Ο Μανώλης ήρθε σπίτι μου κατά τις εννέα. Έμοιαζε πεινασμένος αλλά δεν είχα τίποτα να τον κεράσω παρά κάτι παρατημένες κονσέρβες τόνου και μακαρόνια.
«Τι έγινε δεν έφαγες τίποτα στο δρόμο;» τον ρώτησα.
«Έχουνε πάει δυομιση ευρώ τα πιτόγυρα!»
«Ας έπαιρνες φαλάφελ» του αντιγύρισα και πέταξα στη χύτρα τα μακαρόνια ξέροντας ότι ήταν μάταιος ο διάλογος. Ο Μανώλης, όπως και εγώ παλιότερα, δε θα καταδεχόταν ποτέ να φάει φαλάφελ. Το πρόβλημα δεν ήταν με το φαγητό που μια χαρά νόστιμό και φθηνό ήταν και επιπλέον το πουλάγανε κάτι φουκαράδες μετανάστες επομένως η αγορά του ήταν ένα άτυπο είδος αλληλεγγύης και αλληλοκατανόησης, όσο το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα είχε καθιερωθεί ως το φαγητό των χορτοφάγων, αντιπαραθετικά στο δικό μας σουβλάκι. Οι χορτοφάγοι δε στις μέρες μας και δε στα Εξάρχεια δεν είναι πλέον εκείνο το άκακο είδος ανθρώπων που κλαίγονται για τα καημένα τα ζωάκια, όπως ήταν παλιότερα. Αντιθέτως το έχουν προχωρήσει πολύ το πράγμα, από το κλάμμα πέρασαν στην οργανωμένη δράση και τσουπ! Η μισή αθήνα έχει γεμίσει συνθήματα ενάντια στα φάρμακα, ενάντια στο κρέας, ενάντια στη βιομηχανία, ενάντια στα σπίτια, ενάντια στον πολιτισμό κλπ. Έτσι περπατάς εσύ στην Πατησίων με τα χέρια τσέπες αγχωμένος αν θα προλάβεις την πιάτσα λαθραίων τσιγάρων στην Στουρνάρη ανοιχτή μπας και αγοράσεις κανά πακέτο με 1,5ευρώ και στο μεταξύ τρως στη μάπα και ένα σύνθημα υπέρ της καταστροφής του πολιτισμού και της βιομηχανίας για να γουστάρεις. Ε, που να φας φαλάφελ μετά; Γάμησε το, πιάσε ένα γύρο χοιρινό με πατάτες μπας και πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Έβαλα δυο μερίδες μακαρόνια με τόνο σε δυο πλαστικά πιάτα με πλαστικά πιρούνια και πλαστικά μαχαίρια, έδωσα το ένα στον Μανώλη και αράξαμε.
«Έλα πες το τι έγινε»
«Είναι αυτό το καθήκι»
«Ποιό απ’ όλα;» (ήξερα πολλά)
«Ο Νίκος»
Ο Νίκος ήταν ο γκόμενος του δυο χρόνια τώρα, ο Νίκος ήταν ένας βολεμένος χαζογκόμενος του κερατά, αλλα επειδή ο Μανώλης ήταν ένας ξεβολεμένος πρεζάκιας του κερατά μεν, όμως έξυπνος δε, ο Νίκος στην πορεία έκανε κάποια βήματα, έτσι γίνεται συνήθως με τις περισσότερες σχέσεις.
«Τι σου κανε πάλι;» ρώτησα. Δεν άκουγα άλλωστε πρώτη φορά παράπονα για το Νίκο στις εφτακόσιες κάτι μέρες της σχέσης τους, πρέπει να ήταν η εκατοστή φορά, κάπου ένα παράπονο τη βδομάδα.
«Είχαμε πάει να δούμε το Ρωμαίος και Ιουλιέτα χθες σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη αλλά δεν έβρισκα το θέατρο και φυσικά δεν έφτασα στην ώρα μου. Στο μεταξύ, επειδή είχε πάρα πολύ κόσμο, αγχώθηκα, και κάθισα απ’ έξω μέχρι να ηρεμίσω. Τον πήρα πάνω από δέκα τηλέφωνα να του πω οτι θα αργήσω, δεν το σήκωσε και δε μου τηλεφώνησε ποτέ. Τελικά όταν τέλειωσε η παράσταση ήρθε και με βρήκε»
Έφαγα μια μπουκιά απ’ τον τόνο, τι θλιβερό ψάρι, η μιζέρια με νερό σερβιρισμένη στο πιάτο σας, πάλι καλά που έχει αρκετή πρωτεΐνη.
«Μετά τον ρώτησα γιατί δεν με πήρε τηλέφωνο, μου είπε για να μην ενοχλήσει τους ηθοποιούς και χαλάσει την παράσταση» συνέχισε ο φίλος μου.
«Αυτό έχει μια λογική ρε Μανώλη» είπα συγκαταβατικά
«Σκατά λογική έχει, τον βρωμομπάσταρδο θα του γαμήσω την παναγία όταν τον ξαναδώ» είπε ο φίλος μου και πέταξε το πιάτο με τον τόνο κάτω, είκοσι γραμμάρια πρωτεΐνης χαμένα για ένα κακομαθημένο και μια θεατρική παράσταση! Δεν έδωσα άλλη σημασία όμως.
«Τι κάνατε έπειτα;» ρώτησα.
«Του είπα να πάμε σπίτι του να κοιμηθούμε γιατί ήμουν πτώμα, μου είπε ότι δεν με αντέχει και να πάω στο δικό μου, αρνήθηκα, μου είπε ότι θα φωνάξει την αστυνομία αν δεν φύγω. Έτσι και εγώ του απάντησα…», είπε ο Μανώλης σοβαρά-σοβαρά, «…Ότι μέχρι να έρθει η αστυνομία θα τον σαπίσω στο ξύλο γιατί είμαι ψυχοπαθής και πιο δυνατός από αυτόν και μπορώ να τον κάνω ότι θέλω».
Το σκέφτηκα λίγο πριν μιλήσω για να μην πω καμιά μαλακία.
«Αυτό που μ’αρέσει σε εσάς τους γκέι Μανώλη είναι πως δεν έχετε να κάνετε με γυναίκες και λύνετε αντρίκια τα προβλήματα σας, έχεις θέμα πχ με ένα γκόμενο σου, παραδέχεσαι ανοιχτά ότι είσαι ψυχοπαθής και υπέρ της βίας και τον σαπίζεις στο ξύλο, αν έκανα εγώ το ίδιο σε κοπέλα…»
«Αν έκανες εσύ το ίδιο σε κοπέλα θα σε τιμωρούσαν για επίθεση σε ανήλικο»
Ξαναέβαλα μια μπουκιά απ’ τον τόνο στο στόμα μου, καλύτερα να μασάς παρά να μιλάς.
«Τέλος πάντων» συνέχισε ο Μανώλης «Δεν ξέρω αν η απειλή μου έφερε αποτέλεσμα πάντως ξεκινήσαμε για το σπίτι του, η αλήθεια είναι ότι δε μου μίλαγε πολύ στο δρόμο, αλλά τουλάχιστον εξασφάλισα ότι δε θα γύριζα σε αυτό το σκατόσπιτο που μένω. Φτάνουμε τέλος πάντων και αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε, και εκεί ρε φίλε…»
«Τι;»
«Άρχισε να μου λέει ότι εγώ φταίω που δεν έχω λεφτά και αν έβρισκα μια δουλειά θα είχα και να παρατήσω την τέχνη…»
«Κοινώς να γίνεις φυσιολογικός άνθρωπος».
«ΝΑΙ!» ούρλιαξε ο Μανώλης και κοπάνησε το χέρι του στο γραφείο μου, κάτι μέσα μου πέθανε λίγο, όμως το θέμα με ενδιέφερε.
«Του εξήγησες ότι είναι αργά για ανθρώπους σαν εμάς να πετύχουν τέτοια πράγματα ρε Μάνο μου;»
«Ε ναι, του είπα ότι δεν ειναι κακό να είσαι μικροαστός με καλή δουλειά κλπ αλλά είναι θέμα τύχης την οποία δεν μπορείς να απαιτείς να έχουν όλοι, και αυτός μου απάντησε ότι δεν είναι καθόλου τύχη, ότι γαμιέται στη δουλειά και ότι και για το τελευταίο ευρώ προσπαθεί σκληρά», «Μετά» ο Μανώλης κοίταξε για λίγο το πάτωμα μελαγχολικά «Με είπε σεξιστή»
«Α και μένα με λένε συνέχεια, εσένα γιατί;»
«Ε επειδή του είπα ότι αν ήταν να πεθάνει μια γυναίκα ή ένα όμορφο αγόρι θα προτιμούσα να πεθάνει μια γυναίκα»
«Α εμένα με λένε επειδή θεωρώ τις γυναίκες καθάρματα»
«Ρε μαλάκα…»
«Καλά σκάω, όχι εντάξει κοίτα να δεις, απλά του είπες ότι θα προτιμούσες να σώσεις αυτόν που έχεις ερωτικό ενδιαφέρον απέναντι του, δεν είναι τραγικό, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι σα να βλέπεις καθαρά σαν αντικείμενο χρήσης τη ζωή του άλλου έτσι;»
«Ναι αλλά δεν ήθελα να το συζητήσω εκείνη την ώρα ρε φίλε…»
«Το καταλαβαίνω» του είπα καθησυχαστικά. «Κοιμηθήκατε;»
«Του είπα πρώτα ότι θα σκότωνα οποιονδήποτε αθώο αν εξασφάλιζα έτσι λεφτά για την υπόλοιπη ζωή μου με είπε τέρας, καθήκι, απαίσιο κτήνος και άλλα τέτοια, πήρα εφτά ζάναξ και μετά κοιμήθηκα»
«Μάνο… αν είναι δυνατόν»
«Εντάξει… είμαι απαράδεχτος το ξέρω»
«Όταν θα τελειώσει ο μήνας και δε θα έχεις τι θα κάνουμε; Από μένα θα ζητιανεύεις;»
Ο Μάνος δεν απάντησε. Φυσικά και θα έπαιρνε από μένα. Γαμημένοι πρεζάκηδες δεν μπορείς να κάνεις ούτε μία σωστή δουλειά με δαύτους. Κρίμα που είμαστε όλοι στο όριο να γίνουμε σαν και αυτούς άρα πρέπει να είμαστε πάντα σε επιφυλακή και να τα έχουμε καλά και με αυτή την πλευρά της πόλης. Όσο για τη δολοφονία ενός αθώου για τα λεφτά δε δίνω δεκάρα πλέον. Τουλάχιστον αυτό βγάζει κάποιο νόημα. Όσοι υποτίθεται πως δουλεύουν για την επανάσταση σκοτώνουν καθημερινά πολύ περισσότερο κόσμο ψυχικά και μάλιστα χωρίς να βγάλουν ούτε ένα ευρώ, απλά έτσι, για την πρώτη άκυρη κάβλα ή ψυχοπάθεια που έχουν στο μυαλό τους. Τα λεφτά όμως είναι κάτι χρήσιμο. Στόχος μου είναι να μαζέψω αρκετά από αυτά, να βάλω σε ένα κλουβάκι τη γάτα μου και να φύγω μακριά από όλους τους με πεντακόσια γραμμάρια κόκας στην βαλίτσα. Μακριά από κομμουνιστές, αφεντικά, αναρχικούς, νεκρούς τραγουδιστές, γκόμενες, γονείς, πανεπιστήμια, στέκια, καφετέριες, κλαμπ και ψαροταβέρνες. Όχι. Τα χω ξεκάθαρα στο μυαλό μου κυρίες και κύριοι. Με ενδιαφέρουν μόνο οι γάτες, οι άσπρες γραμμές και κυρίως οι γραμμές των ποιημάτων στο χαρτί, όλα τα υπόλοιπα είναι μια θλιβερή απογοήτευση και να πάνε να γαμηθούν, get away or die trying.
«Όχι ρε θα τα βολέψω αλλιώς» είπε ο Μάνος.
«Κι αφού ξύπνησατε τα βρήκατε ε;» τον ρώτησα
«Μπα» μου είπε «Του ζήτησα κάτι να φάω, μου δωσε λίγο ψωμί και μετά με έκραξε επειδή έφαγα πάρα πολύ, του είπα να πάμε να του πάρω άλλο, όμως δεν ήθελε, ήθελε να πάμε για τζόκινγκ, αλλά εγώ ήμουν ζαβλακωμένος ακόμα από τα ζάναξ και δεν την πάλευα καθόλου και έτσι άρχισε να μου φωνάζει ότι είμαι πρεζάκιας, ε δεν άντεξα, του είπα ότι είναι μικροαστός και τον βάρεσα, του έριξα μια γερή μπουνιά στη μούρη και άρχισα να του ουρλιάζω “Ψόφα παλιοπούστη!” και τέτοια.»
«Και ομοφοβικός λοιπόν!»
«Ναι, τελικά του έριξα μια γερή κλωτσιά στα πλευρά, πήρα τη ζακέτα μου και έφυγα».
«Άρα χωρίσατε;»
«Μπα… δε θέλω να χωρίσουμε»
«Καταλαβαίνω»
«Μήπως έχεις να μου δώσεις πενήντα λεπτά να του πάρω ένα ψωμί; Ξέρεις τι μαλάκας είναι»
«Ναι ρε Μανώλη» είπα και του έδωσα 50 λεπτά
«Και ένα ευρώ ακόμα για μια σοκολάτα;» Με παρακάλεσε ο φίλος μου.
Χαμογέλασα. Πρέπει να στηρίζεις πάντα τον έρωτα σε αυτή την πόλη. Είτε είναι έρωτας για κάποιον άνθρωπο, είτε είναι έρωτας για την πρέζα, άλλωστε το ένα μετατρέπεται συχνά στο άλλο έτσι όπως κυλάνε οι ζωές εδω πέρα. Του έδωσα ένα ευρώ.
Κι ο Μανώλης έφτιαξε μια τζιβάνα απ’ το κουτί των Ζάναξ του και έστριψε ένα μπάφο. Τον ήπιαμε. Έπειτα έφυγε, είχε να προλάβει το μετρό και εγώ κάθησα να τελειώσω τον τόνο μου. Είχα ακόμα, όπως το υπολόγιζα, περίπου δώδεκα γραμμάρια πρωτεΐνης.
Πηγές εικόνας:
http://www.mystudentkitchen.com/wp-content/uploads/2012/11/tuna-tin.jpg
http://www.mystudentkitchen.com/spicy-tuna-and-spinach-rice/