Έτσι μου ‘πες. Μια σύντομη κλήση στο κινητό κάπου στις δύο το βράδυ. Και δεν περίμενες καν απόκριση. Μάταια ήθελα να σε ρωτήσω ένα γιατί, ένα πού, ένα γιατί τώρα νυχτιάτικα.
Κατευθείαν σε πήρα τηλέφωνο μα είχες προλάβει να το απενεργοποιήσεις. Ίσως, είπα ίσως, να το ‘ριξες μέσα στη λεκάνη της τουαλέτας να το κατούρησες και να πάτησες το καζανάκι. Ίσως πάλι απλά να το ‘κλεισες. Ίσως. Δεν ήξερα τι να κάνω μα για καλό και για κακό παράτησα τον υπολογιστή, πέταξα το κινητό σε μια τσέπη κι έτρεξα να σε βρω.
Σκέφτηκα τις μέρες εκείνες που φιλιόμασταν μαζί στα παγκάκια και σου ‘λεγα ότι τρώω το φεγγάρι. Και εσύ μετά με φιλούσες κι έλεγες ότι το γεύεσαι κι εσύ. Δεν μπορεί να ξέχασες εκείνα τα φιλιά. Είμαστε οι μόνοι που καταφέραμε να δοκιμάσουμε τη γεύση του φεγγαριού. Τόσοι αστροναύτες, τόσοι επιστήμονες και κανένας δεν σκέφτηκε να πάρει μια γεύση από τούτο. Γι’ αυτό δεν ξεχνώ εκείνα τα φιλιά, γιατί ήταν μοναδικά.
Ψαχουλεύοντας τη μια τσέπη μου μπας και βρω κανένα χαρτομάντιλο να σκουπίσω τον ιδρώτα μου, ξεφύτρωσε ένα τσιγάρο. Άγνωστο το πώς βρέθηκε στη δική μου την τσέπη αφού εγώ δεν καπνίζω. Ίσως μέσα στα ψίχουλα από την χορτόπιτα που τρώγαμε τις προάλλες να υπήρχε λίγος καπνός κι έτσι να φύτρωσε μέσα στη φόδρα της τσέπης μου.
Ο γείτονας από τον πρώτο, σήκωσα το χέρι, καλησπέρα, μήπως έχετε φωτιά, μην απορείτε δεν καπνίζω… Πήρα μια τζούρα, έβηξα, έφτυσα και έσβησα το τσιγάρο μέσα σε μια λακκούβα με νερό στον εκκεντρικό μας χωματόδρομο. Απαίσιο! Δεν ήταν ώρα για νέες εμπειρίες ούτε για άγχη. Μωρό μου φεύγεις; Πού πας;
Φόρεσα μάλλον ανάποδα το γαλάζιο μου μπουφάν με τη σκισμένη κουκούλα και ανακάλυψα ότι τελικά μου πάει κι έτσι. Επίσης, τα γεννητικά μου όργανα ήταν στριμωγμένα, γεγονός που αποδείκνυε ότι το μπουφάν δεν ήταν το μόνο που έβαλα ανάποδα. Για λίγο κοίταξα τα χέρια μου και φοβήθηκα μήπως ήμουν συναρμολογημένος λανθασμένα και στη θέση τους βρίσκονταν τα πόδια μου. Ευτυχώς όλα καλά!
Στη γωνία σκεφτόμουν πως μάλλον έπρεπε να ανοίξω το διασκελισμό μου για να σε προλάβω. Αυτή η μπάκα μου που σ’ αρέσει μου έκοβε κάθε τρεις και λίγο την ανάσα. Ίσως αν δεν έχεις φύγει να ξεκινήσω εντατικά γυμναστική. Αλλιώς θα αυξήσω την ημερήσια δόση των προφιτερόλ. Δεν ξέρω πως μου ήρθε τώρα αυτό. Απλά το σημειώνω ως μια πιθανή επίπτωση μιας ενδεχόμενης απουσίας σου.
Μπήκα μέσα σε ένα ανθοπωλείο απ’ αυτά με τα κόκκινα φώτα νέον που μοιάζουν με μπουρδέλα. Ζήτησα ένα γιασεμί χιώτικο από τη γριά πωλήτρια και περίμενα να μου το φέρει. Όταν μου το έφερε ζήτησα ακόμα ένα και μέχρι να μου φέρει και το δεύτερο έκοψα μερικά λουλούδια και εξαφανίστηκα. Αχ! Τι ωραία που μύριζαν! Θα ήταν πολύ όμορφα πάνω στα μεταξένια σου μαλλιά. Θα βλέπαμε μαζί το φεγγάρι που πάντα έλεγες πως σ’ αρέσει και θα γλύφαμε το ίδιο παγωτό. Τότε θα έβρεχε αστέρια και με αυτά θα φτιάχναμε ένα χιονάνθρωπο ή θα κοροϊδεύαμε τις πυγολαμπίδες. Ρουφιάνες σας κόψαμε τον κώλο!
Έφτασα κοντά στο σπίτι σου. Μπροστά μου μία ουρά με μια ντουζίνα αυτοκίνητα περιμένει το φανάρι. Μέχρι να την φτάσω, ανάβει πράσινο και αναγκάζομαι να περιμένω εγώ. Ατυχία! Δυο ανηφόρες ακόμα και τέρμα… Γαμώ το, γιατί να μένεις τόσο ψηλά; Θα την χάσω την μπάκα τελικά… Αλλά θα ‘ναι όμορφα που θα ‘μαστε μαζί. Φτάνει να μην έχεις φύγει…
Μια μουσουλμάνα που κρατούσε μια σκούπα πλένοντας τον δρόμο μού είπε κάτι στα τούρκικα και της χαμογέλασα σαν χαζός. Εκείνη συνέχισε να επιμένει κι εγώ της είπα merhaba και έφυγα χτυπώντας επίμονα τα πόδια μου στην άσφαλτο για να φύγουν οι λάσπες. Κρατούσα σφιχτά τα γιασεμιά μέσα στη χούφτα μου. Στο μυαλό μου μόνο εσύ. Έφτασα στη γωνία, δίπλα στο σπίτι σου. Είχε έρθει η ώρα να σε δω.
Η εξώπορτα της οικοδομής σου ήταν ανοιχτή κι εγώ δεν έχασα φυσικά την ευκαιρία να μπω. Ο γάτος σου σκαρφάλωσε κατευθείαν πάνω μου γαντζώνοντας τα νύχια του στο όμορφό μου μπουφάν. Χάρηκα απότομα. Αν ο γάτος σου ήταν εκεί τότε λογικά θα ήσουν κι εσύ εκεί. Ανεβήκαμε πάνω περνώντας δυο-δυο τα σκαλιά. Εγώ κι αυτός. Τα μάτια μου έμειναν ορθάνοιχτα όταν συνειδητοποίησα ότι η εξώπορτα του διαμερίσματος σου ήταν κι αυτή ανοιχτή. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν μπορούσα να κουνηθώ από την έκπληξη. Μετά, μπουκάραμε μέσα αφού πρώτα έβγαλα τα παπούτσια μου (ο γάτος ήταν ξυπόλητος) και έψαξα για ίχνη φευγιού. Κι όμως δεν ήταν κλειστός ο γενικός και το νερό έτρεχε ορμητικά όταν άνοιξα μια βρύση. Οι ντουλάπες ήταν γεμάτες με τα ρούχα σου. Επάνω τα καπέλα σου, στη μέση τα μπλουζάκια και τα φορέματα κρεμασμένα σε κρεμάστρες και τέρμα κάτω τα τζιν και τα επίσημα παντελόνια. Έλειπε μόνο εκείνη η μπλούζα που σου πήρα στην επέτειό μας. Μα πού είσαι;
Μπήκαμε στο δωμάτιο σου. Οι πολύχρωμοι τοίχοι, τα ξύλινα πατώματα, οι φθηνές κουρτίνες όλα ήταν γεμάτα με τους στίχους σου. Στο μαξιλάρι σου επάνω ακούμπησα το κεφάλι μου και μύρισα το άρωμά σου. Πόσες φορές ξαπλώσαμε μαζί πάνω σ’ αυτό το μαξιλάρι; Πάνω στο θρανίο σου ένα μικρό γράμμα με το όνομά μου απ’ έξω. Το πήρα και βγήκα στο μπαλκόνι σου κουβαλώντας πάντα μαζί μου το γάτο που φαινόταν να είναι εξίσου ανήσυχος με μένα λόγω της απουσίας σου… Το έσκισα απότομα βγάζοντας από μέσα ένα μπλε γυαλιστερό χαρτί με πρόχειρα τσαπατσούλικα γράμματα και διάβασα αργά κάθε σου λέξη.
Έφυγα στο φεγγάρι. Στο ‘χα πει ότι θα πάω. Πάρε μια σκούπα
κι έλα με το γάτο. Αν δεν έρθεις πρόσεχέ τον!
Σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα στον ουρανό μια κόκκινη γραμμή καπνού να εκτείνεται από το μπαλκόνι σου μέχρι το φεγγάρι. Δυσκολεύτηκα να το πιστέψω. Πήγα μέχρι την κουζίνα και ήπια ένα ποτήρι νερό μαζί με κάτι χάπια που βρήκα στο ντουλάπι πάνω από τον απορροφητήρα. Μετά έκλεψα τη μαξιλαροθήκη σου εκείνη με το άρωμά σου και την τύλιξα στα μαλλιά μου. Τώρα έμοιαζα κι εγώ με μουσουλμάνα, ή έστω με πειρατή. Μετέφερα το γάτο σου από τον έναν στον άλλον ώμο και ανέβηκα πάνω στη μωβ χρώματος σκούπα σου. Κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι μου.
Στην αρχή, το ταξίδι φάνταζε δύσκολο και μακρύ μα με ενθουσίαζε η κόκκινη γραμμή που άφηνα πίσω μου και τα νιαουρίσματα του μικρού μας φίλου. Ο γάτος σου φοβόταν. Έπρεπε να τον χαϊδεύω συνέχεια για να νιώθει ασφάλεια. Κάποια στιγμή έβγαλα από την τσέπη μου το κινητό μου κι ύστερα το χάζευα καθώς στροβιλιζόταν στο αχανές διάστημα. Πάει κι αυτό. Ίσως να έπρεπε να το ‘χα πετάξει νωρίτερα. Σε λίγο πλησίαζε η στιγμή που θα έφτανα στο φεγγάρι.
Κάποια στιγμή επιτέλους προσσεληνώθηκα. Τα πρώτα μου βήματα πάνω στην άμμο ήταν μαγικά. Σε κάποιο μέρος της γης κάποτε είχαμε περπατήσει πάνω στην άμμο πλάι – πλάι. Σε πλησίασα κι ένα κύμα χαράς με πλημμύρισε. Φορούσες εκείνη τη μπλούζα που σου ‘χα πάρει στην επέτειο μας! Αμέσως γεύτηκα μαζί σου εκείνη την περίεργη γεύση που αποκτούν τα χείλη σου σε άλλους πλανήτες. Μετά από κάθε φιλί σταματούσες και μου έλεγες << πάμε να βρούμε τον Μικρό Πρίγκιπα >>. Πάνω στα μαλλιά σου έριξα τα μικρά μου ανθάκια και χάιδεψα με στοργή τα τρυφερά σου μάγουλα. Αργότερα κοιμηθήκαμε αγκαλιά μέσα σε ένα μικρό κρατήρα και ο γάτος σου όλο ζήλευε γυρεύοντας χάδια.
Την άλλη μέρα, όταν ξυπνήσαμε πήραμε τις μαγικές μας σκούπες και το μικρό σου γάτο και συνεχίσαμε το τρελό μας ταξίδι προς εκείνη τη γλυκιά ουτοπία που κάποτε σου είχα υποσχεθεί.