Ήταν ένα παλιό σπίτι. Μια πόρτα από δυο ξύλινους ταμπλάδες. Μια αυλή με πέτρινο φούρνο θολωτό στ’ αριστερά. Ένας μικρός κηπάκος με μια λεμόνια στη μέση. Ορόσημο. Γύρω του μελιτζάνες ντομάτες κολοκυθάκια.
Μια μουριά έστεκε χρόνια σαν φύλακας της εξώπορτας. Και μετά μια κληματαριά. Απέναντι ο στάβλος. Κάποτε ο παππούλης μου έδενε έναν γάιδαρο εκεί. Βοηθός του στα χτηματα ..στα σύκα.. στα λάδια. Γυριζε απ το χωράφι όταν ξυπνούσα.
Εγώ νόμιζα ότι ήταν πρωί κι εκείνος ότι είχε μεσημεριάσει.
Η σχετικότητα του χρόνου.
Μικρό παιδί ήμουν, σταλμένο για το καλοκαίρι στο χωριό. Τα έβλεπα όλα μεγάλα. Ακόμα και το μουστάκι το άσπρο κι ελαφρώς κίτρινο απ την νικοτίνη των «άφιλτρων Λαμίας» τεράστιο το έβλεπα. Και την γιαγιά μου την φώταινα πανύψηλη την έβλεπα. Τα καυτά μεσημέρια στα τέλη Ιουλίου, μπορεί και του Αυγούστου, όταν μικροί και μεγάλοι αποκαμωνονταν απ την ζέστη και την κούραση, αυτή έβγαινε εκεί μπροστά στην ξύλινη πόρτα μ’ενα σκαμνάκι χαμηλό. Και εκεί που κανένα μάτι δεν την έβλεπε, έλυνε το μαντήλι κι άφηνε να πέσουν τα μακριά μαλλιά της. Τα χτένιζε μ’ ένα χρατς χρουτς που εγώ κρυφάκουγα, ξαπλωμένος, μέσα απ την πόρτα και μετά τα μάζευε σε κοτσίδες που έκανε με ταχύτητα και χάρη. Απορούσα πάντα πως τόσα μαλλιά χάνονταν κάτω από ένα μόνιμα δεμένο μαντήλι. Κάποιο μεσημέρι σηκώθηκα. Στις μύτες πατώντας, έβγαλα το κεφάλι μου απ την πόρτα για να γκρινιάξω ότι δεν ήθελα να κοιμηθώ. Τινάχτηκε όρθια. Κεραυνόπληκτη. Ντράπηκε που είδα τα μαλλιά της. Τα μάζεψε στο άστραμμα. Ο προσωπικός της χρόνος και το γυναικείο της άβατο είχε πληγεί. Αλλά πάλι δεν μου θύμωσε. Μονό με έστειλε πίσω να ξαπλώσω «καλώς το μου»
Κι χάιδευε τα χέρια μου με τα δικά της και τα φιλούσε και πάλι με το «καλώς το μου καλώς το μου» ζούσε και μοίραζε ευχές για εμάς τους μικρότερους.
Χρόνια περνούσαν, πολλά άλλαζαν, μεγαλώναμε, χανόμασταν στον μεγάλο κόσμο αλλά αυτή έμενε όρθια και μόνη, σ’ εκείνο το σπίτι με το χωμάτινο πάτωμα και τους πέτρινους τοίχους.
Ζύμωνε υπέροχα καρβέλια ψωμιού, έπηζε τυρί, έβραζε σαπούνι, έτρεχε στο χωράφι, μάζευε ελιές, άπλωνε σύκα, σκαρφάλωνε στα δέντρα σαν αγριοκάτσικο και τα έβαζε με τον παππού μου.
Ένα βράδυ γύρισε ο «γέρος της» απ το «μαγαζί». Τον καφενέ.
Του λέει «θα βρέξει κι έχουμε απλωμένα σύκα!»
«Δεν θα βρέξει!»
«Θα βρέξει. Πάμε να τα προλάβουμε»
«…είπα, δεν θα βρέξει. Το είπε και το ράδιο!. Κοιμήσου.»
Και έβρεξε καρέκλες.
Τους άκουγα μες την νύχτα του κατακλυσμού, να τρέχουν να σώσουν τα απλωμένα σύκα. Γύρισαν το ξημέρωμα, μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο.
Δυο μέρες δεν σταμάτησε να ονομάζει το ράδιο μπουζούκι. Και με μακρόσυρτα λόγια να ειρωνεύεται τον παππού.
«… άκου δεν θα βρέξει… το είπε και το μπουζούκι… δεν θα βρέξει …Ταχιά.»
Και ζούσε περνώντας και μετρώντας εποχές και θανάτους άλλων. Έναν ένα τον έψελνε, στο ξόδι του μ΄ενα μικρό αυτοσχέδιο μοιρολόι.
Ένα δικό της βουβό. Ακαταλαβίστικο. Λες και τα ερείπια της αρχαίας Ιθώμης είχαν αναστηθεί. Όπου πομπή από γυναικείες μορφές με μακριά μαυρα φορέματα ικετεύοντας τον πλάστη χαμηλόφωνα, εκστατικά και υποταγμένα, έσερναν ένα χορό πόνου.
Με σφιγμένες μαντίλες στο κεφάλι, με ύφος αυστηρό, οργισμένο και ταυτόχρονα απέραντα λυπημένο, χτυπούσαν τις κοιλίες, που γέννησαν παιδιά και τάχασαν, πριν να κλείσουν πρώτα, για πάντα, τα δικά τους τα μάτια. Πένθιμους δεκαπεντασυλλάβους όλες μαζί. Χορός στο Ζάλογγο κάτω απ την σκιά του ηφαιστειακού Βουλκάνου. Ωδή στον Δια τον Ιθωμάτα και στο μοναστήρι της Παναγιάς Με φωνή που βγαίνει απ το υπογάστριο και φιλτράρεται στα πνευμονια τους, που δονεί μόνο τις πιο βαριές φωνητικές χορδές, φωνή που δεν χρειάζεται στόμα για να βγει και να ακουστεί ανάμεσα στις χρυσοπράσινες ελιές και το θεόρατο ύψος του βράχου, φωνή που μαραίνει την ρίγανη και τα θυμάρια από τη ρουπακιά μέχρι τον παλιόμυλο.
Στερεύει πηγές.
Μια φωνή μόνη της.
Μάνα σκυφτή πάνω στο μνήμα της κόρης της. Με χέρια ανοιχτα στην απεραντοσύνη του ήλιου. Στη πίκρα της αιωνιότητας. Σαν μια υπόσχεση στο πουθενά.
«να με καρτεράς Δημητρούλα μου. Θα έρθω κοντά σου η μαύρη μάνα …»
Το έζησε κι αυτό. Κι έμεινε πιο μόνη εκεί, κάθε μεσημέρι στην λίγη σκιά του ζεστού καλοκαιρινού απομεσήμερου μετρώντας την ώρα, καθώς η σκιά του σπιτιού της άπλωνε στις καυτές πλάκες. Κι άκουγε τη κόρνα του λεωφορείου κάπου πέρα μακριά, στην άλλη άκρη του χωριού προς την «δημοσιά».
Το λεωφορείο ήρθε. Για μένα δεν έρχεται κανείς πια.
Κι έδιωχνε τις κότες και τα κοκόρια της να μην την πλησιάζουν. Προσπαθώντας μέσα στην μοναχική αυστηρότητα της και τον πόνο της, να πει κάτι για να το ακούσει η ίδια.
«Χάσου να χαθείς παλιόκοτα πιο!!!»
Και μια μέρα στο ίδιο σημείο με την ίδια αποπνικτική ζέστη είχε βγάλει την μαντίλα κι είχαν απλωθεί τα μαλλιά της μέχρι τις πλάκες, περνά μια κυρά από τον δρόμο και φωνάζει…
«άντε θεια-φώταινα, καλώς τα δέχτηκες!»
Τινάζεται επάνω με μάτι που αστράφτει.
«τι λες μωρ-μαύρη Αναστασά»?
« … ο εγγονός σου θεια-φώταινα, μόλις ήρθε.»
Δεν με περίμενε. Κανένα δεν περίμενε. Είχα μεγαλώσει. Είχα χαθεί σε πολιτείες ξένες.
Έκρυψε τις πλεξούδες στο μαύρο μαντίλι, έστρωσε τα καλά σεντόνια, σουλούπωσε τον γιούκο κι ότι είχε στη μέση. Άνοιξε την αυλόπορτα και χύθηκε να με βρει.
Μ’ έφερε στο σπίτι απ το χέρι κρατημένο σαν μωρό.
«Καλώς το μου καλώς το μου καλώς το μου το παιδί μου».
Καθίσαμε εκεί έξω ξανά. Με κοιτούσε ώρες κρατώντας το χέρι. Να ρωτάει τι κάνω, πως τα κάνω. Πως είμαι. Να τα πω όλα… να μετράει τις λέξεις μου να κρέμεται απ’ οσα έλεγα. Να της πω κι άλλα. Να μην σταματήσω.
Και είπαμε πολλά. Για όλους. Για μικρά και μεγάλα. Όλα έμοιαζαν σημαντικά. Μοναδικά.
Ξαφνικά άστραψε το γερασμένο της μάτι. Σηκώθηκε και χάθηκε μέσα στο σπίτι. Έμεινα και χαμογελούσα. Δίχως να ξέρω γιατί.
Ξαναφάνηκε στη πορτούλα. Θάμπιζε ένα μικρό τσεκούρι στο χέρι της.
«Πούιντος … πούιντος ο άτιμος» είπε, και άκουσα ένα φόβο να απλώνεται σ’ολη την κοινότητα των πουλερικών πίσω μου…
Κακάριζαν τρομαγμένα απ την φούρια της γριάς.
Αυτή γύριζε κι έψαχνε ένα κόκορα. Τον καλύτερο. Τα πουλερικά πηδούσαν τρελαμένα δεξιά αριστερά. Εύχονταν να μπορούσαν να πετάξουν. Να φύγουν. Γέμισε ο τόπος πούπουλα. Έπιανε μια κότα την άφηνε έπιανε άλλη την άφηνε. Έτρεχαν να σώσουν το τομάρι τους. Ατελείωτα κακαρίσματα τρομαγμένων πτηνών. Ο θάνατος πλησίαζε. Το ένοιωσαν στο αίμα τους.
«που τρύπωσε ο άτιμος?»
Τα μικρότερα κοκόρια καβαλούσαν κότες ασύστολα, μέσα στη θέρμη του φόβου. Φόβος θανάτου. Να προλάβουν να διαιωνίσουν το είδος. Καβαλούσαν μια, έπιαναν την επόμενη. Ο μεγάλος, ο δυνατός ο αρχηγός, έτρεχε να αποφύγει το γραμμένο του. Και ξοπίσω του η γιαγιά μου με το τσεκούρι να απειλεί . Τρεχάλα κι αυτή.
Τον στριμώξε σε μια γωνιά. Χτυπούσε αυτός φτερά, την δάγκωνε. Προσπαθούσε να κακαρίσει αλλά ο λαιμός του είχε αρχίσει να στενεύει απ την λαβή της φώταινας. Με το γόνατο τον ακινητοποίησε.
Μια μάχη σώμα με σώμα. Άνιση μάχη.
Είχα προσπαθήσει να την αποτρέψω, απ ότι φαντάστηκα ότι θα ακλουθούσε.
Μάταια. Η γριά δεν άκουγε. Αμετάπειστη.
«σώπα καλώς το μου» έλεγε και ξανάλεγε ανάμεσα σε πούπουλα και κουρνιαχτό.
«σώπα εσύ, σώπα…»
Μαχαίρι υψωμένο στην Αυλίδα.
Ο Βασιλιάς Αριστομένης στη αρκαδική πύλη.
Ο πέλεκυς έπεσε με δύναμη στον τεντωμένο λαιμό.
Δυο κίτρινα ποδάρια τ’ ανάσκελα, ζωγράφιζαν απεγνώσμενα στον αέρα.
Μια τελευταία κραυγή.
Ένα κόκκινο αχνιστό ποτάμι έσπειρε μια ησυχία.
Λούφαξε το απομεσήμερο.
Έμεινε το κεφάλι του κόκορα στα χέρια της με ανοιχτά ακόμα τα μάτια.
Κι ένα σώμα, ακέφαλο ξεκίνησε να τρέχει , εδώ και εκεί, τινάζοντας απ το κομμένο λαιμό, κόκκινο αίμα σε αρχαία μάρμαρα και χώματα. Λες και έψαχνε ακόμα μια ελπίδα να ζήσει.
Άδειαζε από αίμα τρέχοντας. Στα τυφλά. Έπεσε πάνω στο τοίχο του στάβλου. Τρεις σπασμοί.
Η γριά, μονολόγησε με κατανόηση για την τύχη του κόκορα αλλά καθόλου για την δικιά μου έκπληξη και αμηχανία.
«που πας μωρ’ μαύρε κόκορα… Που πας?»
Μάζεψε κάτι ξεροκλαδα. Ξεφύσησε καμπόσες φορές να πάρει η φωτιά. Ένας καπνός ανέβαινε απ το παραγώνι κι έβγαινε από μια τρύπα στα κεραμίδια. Μάζεψε απ τον κηπάκο μυρωδικά. Έβγαινε κι έμπαινε χωρίς λέξη. Φουριόζα.
Στυλωμένη στο σχέδιο. Να με ταΐσει τον μόσχο τον σιτευτό.. Τον κόκορα που ταΐστηκε με σιτάρι. Να με περιποιηθεί. Να μην πεινάσω. Από μακριά ερχόμουν. Σπάνια ερχόμουν. Τα χρόνια της στέρευαν.
Θα τον πλούμιζε με μακαρόνια μεγάλα χοντρά. Χορταστικά.
Θα έτριβε και μια «μυτζήθρα» να τα σκεπάζει όλα.
Ένα χαμόγελο πλατύ σαν το αστείρευτο νερό της κλεψύδρας χόρευε με τις μούσες στο ροζιασμένο της πρόσωπο.
Δυο μάτια αετίσια χωμένα σε κόγχες δωρικές, οργωμένες βαθιά σαν χωράφι στο κακόπετρο της ρουπακιάς, θα έκλειναν για πάντα λίγο καιρό αργότερα.
Την περπατήσαμε τελευταία φορά μπροστά απ το σπίτι με την φτωχική πόρτα, την κληματαριά και την στεγνή μουριά.
Άπλωνε αρώματα η λεμονιά του κήπου της, στο δρόμο προς τ’ αλώνια.
Τελευταία βήματα. Βήματα αργά. Ήσυχα, να μην ταραχτεί το απομεσήμερο.
Να μην θροΐσουν οι ελιές ένα γύρω.
Να κοκκινίζουν τα φραγκόσυκα στην άκρη της ρεματιάς και να σταθούν προσοχή οι αρχαίοι κίονες αντίκρυ.
Σταγόνες ελάχιστες μιας βροχής, λες και έραινε χώματα και ανθρώπους σαν αγιασμός έπεφτε από ψηλά.