Το πρωί, αφού έψησε τον καφέ -ελληνικός στην χόβολη- αφού μούσκεψε το προχθεσινό ψωμί που τώρα ήταν παξιμάδι, βγήκε στην αυλή της να σκουπίσει, ως το συνήθιζε. Η ψάθινη σκούπα ήταν η αγαπημένη της από όλες τις σκούπες κι ας είχε πια αρχίσει να ξεφτίζει. Φυσούσε πολύ, κι ας ήταν Ιούνιος. Παρά την ανημποριά της, δόθηκε σ’ ένα τραγούδι που έλεγε από μικρή. Ήταν ένα ρομαντικό τραγούδι, που πια δεν τραγουδούν, ούτε στα κουτούκια των Πετραλώνων. «Ήρθες πάλι; Σε περίμενα.» Είπε σε κάποιον, χωρίς να ήταν εκεί κανείς. «Σου έχω πει πως δε θέλω ζωντανούς στο σπίτι μου. Κάνουν πολλή φασαρία.» Και δόθηκε με μεγαλύτερη μανία στο σκούπισμα, να φύγουν οι άσπρες της τρίχες από την πέτρα. Διέκοψε το σκούπισμα, όταν άρχισε να ψιχαλίζει. Στενοχωρήθηκε που την έδιωξε με τέτοιο καιρό, αλλά ήλπιζε πως το καλοκαίρι θα επέστρεφε στο κλίμα. Είχε πια μεγαλώσει αρκετά για να μην περιμένει πως μία αγαθοεργία θ’ αλλάξει τον κόσμο. Γύρισε στο τραγούδι της, καθώς έπλενε την κούπα του καφέ. Γύρισε, σε περιμένω, γύρισε, μικρούλα μου κοπέλα, έλα, έλα, έλα. Καθώς άφηνε την κούπα στο στραγγιστήρι, ένιωσε πως κάτι αδιόρατο πέρασε το κουζινάκι της για να βρεθεί στην κρεβατοκάμαρα. Είχε καιρό να μπει κάποιος στην κρεβατοκάμαρα. Μάζευε κόσμο σχεδόν κάθε απόγευμα στην αυλή της, αλλά στην κρεβατοκάμαρα; Κανείς. Δεν είχε πια συγγενείς που την επισκέπτονταν, κι ο καθείς στο χωριό είχε το δικό του σπίτι για να κοιμάται το βράδυ. Τους ξένους κανένας δεν τους κοίμιζε στο σπίτι. Άραζαν κάτω από τις στέγες των μαγαζιών, σε εγκαταλειμμένα κτίσματα ή τον αγρό. Ήταν ξένοι και δεν τους ένοιαζε, γιατί πια ήταν ελεύθεροι. Τους λυπόταν καμιά φορά, αν τους έβλεπε να ζητιανεύουν για τροφή ή για ένα ζεστό ντους, αλλά ένιωθε πια μεγάλη για να λυπάται. «Σούλα», έλεγε στον εαυτό της, όταν απογινόταν με λύπες και τραγούδια, «Σούλα, μην κλαις, θα γεράσεις προ της ώρας σου» κι ύστερα γελούσε με γέλιο που τράνταζε τις πέτρες στο έδαφος. Σ’ ένα μόνο πρωινό, μπορούσε να κλάψει με λυγμούς και να λιώσει το στομάχι της στο γέλιο. Δεν ήταν κυκλοθυμική. Ήταν απλώς μία γυναίκα που την ενοχλούσαν τα μαδημένα φύλλα στην αυλή της και οι ξένοι στο σπίτι της. Κι αυτό το πρωινό, είχε βιώσει και τις δύο αυτές ενοχλήσεις. Βγήκε να περπατήσει. Ο γιατρός της είχε πει να περπατά κάθε μέρα για μισή τουλάχιστον ώρα. Εκείνη περπατούσε τρία τέταρτα, για να είναι σίγουρη πως δε θα είχε κανένα πρόβλημα με την καρδιά της πάλι. Δεν την ένοιαζε να πεθάνει πριν κλείσει τα ενενήντα, αλλά το είχε σε κακό να πεθάνει από καρδιά, όπως ο άντρας της. Εξήντα δύο χρόνια παντρεμένοι, δεν άφησε ούτε μία μέρα να περάσει, χωρίς να ψήσει ελληνικό καφέ στην χόβολη και χωρίς να σκουπίσει την αυλή της με την ψάθινη σκούπα. Είχε πια συνηθίσει και τα μαδημένα φύλλα και τους ξένους, αλλά ήθελε να ενοχλείται από κάτι κι αυτά ήταν ό,τι πιο απτό είχε πια στην ζωή της. Τα τραγούδια της, ερχόντουσαν κι έφευγαν από το λάρυγγά της. Είχε λησμονήσει σχεδόν τα πάντα από την ζωή της λόγω γηρατειών, αλλά δεν ξεχνούσε ποτέ τους στίχους των αγαπημένων της τραγουδιών. Μία φορά στην εκκλησία την ρώτησαν τι κάνει ο άντρας της κι είχε ξεχάσει το όνομά του. Άρχισε να τραγουδά –από αμηχανία ή από μπρίο; Ποιος ξέρει- και γύρισε σπίτι της να μαγειρέψει. Σήμερα, έβαλε ξανά άδεια την κατσαρόλα στο μάτι του γκαζιού. Έριξε ρύζι. Άναψε το γκάζι. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα να διπλώσει τα ρούχα που μάζεψε από το σκοινί. Άκουσε κλάματα κάτω από το κρεβάτι. Δεν έδωσε σημασία. Αφού δίπλωσε τα ρούχα, γύρισε στο κουζινάκι. Το ρύζι είχε μαυρίσει. Είχε ξεχάσει να βάλει νερό στην κατσαρόλα. Έξυσε τον πάτο της κατσαρόλας. Μάσησε λίγο ξερό ρύζι κι άρχισε να το φτύνει στο νεροχύτη. Άφησε την κατσαρόλα με νερό στο νεροχύτη για να μουλιάσει ο καμένος πάτο της. Άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε μία ντομάτα που είχε αφήσει κομμένη στη μέση από εχτές το βράδυ. Αυτό ήταν το κολατσιό της. Αφού έφαγε, καθιστή την πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε πιασμένη, αλλά δεν έδωσε σημασία στο μούδιασμα της πλάτης της. Είδε την πόρτα μισάνοιχτη και φύλλα μαδημένα στην αυλή της. «Δε θα με αφήσετε να ησυχάσω ποτέ;» φώναξε στα φύλλα. Τα φύλλα δεν απάντησαν. Ούτε ο άνεμος. Έπιασε την ψάθινη σκούπα και ρίχτηκε με μανία στο σκούπισμα. Αφού κάλμαρε το μένος της, μπήκε στην κρεβατοκάμαρα. Είδε άσπρες τρίχες ανάμεσα στα σεντόνια της. Τα μάτια της δεν έβλεπαν πια, αλλά τις τρίχες τις διέκρινε. Παράξενο πράγμα τα μάτια, σκέφτηκε, δεν γερνούν όπως το σώμα. Τράβηξε τα σεντόνια και τα έριξε στο πάτωμα. Άρχισε να χτυπά το στρώμα με μία σανίδα που άφηνε δίπλα στο κομοδίνο. Άκουσε ξανά κλάματα. «Εσύ κλαις; Εγώ θα έπρεπε να κλαίω, όχι εσύ» μονολόγησε. Εξακολούθησε ν’ ακούει τα κλάματα από την κρεβατοκάμαρά της, καθώς έτριβε την κατσαρόλα με σύρμα. Σκούπισε σχολαστικά στην κατσαρόλα και την έβαλε στο μάτι του γκαζιού, με νερό αυτή τη φορά. Αλάτισε το νερό. Κι έριξε λίγο αλάτι στην πόρτα της για να νοστιμίσει το γεύμα που έφτιαχνε. Βαθιά μέσα της πίστευε, πως το αλάτι έδιωχνε τους ανεπιθύμητους. Βγήκε στην αυλή, περιμένοντας. Τα κλάματα δεν σταματούσαν. Θυμωμένη, άνοιξε την κρεβατοκάμαρα της. Πήρε την σανίδα κι άρχισε να χτυπάει τα έπιπλα και τις κουβέρτες. Δύο μάτια έλαμψαν κάτω από το κρεβάτι. «Το ήξερα πως δεν σου αρκούσε απλώς να μαγαρίσεις την αυλή μου». Με την σανίδα, την έριξε έξω. Μαζί και την παρέα της, τα νεογνά. Με τη σανίδα άρχιζε να ουρλιάζει να φύγει. Ένας περαστικός την κοιτούσε τρομαγμένος και γελούσε. Η γυναίκα σηκώθηκε και πήρε το ένα της μωρό στο χέρι. Το άλλο το άφησε. Δεν χωρούσε στην μουσούδα της. Η Σούλα, δεν άντεξε να το χτυπήσει κι αυτό με την σανίδα. Το μάζεψε στην χούφτα της. Κατάλαβε πως πεινούσε. Το ρύζι δεν είχε γίνει ακόμα. Θα ήταν σκληρό για τα δοντάκια του. Κάθισε στο ξέστρωτο κρεβάτι της, κι έβγαλε το βυζί της να το θηλάσει. Δεν είχε θηλάσει ποτέ ως τώρα. Της άρεσε να νιώθει ένα άγγιγμα πάνω στο κορμί της. Της άρεσε τόσο που δεν ένιωσε το μούδιασμα στην πλάτη της. Έπεσε για ύπνο ξέστηθη. Το νεογνό κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Ξέχασε πάλι να σβήσει το μάτι. Ντομάτα θα έτρωγε κι απόψε. Χωρίς κλάματα. Είχε χορτάσει για τα καλά.