“Μια Τραγική Ιστορία” του Χονδρογιάννη Αλέξανδρου

Σήμερα ξύπνησα έχοντας ανάγκη να κλάψω. Ο πόνος και η ζαλάδα ήταν ανυπόφερτοι. Προσπαθώντας να σηκωθώ από το κρεβάτι συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυα μου και πλέον έτρεχαν ανεξέλεγκτα πάνω στο πρόσωπο μου. Ο Νικολάκης με κοιτούσε αλλά δεν μίλησε. Το καημένο μου παιδί, είναι στιγμές που νομίζω ότι αποτελώ τεράστιο βάρος στην ψυχολογική του κατάσταση. Αυτή η τρώγλη που κατοικούμε είναι τόσο μικρή, δεν μπορώ να έχω τον ιδιωτικό μου χώρο. Σε κάθε στιγμή αδυναμίας μου, σε κάθε ξέσπασμα, σε κάθε δάκρυ και σε κάθε μπουνιά στον τοίχο αυτός είναι παρών και η αυτοσυγκράτηση μου έχει αρχίσει να με εγκαταλείπει. Μετά από τεράστια μάχη με την καταθλιπτική μου προσωπικότητα  κατάφερα να προσποιηθώ ότι είμαι ήρεμος, γνώριμος αγώνας καθώς τον πολεμάω καθημερινά τον τελευταίο καιρό. Ο Νικόλας έσπασε την σιωπή.
«Μπαμπά, φέρεσαι αλλόκοτα αυτές τις μέρες. Είναι λόγω της μαμάς; Εγώ χάρηκα που την γνώρισα επιτέλους και μπορεί να νιώθω περίεργα που θα με πάρει αυτή σήμερα από το σχολείο αλλά νομίζω είναι ωραίο, δεν ξέρω…» Έκανε μια μικρή παύση σαν να μου δίνει τον λόγο και συνέχισε μόλις πρόσεξε ότι δεν ήθελα να μιλήσω. «Εγώ ακόμα ελπίζω ότι θα ζήσουμε όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι, αυτό θέλω. Εσύ;» είπε διστακτικά και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ πλέον να αποφύγω αυτή την συζήτηση.
«Είσαι μικρός και δεν μπορείς να καταλάβεις» είπα. Mια μάλλον τυποποιημένη απάντηση που είχα ομοίως ακούσει αμέτρητες φορές στην παιδική μου ηλικία. Μια απάντηση που σιχαινόμουν, μια απάντηση μονόδρομος αφού δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι που δεν θα έκανε και τους δυο μας να στεναχωρηθούμε.
Ο Νικόλας κατάλαβε ότι δεν έχω όρεξη να μιλήσω και σώπασε. Πάντα έβαζε την ψυχική μου υγεία πάνω από την περιέργεια και τα δικά του συναισθήματα. Πόσο έξυπνο, πόσο καλό παιδί…
Φεύγοντας για το σχολείο με χαιρέτησε ψυχρά. Φόρεσε την τσάντα και χτύπησε την πόρτα με δύναμη βγαίνοντας. Τον στεναχώρησα, το ξέρω. Δεν υπήρχε άλλη λύση ή τουλάχιστον δεν είμαι αρκετά έξυπνος για να την σκεφτώ.  Έχω γίνει απόμακρος τελευταία αλλά έτσι είμαι εγώ, όταν έχω ανάγκη από όμορφα λόγια και παρέα απομακρύνομαι και περιμένω τους άλλους να με πλησιάσουν. Προφανώς ένα εννιάχρονο παιδί δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό και με αφήνει στην ησυχία μου. Έχω πιάσει τον εαυτό μου πολλές φορές να παλεύει για να βρει έναν τρόπο να μειώσει αυτό το χάσμα επικοινωνίας που υπάρχει μεταξύ μας. Κάθε φορά το αποτέλεσμα είναι ίδιο, μεθάω και δακρύζω…
Ετοίμασα καφέ και έκατσα στο τραπέζι να συλλογιστώ. Έβγαλα το πακέτο με τα τσιγάρα που μου έδωσε χθες στη δουλειά ο Τόκας. Άναψα ένα, άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Πόσο ωραίο συναίσθημα να νιώθεις ότι σκοτώνεις τον οργανισμό σου για μια μικρή προσωπική ευχαρίστηση; Η καλύτερη χρήση του δώρου του Προμηθέα. Πόσο ζηλεύω τους αντικαπνιστές και τα λόγια τους; Φαίνονται χαρούμενοι με τη ζωή τους. Φαίνεται πως δεν είχαν ποτέ την ανάγκη να καπνίσουν, ή αν την είχαν έδωσαν περισσότερη αξία στη ζωή από ότι στην απογοήτευση. Δεν πρέπει να σκέφτομαι έτσι! Έσβησα το τσιγάρο και τα μάτια μου βουρκώσανε ακόμα μία φορά.
Δεν είμαι καλός πατέρας, φτωχός, ευέξαπτος, πρώην τοξικομανής  και χωρίς υψηλό επίπεδο μόρφωσης. Μου λείπει το κυριότερο χαρακτηριστικό που πρέπει να διαθέτει ένας πατέρας, η αυτοεκτίμηση. Τα τελευταία 12 χρόνια –από τότε που τελείωσα το λύκειο- έψαχνα απεγνωσμένα το ταλέντο μου. Τα χρόνια όμως περνούσαν, γεννήθηκε ο Νικόλας, μεγάλωσε και εγώ ένιωθα όλο και περισσότερο την ανάγκη να βρω αυτό το κρυμμένο μου ταλέντο, έπρεπε να είμαι το πρότυπο του σε κάτι. Πλέον έχω πειστεί ότι δεν έχω κανένα εκτός από το να πίνω και να καπνίζω. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να γνωρίζεις ότι δεν μπορείς να προσφέρεις οτιδήποτε στο μοναδικό άτομο που αγαπάς. Κι όμως όλη σου η ζωή περιστρέφεται γύρω από το άτομο αυτό.
Κοιτάω τον ραγισμένο άβαφο τοίχο καθώς η ξύλινη καρέκλα που κάθομαι τρίζει και ξέρω ότι από στιγμή σε στιγμή θα κείτομαι στο πάτωμα. Αλλά δεν με νοιάζει. Προσπαθώ να καθαρίσω το μυαλό μου όμως οι σκέψεις αναμειγνύονται με τις αναμνήσεις και πλέον η κατάσταση μου έχει γίνει ανυπόφερτη. Κάθε δευτερόλεπτο που περνάει είναι ένα ακόμα δευτερόλεπτο μακριά από το μόνο άτομο που κατάφερα να αγαπήσω σε όλη μου τη ζωή. Η Ελένη κέρδισε το δικαστήριο. Η γυναίκα μου, ο πιο οξύθυμος, ο πιο διπρόσωπος, ο πιο σιχαμένα γοητευτικός άνθρωπος που γνώρισα στην ζωή μου πήρε την κηδεμονία του παιδιού.
Η ατμόσφαιρα μέσα στο σπίτι έχει γίνει αποπνικτική ή τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ. Η ανάσα μου κόβεται και μπορώ να αισθανθώ το χτύπημα της καρδιάς μου πιο δυνατό από ποτέ. Πρέπει να βγω έξω να πάρω αέρα! Τα πόδια μου φαντάζουν κομμένα, είμαι απίστευτα κουρασμένος, προσπαθώ και μετά βίας σηκώνομαι.  Στέκομαι όρθιος και γυρνώντας στα αριστερά μου πιάνω το πόμολο της πόρτας, η καρέκλα πέφτει πίσω μου και την πιάνω με μια απότομη κίνηση πριν ταράξει την απόλυτη ησυχία που επικρατεί. Κάνω όσο λιγότερο θόρυβο μπορώ. Από τότε που έμαθαν οι γείτονες ότι έχασα το δικαστήριο προσπαθούν να με προσεγγίσουν για να έχουν κάτι να κουτσομπολεύουν. Δεν με ενοχλεί. Ποτέ δεν με ενοχλούσαν τα λεγόμενα των ξένων για εμένα. Απλώς δεν έχω την δύναμη, το κουράγιο και σίγουρα την όρεξη για να μιλήσω με αυτούς τους υποκριτές.
Έξω ο ήλιος καίει, ένα σμήνος πουλιών πετάει κάτω από τα ελάχιστα σύννεφα. Το απαλό αεράκι κάνει το θρόισμα των φύλλων να σου γαργαλάει τα αυτιά. «Τι τραγική μέρα για να πεθάνεις ψυχολογικά» σκέφτηκα. Κοιτάω το ρολόι μου, η ώρα είναι δύο και τρία λεπτά. Ακριβώς η ώρα που έβγαινα από το σπίτι για να πάω να πάρω τον Νικόλα από το σχολείο. Όμως αυτή τη φορά δεν έχω που να πάω. Όλα φαντάζουν κενά, χωρίς νόημα. Έχω ξανανιώσει έτσι στην ζωή μου και ξέρω ποια είναι η απάντηση στο πρόβλημα. Όχι, δεν είναι η λύση, δεν είναι σίγουρα η λύση. Είναι κάτι…  Έβγαλα το κινητό μου από τη τσέπη και πληκτρολόγησα έναν αριθμό που όσο και να προσπαθώ δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω και αυτό γιατί έφτασα πολλές φορές στα πρόθυρα να τον καλέσω. Έπρεπε να τον καλέσω. Είχα ανάγκη να τον καλέσω. Πάντα σταματούσα την τελευταία στιγμή. «Τώρα δεν έχω λόγο να σταματήσω…» σκέφτηκα μόλις άκουσα μία ψυχρή  φωνή από την άλλη γραμμή.
-Μπορείς να με βολέψεις με είκοσι ευρώ; Είπα διστακτικά.
-Έλα από το μέρος μου.
Περπατώντας στον άδειο ηλιόλουστο δρόμο παίρνω βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Οι ελάχιστοι περαστικοί με κοιτάνε περίεργα. Λογικό… Ξέρω πως αυτό πού σκοπεύω να κάνω είναι ηλίθιο και αυτοκαταστροφικό. Το ξέρω από πρώτο χέρι, άλλωστε  ήμουν εθισμένος  μέχρι να γνωρίσω την Ελένη. Πέρασα σκληρά χρόνια. Οι ημέρες της αποτοξίνωσης ήταν πολύ δύσκολες, όμως όλα κυλούσαν ευχάριστα γιατί υπήρχε ένα νόημα. Μέχρι σήμερα… Επιστροφή στο μηδέν. Πολλοί θα με κρίνουν. Δεν έχουν το δικαίωμα, δεν ξέρουν πως νιώθω. Ο κόσμος θα συνεχίσει να ζει στην φούσκα του νομίζοντας ότι οι ναρκομανείς είναι ένα μάτσο ηλίθιοι που ξεκίνησαν για “μαγκιά” και κατέληξαν εθισμένοι. Εκτός από αυτούς που “νοιάζονται”, τους ψευτοεπαναστάτες. Μιλάνε για τις επιπτώσεις της ηρωίνης, προσποιούνται ότι νοιάζονται για τους τοξικομανείς. Αλλά ποιος νοιάζεται για εμένα προσωπικά; Δεν νοιάστηκε ποτέ κανείς. Δεν βρέθηκε ποτέ κανείς να με πάρει αγκαλιά, να μου προσφέρει τον ώμο του να κλάψω. Σκέφτομαι ποιο μπορεί να είναι το νόημα της ζωής μου. Άσκοπα. Ξέρω ήδη την απάντηση. Είναι απλώς μία τραγική ιστορία…

Διαβάστε επίσης  "Απρόσμενη αγάπη" του Στάμου

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

χιονοδρομικο καλαβρυτα

Χιονοδρομικό, ζεστή σοκολάτα και χαλαρές καταστάσεις στα Καλάβρυτα

Μετά τις γιορτές, η ανάγκη για λίγη ηρεμία και χαλάρωση

Οικογενειακό νευροψυχιατρικό ιστορικό και επιπτώσεις

Το παρόν άρθρο Το οικογενειακό νευροψυχιατρικό και νευροαναπτυξιακό ιστορικό έχει