Ήταν η τελευταία παράδοση στο μάθημα της Βιολογίας, αλλά το αμφιθέατρο της Ιατρικής παρόλα αυτά ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Ο δημοφιλής καθηγητής γύρισε στον πίνακα και έγραψε: «ΦΘΟΡΑ και ΘΑΝΑΤΟΣ».
- Ας μελαγχολήσουμε λίγο σήμερα!…- μας είπε.
Τον παρακολουθούσα όπως πάντα με πλήρη ευλάβεια και απόλαυση. Έδινε την εντύπωση δασκάλου που μπορούσε να διδάξει περισσότερα από τα απλά επιστημονικά δεδομένα. Την σοφία πέραν των υλικών δομών. Το νόημα των πραγμάτων.
Έτσι μετά από μέρες πήγα με θάρρος να δώσω προφορικά το μάθημα της Βιολογίας. Μαζί μου στην ομάδα ήταν και άλλοι τέσσερεις Άραβες, αφού τα ονόματα τους άρχιζαν από το ίδιο γράμμα. Μπήκαμε στο γραφείο…
- Γιατί δεν υπάρχει ζωή στην σελήνη; – ρώτησε ήσυχα ο καθηγητής, δείχνοντας με το στυλό τον πρώτο από δεξιά. Εκείνος κουνήθηκε κάπως, γούρλωσε τα μάτια, αλλά στο τέλος το πήρε απόφαση και σιώπησε. Έδειξε τον επόμενο, όποιος κάτι ψέλλισε για το οξυγόνο, ενώ ο τρίτος διστακτικά ανέφερε το νερό. Τον τέταρτο δεν τον ρώτησε τίποτα γιατί τον είδε να σκύβει το κεφάλι και να πατάει πότε το ένα πόδι πότε το άλλο. Έγινα μούσκεμα από τον ιδρώτα, όταν το φανερά εκνευρισμένο βλέμμα του σταμάτησε αμείλικτα επάνω μου. Από το μυαλό μου σαν αστραπές περνούσανε οι σκέψεις : αρωματικοί υδρογονάνθρακες, βιώσιμα υλικά, γαλαζόπετρα, Δαρβίνος, έλαια, ζέβρες, ήθος, Θεός, κόλαση, λαχανικά…, όταν ο δάσκαλος έκανε μια κίνηση με το χέρι:
- Κόβεστε όλοι!, οι επόμενοι, παρακαλώ!
Έξω ήταν σκορπισμένα πηγαδάκια ανήσυχων φοιτητών που μηρυκάζανε με έξαψη τις άδικες ερωτήσεις και τις πιθανές απαντήσεις. Κανείς όμως δεν εξηγούσε την ερημιά του φεγγαριού. Είμουν ακουμπισμένος στον τοίχο με χαμηλή αυτοεκτίμηση και φαρμακωμένη όψη να σκέπτομαι τρόπους αυτοτιμωρίας. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή από παράδεισο :
- Γιατί δεν υπάρχει DNA!
Δεν γύρισα, αλλά αντίθετα κατέβασα το κεφάλι από ανάγκη να συγκεντρωθώ και να αφομοιώσω την μουσική που άκουσα. Ήταν θηλυκή στην ελάσσονα κλίμακα του φα με συνοδές αρμονικές, που δεν υπάρχουν πια από την εποχή της Αφροδίτης. Κοίταξα με δέος προς το μέρος της. Και ναι,… σφίξιμο στο στομάχι, ισχυρό μαγνητικό πεδίο, θόλωση της όρασης, παράλυση, καταπληξία…
- Είσαι θεότητα; – κατόρθωσα να πω.
- Όχι! Συμφοιτήτρια!
Την κοίταζα με ακόρεστη δίψα να γεμίσω την ψυχή μου με την γοητευτική μορφή της, μα περισσότερο την αισθανόμουνα σαν αύρα που με διαπερνά και δεν μπορώ να την συγκρατήσω μέσα μου. Όλα είχαν νεκρωθεί γύρω, υπήρχα μόνο εγώ κι ο άγγελος. Αλλά ο χρόνος κυλούσε…
- Αισθάνομαι άβολα, – μου είπε, σα να ετοιμαζόταν να φύγει.
Είχα συνέλθει. Έβαλα μπρος τον εγκεφαλικό φλοιό ενάντια στο προδοτικό θυμικό. Δεν θα την έχανα τόσο γρήγορα.
- Σύμφωνοι! Την Βιολογία την πέρασες, μένει όμως μια ερώτηση ακόμα.
- Τι; – έκανε εκείνη.
- Παρακολουθούσα τις παραδόσεις, κρατούσα σημειώσεις, μελέτησα το βιβλίο του, απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις προηγούμενων εξετάσεων. Τι δεν πήγε καλά; Τι δεν κατάλαβα;
- Αυτό που γράφει: η ζωή είναι φαινόμενο κωδικοποιημένο σε αλληλουχία αμινοξέων, – απάντησε με την ουράνια φωνή της και το ύφος της ήταν απλό, μα απόμακρο. – Γεια τώρα!
Έτσι την έχασα και μαζί την προηγούμενη ζωή μου. Αποσύρθηκα. Δεν υπήρχα ούτε στην μονάδα του χρόνου, ούτε στις τρίλιζες των αμινοξέων. Ώσπου χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο Σκόπας, συμφοιτητής και οπαδός της υπεροχής της λογικής έναντι της ευτέλειας των συναισθημάτων.
- Για να εξαφανιστείς έτσι απότομα δύο πράγματα συμβαίνουν, – είπε, – πρώτον, είσαι ερωτευμένος, δεύτερον…
- Το πρώτο! τον διέκοψα. Και τότε ήταν που έκλαψα στον ώμο του: δεν μπορώ να την ξεχάσω! Εκείνος με την αφοπλιστική του απλότητα παρατήρησε:
- Δεν χρειάζεται να την ξεχάσεις, φτάνει να την βρεις!
- Γιατί;
- Για να καταλάβεις ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση και να θεραπευτείς.
- Πως θα τη βρω;
- Για να είναι με σένα στις εξετάσεις έχει επώνυμο στο ίδιο γράμμα με μας.
- Λοιπόν;
- Αν πας στον πίνακα ανακοινώσεων για αποτελέσματα θα δεις στο Σίγμα το μοναδικό δεκάρι. Μετά θα ρωτήσεις την ξινή από δίπλα, αν την ξέρει.
- Σκόπα, εγώ γιατί δεν το σκέφτηκα;
- Διότι έπαθες τον απεγκεφαλισμό του έρωτα!
Έτρεξα στην σχολή. Είδα πράγματι το μοναδικό δεκάρι. Την λέγανε Κλαίρη.
- Α, αυτή! Έχει φύγει στη Γερμανία, στους γονείς της, για καλοκαίρι, – είπε αθώα η ξινή.
Η συγκομιδή των ροδάκινων είναι κατάλληλη για διακοπές. Ιδίως με θερμοκρασίες γάστρας, ανηφορικό κουβάλημα, κνησμό, διπλοβάρδιες στην διαλογή και ζεστό νερό για την δίψα. Με τον ιδρώτα αποβάλεις τις βιολογικές τοξίνες και με την κούραση τις ερωτικές. Το φθινόπωρο, ανανεωμένος και ήρεμος, επέστρεψα στο πανεπιστήμιο. Δεν την αναζήτησα. Είχε φωλιάσει μέσα μου ο φόβος του απεγκεφαλισμού.
Το γρασίδι απέναντι από το Αστεροσκοπείο ήταν πολύ τραβηχτικό. Άπλωσα εκεί τις σημειώσεις μου και άραξα. Είχα προχωρήσει την ύλη που προγραμμάτισα, όταν ένιωσα ανησυχία και χτύπους της καρδιάς. Σήκωσα το βλέμμα. Όχι μακριά μου ξεχώριζε η λευκωπή καμπυλότητα του αμφιθεάτρου της Ιατρικής και έξω αραιές παρεούλες νέων. Αναπάντεχα μια γυναικεία φιγούρα με ακτινοβόλησε αστραπιαία. Ήταν Εκείνη. Ανασηκώθηκα μαγεμένος σε στάση αγάλματος. Έμεινα έτσι ακίνητος μέχρι που κατάλαβα ότι δεν την έβλεπα πια και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Περίλυπος τράβηξα για το σπίτι του φίλου μου. Δεν τον βρήκα εκεί. Επέστρεψα στην σχολή, στον πίνακα ανακοινώσεων. Είχε εργαστήριο την επόμενη μέρα δύο με τρεις. Εγώ είχα ολόκληρη νύχτα μπροστά μου να αποφασίσω τι θα της πω αύριο.
Πήγα νωρίτερα βέβαια για να την δω να μπαίνει και νάχω χρόνο ελέγχου ψυχραιμίας. Ο χρόνος κυλούσε, αλλά το κουράγιο μου έφθινε. Όταν άνοιξε η πόρτα και φάνηκαν οι συνάδελφοι, με πλημμύρισε τάση φυγής. Ποτέ στην ζωή μου δεν ένιωσα τόσο ανυπεράσπιστος. Τότε βγήκε εκείνη και με είδε αμέσως.
- Τι κάνεις εδώ, θύμα των νουκλεϊνικών; – φώναξε χαρούμενα.
- Παριστάνω την τυχαία συνάντηση! – απάντησα μηχανικά.
- Ααα, εμένα περιμένεις;… και γιατί παρακαλώ;
- Παρόρμηση ίσως… έχουμε ανείπωτα πράγματα μεταξύ μας…
- Μα δεν έχουμε τίποτα μεταξύ μας! Μια φράση ανταλλάξαμε μόνο, – με έκοψε εκείνη.
Ήταν να με καταπιεί η γη. Δεν ήξερα τι έλεγα και δεν ήξερα τι να πω. Η προπόνηση της νύχτας πήγε χαμένη. Μετά ήρθε η χαριστική βολή:
- Με συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω! – και απομακρύνθηκε.
- Το μικρό μου είναι Πιέρος! – φώναξα ξεψυχισμένα στο κατόπι της.
Και… ω, γλυκιά Παναγιά!, εκείνη γύρισε και μου φώναξε:
- Πιέρο! Αύριο μπορείς την ίδια ώρα;
Αργότερα από το σπίτι τηλεφώνησα στον Σκόπα.
- Αγαπημένε μου φίλε! Κι όμως Θεός υπάρχει!
- Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου, – απάντησε ο φίλος μου – υπάρχει σίγουρα η Κόλαση…
- Καλά! Εγώ θα βγω έξω, δεν κρατιέμαι να γιορτάσω την Ζωή στη Γη. Έρχεσαι;
- Όχι! Κολύμπα μόνος σου!
Περπάτησα ευτυχισμένος την παραλία της πόλης και έστριψα στην Β. Όλγας με τα φωτισμένα μαγαζιά. Απολάμβανα κάθε λεπτό που περνούσε με τον περίπατο. Μετά με έπληξε κεραυνός. Πίσω από βιτρίνα εστιατορίου καθόταν η Κλαίρη και απέναντί της ένας άντρας. Φαινόταν ψηλός, κομψός και μεγαλύτερος στην ηλικία. Που και που εκείνη του χάιδευε το χέρι, σα να προσπαθούσε να τον πείσει σε κάτι. Αυτός έδειχνε θλιμμένος. Αργότερα βγήκανε και εκείνη τον κρατούσε αγκαζέ…
Την επομένη αγνόησα με κακία το ραντεβού. Ήθελα να την πληγώσω, αλλά ευτυχώς δεν ήξερα πως. Πήρα απόφαση να την ξεχάσω και να συνεχίσω την ζωή μου. Έπεσα στο διάβασμα φωναχτά για να μην σκέπτομαι και κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα. Το πρωί με ξύπνησε το κουδούνισμα της πόρτας. Σηκώθηκα ράθυμα και άνοιξα. Ήταν η Κλαίρη.
- Μα πως… – έκανα να ρωτήσω, αλλά δεν με άφησε.
- Ο πίνακας ανακοινώσεων… το Σίγμα… ο Σκόπας… – εξήγησε με συγκρατημένο χαμόγελο.
- Μα… – είχα χάσει πια το χάρισμα του λόγου. Εκείνη συνέχισε:
- Για τους Κινέζους η απόσταση μεταξύ δύο ανθρώπων είναι δέκα βήματα, – εσύ έκανες τα πρώτα πέντε, εγώ κάνω τώρα τα υπόλοιπα πέντε. Άντε, ντύσου γρήγορα να συνοδέψουμε τον αδελφό μου στο αεροδρόμιο!