Την προσκάλεσα στο δωμάτιό μου. Μόνο ένα σιδερένιο κρεβάτι, ένα ξύλινο τραπέζι και μία καρέκλα. Φάνηκε απογοητευμένη, αλλά η περιέργεια την κράτησε.
-Που να καθίσω; ρώτησε.
-Δεν έχει και πολλά μέρη, της είπα. Κάτσε όπου θες.
Την κοίταξα. Φαινόταν χαμένη. Επιδεικτικά σχεδόν, διάλεξε την καρέκλα. Ακούμπησε την τσάντα της στο τραπέζι.
-Ώστε εδώ μένεις; ρώτησε και η φωνή της σχεδόν είχε σπάσει από την απογοήτευση.
-Ναι, εδώ μένω. Είναι κοντά στην δουλειά μου και είναι φθηνό, απάντησα με ειλικρίνεια.
-Τι δουλειά κάνεις; με ρώτησε, ενώ από τον τόνο της κατάλαβα ότι συμφωνούσε με τον χαρακτηρισμό ως φθηνό.
-Δουλεύω σε μία αποθήκη, της απάντησα. Δεν της έδωσα άλλες λεπτομέρειες, γιατί έβλεπα ότι εάν εξαντλούσαμε γρήγορα τα θέματα της συζήτησης, θα έφευγε. Και όσο ειλικρινής και να είχα αποφασίσει να είμαι, ήθελα να μείνει. Είχα κουραστεί την μοναξιά και την απόρριψη.
-Και τι αποθηκεύετε; Με ρώτησε με έναν τόνο δεικτικό, σαν να έλεγε ότι δεν μπορώ να στα βγάζω με το τσιγκέλι.
-Τις ζωές ανθρώπων, της απάντησα με ύφος χαλαρό. Τις ζωές ανθρώπων, επανέλαβα, σχεδόν στοχαστικά και περίμενα τον αντίλογό της.
-Δηλαδή τι ακριβώς αποθηκεύετε; με ρώτησε πιο έντονα. Τα απομνημονεύματά τους; Τις αυτοβιογραφίες τους;
Χαμογέλασα. Ήταν η πρώτη της κουβέντα που φανέρωνε χιούμορ, παρότι ξεχείλιζε από σαρκασμό.
-Θέλεις κάτι να πιεις; Ή μάλλον, θέλεις λίγο ουίσκι, γιατί είναι το μόνο ποτό που έχω.
Γύρισα και την κοίταξα και είδα το τέλος ενός αναστεναγμού, πριν το καταφατικό γνέψιμο για το ποτό. Γέμισα τα δύο ποτήρια και ακούμπησα το ένα μπροστά της στο τραπέζι.
-Στην υγειά σου λοιπόν, της είπα και περίμενα να την δω τι θα κάνει. Κούνησε ελαφρά το ποτήρι προς το μέρος μου, σαν να απαντούσε στην ευχή και ήπιε το ποτό με 3 μεγάλες γουλιές.
-Τι περιέχουν λοιπόν οι αποθήκες που δουλεύεις; ρώτησε ξανά, με πιο μαλακό τρόπο. Ήθελε την απάντηση με κάθε τρόπο, ή απλώς έπαιζε όπως και εγώ; Γιατί το ποτό δεν μπορεί να είχε αρχίσει να δουλεύει. Μόλις το είχε πιει.
-Ρούχα, έπιπλα, οικιακές συσκευές, μουσικά όργανα, ότι μπορείς να φανταστείς. Νοικοκυριά ολόκληρα. Όλη την ζωή ενός ανθρώπου.
-Δουλεύεις σε ενεχυροδανειστήριο; ρώτησε και η έκπληξη και ο τρόμος αλλοίωσαν την φωνή της.
-Όχι, δεν αγοράζουμε αυτά τα πράγματα. Ούτε δανείζουμε χρήματα. Ενοικιάζουμε τους χώρους, μέχρι να βρουν οι άνθρωποι ένα νέο σπίτι που να χωράει τα πράγματά τους.
Ανασηκώθηκε και νόμιζα ότι θα έφευγε.
-Μην φύγεις σε παρακαλώ, ξεστόμισα, την ίδια ακριβώς στιγμή που καταλάβαινα ότι είχε μόνο ανασηκωθεί για να φτιάξει το φόρεμά της.
Με κοίταξε περίεργα, σχεδόν ειρωνικά.
-Τι έχεις στο νου σου; μου είπε.
-Είναι 2 το πρωί και εσύ είσαι στο δωμάτιό μου. Και δεν είσαι καν δεμένη, πρόσθεσα σε μία απελπισμένη προσπάθεια να κάνω χιούμορ για να καλύψω το προηγούμενο λάθος μου.
-Δηλαδή; είπε με μία υποψία χαμόγελου.
Είχε την πρόθεση να με κάνει να ομολογήσω επακριβώς τι θέλω. Εγώ από την άλλη έχω μία αξιοπρέπεια να συντηρήσω. Και την ιδέα ότι μπορώ να το κάνω με χιούμορ.
-Τα ταξί είναι ακριβά μετά τις 12 και εάν μένεις μακριά θα πληρώσεις ένα μεροκάματο. Μπορείς να κοιμηθείς εδώ εάν θέλεις. Αύριο είναι Σάββατο, θα έχει και λεωφορείο.
-Και εσύ που θα κοιμηθείς; ρώτησε με το χαμόγελο να πλαταίνει περισσότερο.
-Έχω ένα ποτό και ένα βιβλίο να τελειώσω και το πρωί δεν είναι μακριά. Θα βγω βόλτα να φέρω πρωινό. Τι θα ήθελες;
Δεν απάντησε αμέσως. Δεν νομίζω ότι σκεφτόταν τι πρωινό ήθελε. Μάλλον έψαχνε μία απάντηση για να συνεχίσει την συζήτηση πριν εκτροχιαστεί και βρεθεί στο επόμενο πρωί και το πρωινό.
-Μπορώ να έχω ένα ακόμη ποτό; ρώτησε σιγανά.
Πλησίασα και της έβαλα ακόμη ένα ποτό.
-Πως σε λένε; την ρώτησα.
-Ευφρόσυνη, εσένα;
-Βασίλη. Είναι το αληθινό σου όνομα το Ευφροσύνη;
Συνοφρυώθηκε στιγμιαία και μετά σα να κατάλαβε τι εννοούσα γέλασε.
-Ναι, έτσι με βάπτισαν. Και τυχαίνει να μου αρέσει κιόλας. Εσένα είναι το αληθινό;
-Ξέρεις που μένω, οπότε δεν έχω λόγο να σου πω ψέματα. Βεβαίως θα μπορούσα να σου πω ότι αυτή είναι η προσωρινή κατοικία μου μέχρι να ανακαινιστεί η βίλα μου, αλλά αυτό θα ήταν ψέμα. Την ανακαίνιση την έκανα πέρυσι. Φέτος κάνω απεντόμωση.
Γέλασε με ένα γάργαρο γέλιο και φάνηκε να χαλαρώνει. Ίσως επειδή η συζήτηση έφυγε από το επικίνδυνο σημείο του πρωινού, ίσως γιατί το ποτό είχε αρχίσει να επιδρά πάνω της.
-Α, μάλιστα. Και πού είναι η βίλα σου λοιπόν;
Την κοίταξα κατάματα και μετά γέμισα και το δικό μου ποτήρι, προσπαθώντας να δώσω στον εαυτό μου τον χρόνο να βρει μια έξυπνη απάντηση.
-Όπου είναι και το καπέλο μου. Και πρέπει να ομολογήσω ότι έχω να το δω πολύ καιρό. Εσένα που είναι η βίλα σου;
-Δεν είπα ότι μένω σε βίλα. Μένω σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο. Δυάρι, εξ ημίσειας με την κολλητή μου και με θέα τον λόφο του Στρέφη.
-Και πως βρέθηκες εδώ πέρα;
-Ήμουν σε έναν γάμο φίλου, δεν φαίνεται από το φόρεμα;
-Ναι, μου έκανε εντύπωση. Και τελείωσε τόσο νωρίς;
-Όχι, εγώ άρχισα να μην αισθάνομαι καλά με την παρέα και για να μην τους χαλάσω το κέφι έφυγα. Περίμενα για ώρα κάποιο ταξί ή λεωφορείο και μετά έπρεπε να επισκεφθώ την τουαλέτα. Μπήκα στο μαγαζί που καθόσουν και ο μαγαζάτορας μου είπε ότι η τουαλέτα είναι μόνο για πελάτες.
-Εσύ με τι ασχολείσαι; ρώτησα κοιτώντας την μέσα από το άδειο μου ποτήρι.
-Πηγαίνω σε γάμους φίλων τα τελευταία χρόνια. Και μετά στις βαπτίσεις των παιδιών που κάνουν οι φίλοι. Σε μερικές περιπτώσεις παρηγορώ τις φίλες που χωρίζουν. Τέλος πηγαίνω σε κηδείες συγγενών και μερικές φορές φίλων.
Ο ειρωνικός τόνος στην φωνή της μάλλον δεν ήταν για να καλύψει το γεγονός ότι ουσιαστικά δεν μου απάντησε, αλλά για να κρύψει την πικρία της. Κάτι είχε να κρύψει και δεν το έκρυβε καλά. Κάτι ήθελε να πει, αλλά χωρίς να το ξεστομίσει, να το παραδεχτεί με λόγια.
-Μήπως πεινάς; της είπα.
-Μην μου πεις ότι έχεις κανένα σάντουιτς κάτω από το μαξιλάρι!
-Όχι, αλλά εάν θέλεις σάντουιτς έχει στο αυτόματο μηχάνημα στην είσοδο. Πόσα θέλεις;1-2;
-Ένα μου φαίνεται ότι αρκεί, μου είπε.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι και άνοιξα την πόρτα. Ο διάδρομος έξω ήταν κακοφωτισμένος, από μία λάμπα φθορίου που τρεμόπαιζε.
-Που πάω και μπλέκω, σκέφτηκα, έκλεισα την πόρτα και με αργά βήματα πήγα έως το μηχάνημα.
Επέστρεψα δέκα λεπτά αργότερα, γιατί συνάντησα τον ιδιοκτήτη στην είσοδο και μου έπιασε την κουβέντα για το πόσο σημαντικό είναι να κλειδώνουμε την κεντρική πόρτα, μετά τις 12. Τι να του πω, ότι δεν με ενδιαφέρει γιατί δεν έχω τίποτε να μου κλέψουν; Του είχα καθυστερήσει στο παρελθόν μια – δυο φορές το ενοίκιο και ίσως να ξαναγινόταν στο μέλλον. Οπότε κάθισα ήσυχα και τον άκουσα να επαναλαμβάνει 4 φορές τα ίδια πράγματα και μάλιστα με τις ίδιες ακριβώς λέξεις.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο δεν την είδα. Βεβαίως δεν μου πήρε πολύ χρόνο να την εντοπίσω. Τα παπούτσια της ήταν στην άκρη του κρεβατιού, τακτικά βαλμένα το ένα δίπλα στο άλλο, και το κεφάλι της ήταν το μόνο που ξεχώριζε κάτω από τα σκεπάσματα. Έψαξα να βρω το φόρεμά της, αλλά δεν το είδα πουθενά.
-Βέβαια, σκέφτηκα, βρήκε την ευκαιρία να ξαπλώσει στο κρεβάτι μου, αλλά ντυμένη και κουκουλωμένη. Δεν πειράζει όμως. Ακόμη και έτσι είναι μία παρέα. Είναι μία ευθύνη.
Άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω. Γύριζα τακτικά και κοίταζα τα μαλλιά της, ειδικά όταν στριφογύριζε. Μερικές φορές κοίταξα και τα παπούτσια της, σαν να περίμενα να μου δώσουν απαντήσεις και πληροφορίες για την κοπέλα στο κρεβάτι μου. Ωραία ακουγόταν αυτό. “Η κοπέλα στο κρεβάτι μου”. Άκρως γαργαλιστικό και εξίσου ψεύτικο. Όπως το “κοιμόμαστε μαζί”. Εάν το μόνο που κάνουν οι άνθρωποι που λένε ότι “κοιμούνται μαζί” είναι ο ύπνος, τότε μάλλον δεν θα είχαν λόγο να το αναφέρουν. Εξάλλου τι το ενδιαφέρον έχει το να κοιμάσαι; Θα μπορούσα να ψάξω την τσάντα της. Έστεκε εκεί στο κάτω μέρος του κρεβατιού, όρθια και παχουλή, σαν σάκος εκστρατείας , γεμάτη πράγματα που η περίπτωση να τα χρειαστείς και να τα χρησιμοποιήσεις αγγίζει το μηδέν, όπως όλες οι γυναικείες τσάντες. Ξεφύσησα και σηκώθηκα να ανοίξω το παράθυρο, για λίγο καθαρό αέρα. Κοίταξα το ρολόι μου. 4 το πρωί. Περνάει ο χρόνος και εγώ περιμένω να συμβεί κάτι από μόνο του, σαν να ήμουν ο τυχερότερος άνθρωπος του κόσμου. Αναρωτήθηκα πότε στάθηκα τυχερός τελευταία φορά. Αυτό από μόνο του αποτελεί απόδειξη του πόσο άτυχος και ανόητος είμαι. Να θεωρώ τύχη το να “κοιμηθώ” με μία γυναίκα. Αλλά το ήθελα αρκετά; Άραγε τι είναι η τύχη, όταν δεν ξέρεις ακριβώς τι θέλεις; Τύχη είναι να ξέρεις τι επιθυμείς και να το αποκτάς. Όχι γρήγορα ή εύκολα, αλλά σε τέτοιο χρόνο και με κόπο που να δίνει νόημα και αξία τόσο στην απόκτηση όσο και στην επιθυμία. Οπότε με αυτά τα δεδομένα, ποτέ δεν ήμουν τυχερός. Να μία σκέψη για το ημερολόγιό μου, σκέφτηκα, και απαλά σήκωσα την κουβέρτα στο κάτω μέρος το κρεβατιού για να πάρω το ημερολόγιό μου, που φυλάω κάτω από το κρεβάτι. Η τσάντα της γλίστρησε, έπεσε με έναν μαλακό γδούπο στο πάτωμα και άνοιξε. Από μέσα ξεχύθηκε το φόρεμα που ήταν προσεκτικά διπλωμένο για να χωράει στην τσάντα.