“Ό,τι σου μιλάει δεν σημαίνει ότι είναι ζωντανό” της Άρτεμις

Κεφ.1: Η σύγκρουση
Ο ήλιος είχε χαθεί πίσω από τα πυκνά, μαύρα, πουπουλένια σύννεφα. Οι βροντές και οι αστραπές ακούγονταν όλο και πιο απειλητικές να πλησιάζουν. Ο μικρός, στενός, επαρχιακός δρόμος και η γύρω φύση μεταμορφώθηκαν σε μυστήριο, σε απειλή και σε κίνδυνο. Η βροχή ξέσπασε ορμητικά και ο άνεμος που όλο και δυνάμωνε την έκανε να μοιάζει με σαΐτες. Ο στενός δρόμος μεθυσμένος από τη βροχή παραπατούσε και γλιστρούσε. Τα δέντρα βογκούσαν και λύγιζαν κάτω από την ορμητική καταιγίδα. Το ίδιο και η Έλλη: «Αχ! Τι ανοησία μου να βγω για ρεπορτάζ αυτή την ώρα! Και ακόμα πιο μεγάλη μου κουταμάρα που ήθελα να κόψω δρόμο μέσα από αυτόν τον επαρχιακό, στενό χωματόδρομο!»
Η βροντή που ακολούθησε πάγωσε τις σκέψεις της. Εφιαλτικές λάμψεις φώτιζαν στιγμιαία τον κοκκινόχρωμο δρόμο και το σκοτεινό δάσος. Ξαφνικά ένας τριγμός συντάραξε την Γη. Ένα τεράστιο δέντρο δεν άντεξε την ορμή της θύελλας και έπεσε πάνω στο δρόμο με ένα εκκωφαντικό και διαπεραστικό θόρυβο. Η Έλλη μόλις και μετά βίας κατάφερε να το αποφύγει στρίβοντας απότομα το τιμόνι και προσγειώνοντας το αμάξι της πάνω σε ένα άλλο δέντρο. Αιμόφυρτη και ζαλισμένη βγήκε από το αμάξι φοβούμενη μήπως πιάσει φωτιά. Το κεφάλι της γύριζε, ο φόβος τής έφερνε ένας σφίξιμο στην ψυχή. Προχωρούσε μέσα στην ορμητική καταιγίδα ψελλίζοντας τις λέξεις «Βοήθεια, βοήθεια!» Δεν έβρισκε κανέναν! Σωριάστηκε στο χώμα. Η αιμορραγία και ο φόβος την είχαν αποδυναμώσει. Συγκεχυμένες εικόνες από την προηγούμενη ζωή της στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό της. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά και ξαφνικά είδε ένα φως. Τότε μια τεράστια δύναμη βγήκε από μέσα της που και η ίδια δεν ήξερε ότι υπήρχε. Η δύναμη για ζωή. Κατευθύνθηκε με ελπίδα στο μοναδικό φως που έβλεπε.

Κεφ.2: Σωτηρία ή καταδίκη;
Ένα υπέροχο, μεγάλο, νεοκλασικό σπίτι εμφανίστηκε μπροστά της. Το σπίτι έκπεμπε ένα παράξενο, δυνατό, λευκό φως που ασκούσε πάνω της μια έλξη ακαταμάχητη. Προχώρησε γρήγορα με τα μάτια καρφωμένα στο φως, παρόλο που την τύφλωνε. Πλησιάζοντας είδε ότι το σπίτι είχε πολλά επίπεδα και εκλεκτικά στοιχεία αρχιτεκτονικής. Ήταν πολυτελέστατη κατασκευή, με τα άσπρα μαρμάρινα περβάζια σε κάθε μεγάλο παράθυρο και μια αλησμόνητη σοφίτα στην κορυφή του. Η σοφίτα έμοιαζε με παρατηρητήριο, αφού είχε τέσσερα παράθυρα, ένα σε κάθε μεριά του κτιρίου και μαρμάρινα αετώματα. Ξαφνικά άκουσε κλάματα και κρότους από αλυσίδες.
Κοντοστάθηκε. Φοβήθηκε. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Αυτό είναι ένα παράξενο σπίτι!» μονολόγησε. Σκέφτηκε να φύγει. Όμως μετά το βλέμμα της έπεσε στο αιμόφυρτο σώμα της και στην ραγδαία δυνατή βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει. «Δεν έχω άλλη επιλογή. Θα χτυπήσω την πόρτα για βοήθεια και ας με λυπηθεί ο Θεός!» σκέφτηκε. Πιάνει το σκουριασμένο, μπρούτζινο ρόπτρο και μόλις το αφήνει μαλακά πάνω στην πόρτα πετάγεται από την σοφίτα ένας καλοντυμένος, ηλικιωμένος κύριος και της φωνάζει: -Φύγε από εδώ! Για το καλό σου! -Μα πού να πάω;! Είχα ένα τροχαίο ατύχημα και είμαι αιμόφυρτη. Βρέχει συνεχώς και δεν υπάρχει άλλο σπίτι εδώ κοντά, του απαντάει εκείνη.
Μετά από λίγο της ανοίγει την βαριά, ξύλινη πόρτα μια χαμογελαστή γυναίκα που δυο μικρά παιδιά της τραβούσαν την μακριά φούστα της. -Έλα κοπέλα μου. Πέρνα μέσα της λέει. -Σας ευχαριστώ πολύ. Μα ο κύριος… -Μην δίνεις σημασία στα λόγια του πρόξενου. Έχει περάσει πολλές δυσκολίες ο άνθρωπος και δεν είναι καλά ψυχολογικά. Έλα να σε βοηθήσω να περιποιηθείς τα τραύματα σου και να ξαπλώσεις και να ξεκουραστείς. Με λένε Ελπίδα και εδώ είναι τα δυο αγοράκια μου. -Ευχαριστώ πολύ, κυρία Ελπίδα. Εμένα με λένε Έλλη.
Μετά από λίγη ώρα η Έλλη βρισκόταν στεγνή, με καθαρά ρούχα και με λίγες γάζες πάνω σε ένα μεγάλο άνετο κρεβάτι με ουρανό. Το δωμάτιο ήταν τεράστιο με παλιά έπιπλα εποχής, ακριβές αντίκες. Το βλέμμα της Έλλης πλανιέται μέσα στο άνετο δωμάτιο και πέφτει ανάμεσα στις δύο βαριές κουρτίνες που υπήρχαν για να καλύπτουν το μεγάλο παράθυρο. Έξω η θύελλα ακόμα συνεχιζόταν και μαστίγωναν με ορμή τους δύο θεόρατους φοίνικες που βρίσκονταν στο κήπο της έπαυλης. «Τελικά η απόφαση να μπω στο σπίτι ήταν σωστή» μονολογεί και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στο πρόσωπό της.

Διαβάστε επίσης  "Ρέκβιεμ Φορ ε Γκρικ Σίνγκερ" από τον Delta Raw

Κεφ.3: Η αλήθεια
Την άλλη μέρα το πρωί, η Έλλη αισθανόταν περίφημα και παραξενεύτηκε ακόμα και η ίδια πως είχε αναρρώσει τόσο γρήγορα. Γι’ αυτό σκόπευε να ευχαριστήσει την Ελπίδα και να φύγει. Καθώς κατέβαινε την σκαλιστή, ξύλινη σκάλα από τον πρώτο όροφο στο ισόγειο παρατήρησε ότι όλο το σπίτι χωριζόταν στα δύο με τοίχους. -Ίσως έτσι διαχωρίζονταν οι χώροι όπου κινούνταν το υπηρετικό προσωπικό από εκείνους της οικογένειας, ψιθύρισε στον εαυτό της για να του δώσει κουράγιο. -Ίσως, όμως, να συμβαίνει και κάτι άλλο, της απάντησε η Ελπίδα, που είχε εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά της.
Η Έλλη τρόμαξε, όμως προσπάθησε να κρύψει το φόβο της και να διατηρήσει την ψυχραιμία της. -Είμαι πολύ καλύτερα τώρα. Σας ευχαριστώ θερμά για την φροντίδα που μου δείξατε και που με δεχτήκατε στο σπίτι σας. Τώρα όμως πρέπει να πηγαίνω γιατί οι δικοί μου άνθρωποι θα ανησυχούν. -Μην προτρέχεις. Πρέπει και εσύ να μας ανταποδώσεις την βοήθεια. Πρώτα όμως θα ακούσεις την ιστορία μου. Η οικογένειά μου και εγώ μέναμε στην Αθήνα. Μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο αποφασίσαμε να έρθουμε στον Βόλο και αγοράσαμε αυτό εδώ το σπίτι. Χρειαζόταν ανακαίνιση, αφού δεν είμασταν οι πρώτοι ιδιοκτήτες. Πριν το είχε κατοικίσει ο πρόξενος και η οικογένειά του και μετά είχε επιταχθεί από την Γκεστάπο. Στις εργασίες ανακαίνισης είχαμε πολλά εργατικά ατυχήματα. Σε αυτά δυστυχώς δεν δώσαμε την πρέπουσα σημασία. Μέσα σε έξι μήνες διαμονής στην έπαυλη η ζωή μας είχε καταστραφεί! Τα δυο παιδιά μου αρρώστησαν και πέθαναν. Εγώ δεν άντεξα και αυτοκτόνησα. Μόνο ο σύζυγος σώθηκε που έφυγε και ξαναγύρισε στην Αθήνα.
Η Έλλη πάγωσε από το φόβο της. Η γυναίκα είναι τρελή, σκέφτηκε. Πως είχε αυτοκτονήσει, αφού είναι εδώ και της μιλάω. Πρέπει γρήγορα και με τρόπο να φύγω από την έπαυλη. -Ό,τι σου μιλάει δεν σημαίνει ότι είναι ζωντανό, της απάντησε η Ελπίδα. Δεν με ενδιαφέρει, όμως να πιστέψεις την ιστορία μου· που αν βγεις από ‘δω μέσα και την ερευνήσεις θα την δεις δημοσιευμένη και θα την ακούσεις ίδια από κάθε ντόπιο κάτοικο. Βάλε το αυτί σου στον μεσότοιχο, σε παρακαλώ. -Δεν θέλω να ασχοληθώ με τίποτα που σχετίζεται με την έπαυλη. Εγώ απλά θέλω να φύγω, απαντάει η Έλλη. -Δεν μπορείς. Πρέπει να ανταποδώσεις την βοήθεια, της λέει θυμωμένα η Ελπίδα.
Η Έλλη σηκώθηκε διστακτικά. Είναι, δεν είναι τρελή, δεν πρέπει να της πάω κόντρα. Ας κάνω αυτό που θέλει, σκέφτηκε. Έβαλε το αυτί της στον μεσότοιχο. Τότε το χρώμα της άλλαξε. Έγινε πιο άσπρο και από του νεκρού. Τα πόδια της έτρεμαν και κρατήθηκε από τον μεσότοιχο για να μην πέσει. Η φωνή της έγινε αχνή και κουρασμένη. -Ακούω γοερά κλάματα και κρότους από αλυσίδες, ψέλλισε. -Είναι οι κρατούμενοι της Γκεστάπο. Το 1941, το κτίριο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς και έγινε το αρχηγείο τους. Τα υπόγεια ήταν χώροι φύλαξης και βασανιστηρίων πατριωτών. Πολλοί βρήκαν βίαιο και άδικο θάνατο. Ιδιαίτερα, όταν υποχωρούσαν οι Γερμανοί, όσους είχαν στα κρατητήρια τους σκότωσαν ξαφνικά και τους έθαψαν επί τόπου! -Εννοείς ότι στο υπόγειο είναι θαμμένοι άνθρωποι…, τραύλισε η Έλλη. -Θαμμένοι άνθρωποι, χωρίς να έχουν κηδευτεί, χωρίς να έχουν αποχαιρετήσει τους στενούς συγγενείς, χωρίς να έχουν καταλάβει το λόγο που πέθαναν, χωρίς καν, μερικοί, να έχουν καταλάβει ότι πέθαναν! Η αδικία και η πίκρα τους πνίγει, γι’ αυτό
στοιχειώσανε το σπίτι. Πρέπει να ξεθαφτούν, να ενημερωθούν οι συγγενείς τους και να κηδευτούν κανονικά. Μόνο έτσι θα ηρεμήσουν. Εδώ θέλω την βοήθειά σου.
Η Έλλη κατέβασε τα μάτια, γιατί δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Όταν σήκωσε το κεφάλι, η Ελπίδα είχε φύγει. Γρήγορα έτρεξε έξω από το σπίτι. Δεν μπορούσε όμως να βγει από την αυλή. Μια αόρατη δύναμη σαν τοίχος την κρατούσε φυλακισμένη μέσα! Ήταν παγιδευμένη! Ήταν φοβισμένη! Ήταν απελπισμένη! Ως αναλαμπή ήρθε στο μυαλό της ο πρόξενος. Ίσως αυτός να την βοηθούσε. Εξάλλου ήταν ο μόνος που την προειδοποίησε. Τρέχει σαν βολίδα στην σοφίτα και του εξιστορεί την κατάσταση. -Εγώ θέλω να σας βοηθήσω, όμως αν δεν βγω έξω δεν μπορώ -Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα απ’ ότι νομίζει. Η οικία που βρίσκεσαι ονομάζεται «Οικία Κοντού», αφού εγώ είμαι ο πρώτος ιδιοκτήτης. Η οικογένεια μου και εγώ δεν είχαμε καλό τέλος σε αυτό το σπίτι. Πεθάναμε από δηλητηριασμένο γάλα του πρωινού, που κάποιος είχε ρίξει ένα σαμιαμίδι μέσα, όπως μαρτυρεί και το ταφικό μνημείο στο παλιό νεκροταφείο του Βόλου. Όμως τότε το σπίτι δεν ήταν στοιχειωμένο. Μετά πολλοί προσπάθησαν να σταματήσουν το κακό, αλλά δυστυχώς ανεπιτυχώς. Ο οδηγός της μπουλντόζας που ερχόταν να γκρεμίσει το σπίτι υπέστη τροχαίο ατύχημα, ενώ ο εργάτης που έσκαβε στον κήπο πέθανε από καρδιακή προσβολή. Οι ιδιοκτήτες είχαν ατυχήματα και αρρώστιες, γι’ αυτό τελικά το χάρισαν στον Δήμο Βόλου, που όμως και αυτός το αφήνει αναξιοποίητο, παρόλο την τεράστια οικονομική του αξία. Η μόνη λύση που έχω βρει είναι να προειδοποιώ τους διερχόμενους για να μην στοιχειώσουν και άλλοι εδώ μέσα! -Δηλαδή εγώ είμαι νεκρή και στοιχειωμένη;! -Ό,τι μιλάει δεν σημαίνει ότι είναι ζωντανό.

Διαβάστε επίσης  "Καριέρα Μετά Θάνατον" της Έμιλυ Γερολατσίτη
Advertising

Advertisements
Ad 14

Πηγή Φωτογραφίας:

http://s.enet.gr/resources/2013-02/25-1–12-thumb-large.jpg

 

Κράτα το

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

μυστικά για πηχτές σούπες

Μυστικά για πηχτές σούπες

Τα μυστικά για πηχτές σούπες ξεκινούν με μια βασική αρχή,
Τι κι αν δεν υπάρχει τίποτα κακό σε εσένα;

Τι κι αν δεν υπάρχει τίποτα κακό σε εσένα;

Τι κι αν δεν υπάρχει τίποτα κακό σε εσένα; Διαφορετικές