισθήματα και πονάει το ίδιο, όταν δεν είναι ευτυχισμένο.

Advertising

   Δεν ζητάει πολλά-μόνο αγάπη και φροντίδα και σε αντάλλαγμα, μας προσφέρει κάτι τόσο πολύτιμο: έναν πιστό φίλο!

   Ας αποκτήσουμε επιτέλους την παιδεία και τον σεβασμό προς τη ζωή, του όποιου πλάσματος έχουμε δίπλα μας-δίποδου ή τετράποδου-κι ας την μεταλαμπαδεύσουμε και στις επόμενες γενιές, μπας και γίνει ο κόσμος μας μια σταλιά καλύτερος.

 

   Σε μια κοινωνία συναισθηματικά ανάπηρη, το μόνο που μας απομένει είναι να παραμείνουμε άνθρωποι.

Advertising

   Ας προστατεύσουμε, λοιπόν, τη ζωή, αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι, με το άλφα κεφαλαίο!!!

Πηγή φωτογραφίας:

https://s-media-cache-ak0.pinimg.com/originals/70/d0/c9/70d0c917fffdbe13433f2ef711f3440d.jpg

Διαβάστε επίσης  "Το ταξίδι" του ΜαΦρα

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

horror remakes

Τέσσερα «horror remakes» που «άγγιξαν» τη σπουδαιότητα των αυθεντικών τους

Η συνήθης ανησυχία των πιστών και αμετάκλητων φαν του κλασικού

Κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο και ανατομία εγκεφάλου

Tο παρόν άρθρο Γνωρίζουμε ότι οι γνωστικές ικανότητες και οι