“ΣΤΟ ΝΤΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ ” της Αγγελικής Βαρδαμάσκου

Κοίταξε τις πολυκατοικίες που αγκάλιαζαν γύρω -γύρω το πάρκο. Ανέβαιναν από τη μια πλευρά και ύστερα πάλι, κατέβαιναν την πλαγιά, από την άλλη. Έμοιαζαν με εκείνες τις φαρδιές, φανταχτερές κορδέλες που τυλίγουμε γύρω -γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Όχι στο ίδιο ύψος αλλά βαθμιδωτά, σα σκάλα. Και τα φωτάκια του δέντρου, κρυμμένα, πίσω από την «σκάλα». Έτσι και εδώ: τα παράθυρα των διαμερισμάτων έμοιαζαν να επιτηρούν το πάρκο και οι κίτρινες λάμπες των δρόμων έσταζαν έναν ασθενικό φωτισμό, οριακά αρκετό για την ασφαλή διέλευση ενός διαβάτη. Τριάντα χρόνια πριν, τίποτε δε θύμιζε χριστουγεννιάτικο δέντρο, παρά μάλλον ένα έλατο, που το πέταξαν στα σκουπίδια την επαύριο τ΄ Αι- Γιαννιού. Κρανίου τόπος ήταν, άντρο μηχανόβιων για κόντρες. Χωματόδρομοι, ασθενική βλάστηση και σκοτάδι το βράδυ. Μετά, κτίστηκε ένα σχολείο. Μετά, ο δήμος βρήκε χρηματοδότηση από την ΕΟΚ (είδες η ΕΟΚ;) και έφτιαξε δρόμο, παρτέρια, χώρους αναψυχής, μέχρι πολιτιστικό κέντρο! Ανάσανε ο κοσμάκης, ο στριμωγμένος στο σκληρό μπετό της αντιπαροχής του ΄60 και του ΄70. Βρήκε ένα μέρος να παίρνει τον αέρα του. Μοσχοπουλήθηκαν τα διαμπερή με πυλωτή και μπαλκόνια με θέα. Η λαϊκή περιφερειακή προσφυγογειτονιά έγινε ξαφνικά αντικείμενο πόθου για μικρομεσαίους που, έχοντας ανεβεί κανά δυο σκαλοπάτια στην κοινωνικοοικονομική ιεραρχία, αναζητούσαν μια βελτιωμένη έκδοση του παλιού δυαριού, αυτού με τα μωσαϊκά και τα αλουμινένια κουφώματα, που όταν παντρεύτηκαν έμοιαζε ιδανικό αλλά πλέον ήταν ξεπερασμένο. Το νταμάρι, λοιπόν, που μεταλλάχθηκε σε χώρο αναψυχής και πολιτιστικό κέντρο του δήμου στη μαγική δεκαετία του ΄90. αποτέλεσε τον σύνδεσμό του μ΄ αυτή τη γειτονιά. Γιατί, γειτονιά του, δεν ήτανε. Αυτός είχε γεννηθεί στην άλλη πλευρά της πόλης: «την καλή». Κοντά στη θάλασσα, που με την απλωσιά της, σου έφτιαχνε τη διάθεση, σε ταξίδευε. Και το κέντρο ; ένα τσιγάρο δρόμος. Άσε που δεν κατέβαιναν στο κέντρο. Ποιός ο λόγος; Από όλα είχε η περιοχή τους. Σινεμά α΄ προβολής είχε, καφετέριες είχε, φροντιστήρια,.. ΝΤΙΣΚΟ! Για την «άλλη πλευρά», ούτε λόγος! Απλά, δεν υπήρχε. Εκεί, να φανταστείς, υπήρχαν ακόμη άτομα που άκουγαν Καζαντζίδη, στην εποχή των Led Zeppelin! Τα περί «άλλης πλευράς», εξ αποστάσεως τα γνώριζε ο Τάσος. Από συναδέλφους του μπαμπά του στη ΔΕΗ. Και αυτός μπαμπά εργάτη είχε αλλά, στη δική του πλευρά της πόλης, «λαός και Κολωνάκι» δε ξεχώριζαν. Οι πιο οικονομημένοι απέφευγαν συνήθως να αναφέρονται στην ταπεινή καταγωγή τους, χωρίς να την αρνούνται κιόλας και οι πιο φτωχοί δεν είχαν κόμπλεξ. Γενικά, επικρατούσε μια ταξική συναίνεση. Μόνο εκεί γύρω στα μέσα της β΄ λυκείου, άρχισε ο Τάσος να συνειδητοποιεί την απόστασή που τον χώριζε από κάποιους συμμαθητές. Ήταν όταν άρχισαν οι καφέδες και οι βραδινές έξοδοι το Σάββατο. Η τσέπη του Τάσου (ή μάλλον του μπαμπά του) δε σήκωνε να ακολουθεί συνεχώς τους άλλους της παρέας και όλο και έψαχνε δικαιολογίες να το αποφύγει. Η είσοδος στο πανεπιστήμιο σήμαινε τη μετατόπιση της ζωής του προς το κέντρο της πόλης και τη σταδιακή , όσο και φυσιολογική, διάλυση της παρέας του σχολείου. Έτσι ήταν: πλέον, είχε περισσότερα κοινά με τους συμφοιτητές του παρά με τους φίλους των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Γνωστά αυτά και κανόνας για όλους, όσους ανοίγουν τα φτερά να πετάξουν προς το μαγικό νησί που λέγεται “ενήλικη ζωή”. Κρατάς τις εικόνες, τους ήχους, τις μυρωδιές, τα βάζεις σε ένα κουτί και γράφεις απέξω “εφηβεία- αρχείο”. Σε πιο ράφι της μνήμης θα τοποθετηθεί, εξαρτάται από τον καθένα. Ο Τάσος, ας πούμε, το έβαλε σε μεσαίο ράφι και που και που το άνοιγε. Ένα τηλέφωνο, μια κάρτα, ένας τυχαίος καφές, αν συναντιόνταν με κανέναν παλιό συμμαθητή στο κυλικείο της σχολής.
Στο Μαθηματικό είχε περάσει ο Τάσος. Όνειρο ζωής να μακροβουτήξει στον μαγικό και απύθμενο ωκεανό των αριθμών. Πετάρισε η καρδιά στα στήθια του όταν άκουσε στο ραδιόφωνο τις βάσεις. Βούρκωσε την πρώτη μέρα που πέρασε το κατώφλι της Σχολής και ας ήταν σκέτο σκουπιδαριό, με τα πανό, τις αφίσες κολλημένες τη μια πάνω στην άλλη και τα τραπέζια των διαφόρων κομματικών νεολαιών αραδιασμένα γύρω- γύρω: «τι με νοιάζει; εγώ να σπουδάσω ήρθα». Και σπούδασε. Και εκτός από τον απύθμενο ωκεανό των αριθμών ανακάλυψε και τη μυστική θάλασσα των υπολογιστών. Καινούργια, αχαρτογράφητη. Μαγεύτηκε από την ομορφιά και τα κρυμμένα της μυστικά και αγκυροβόλησε. Όχι μόνο ακολούθησε την σχετική, νεόκοπη, κατεύθυνση πληροφορικής στο μαθηματικό αλλά παρακολούθησε και διάφορα σεμινάρια και μαθήματα σε ιδιωτικές σχολές. Τα οποία βέβαια χρυσοπλήρωνε με τα ιδιαίτερα που έκανε το χειμώνα και τα «greek salad and mousakas» που σερβίριζε στους τουρίστες τα καλοκαίρια. Αυτή η εξειδίκευση στους υπολογιστές ήταν που τον έφερε στην “άλλη πλευρά”. Το ενδιαφέρον του κόσμου για τους υπολογιστές αυξάνονταν συνεχώς. Πρωτοπόρος ο δήμαρχος της πάλαι ποτέ προσφυγογειτονιάς, ξεκίνησε από τους πρώτους προγράμματα «Λαϊκής Επιμόρφωσης». Την ίδια εποχή ο Τάσος μόλις είχε επιστρέψει από το στρατό και δούλευε σε ένα φροντιστήριο στο κέντρο. Ο Αργύρης, ο ιδιοκτήτης του φροντιστηρίου, ήταν που τον ξεσήκωσε: «Έχει και ένσημα και θα χωθείς και στους υπολογιστές, που είσαι αστέρι. Δεν είσαι να χαραμίζεσαι με την ευκλείδεια γεωμετρία, εσύ». -και πώς θα πηγαίνω, ρε Αργύρη στου διαβόλου τη μάνα; Θυμάσαι που μένω; Με δύο λεωφορεία πήγαινε ο Τάσος. Όλη την πόλη διέσχιζε και το μάτι στο ρολόι, μη χάσει τα δρομολόγια. Αλλά του άρεσε. Οι ” μαθητές” του, φοιτητές και νέοι επιστήμονες στην πλειοψηφία τους, διψούσαν να μάθουν. Στον περιφερειακό δήμο της «άλλης πλευράς», ο Τάσος βρήκε ανθρώπους με όραμα και διάθεση να δημιουργήσουν. Ο κόσμος ήταν φιλικός, αίσθηση γειτονιάς. Ο Τάσος αναθεώρησε πολλές από τις απόψεις του. Ε, δεν ήταν και τόσο μεγάλες οι διαφορές των ανθρώπων, τελικά. Στην αρχή τα μαθήματα γινότανε σε μια αίθουσα του δημαρχείου. Στην μέση της δεύτερης χρονιάς, ολοκληρώθηκε πια και το Πολιτιστικό στο νταμάρι και μεταφέρθηκαν εκεί. Ο εξοπλισμός, οι αίθουσες, το κτίριο, άψογα. Αλλά το νταμάρι απ΄ έξω, νταμάρι. Χωματόδρομος που το χειμώνα σ΄ έκανε να θέλεις να βγάλεις φτερά να πετάς πάνω από τη λάσπη, χόρτα που την άνοιξη ανέβαιναν στο Θεό και μόλις πλάκωναν οι ζέστες μεταμορφώνονταν σε λημέρι κουνουπιών, ελλιπής φωτισμός και πεντακόσια μέτρα ανελέητης ανηφόρας από τη στάση του λεωφορείου μέχρι το Πολιτιστικό. Ωστόσο, κανένα πρόβλημα δεν είναι άλυτο για έναν μαθηματικό (όπως ο Τάσος) και έναν μηχανικό (όπως ο δήμαρχος). Ο Τάσος, έλυσε το πρόβλημα της μετακίνησης με ένα μαύρο μεταχειρισμένο φιατάκι. Τα του…νταμαριού τα ανέλαβε ο δήμαρχος και τα «πακέτα Ντελόρ»: Σταδιακά. το νταμάρι άρχισε να μεταμορφώνεται σε ένα όμορφο χώρο αναψυχής. Πλέον, όταν αναφέρονταν σε αυτό, δεν έλεγαν «το νταμάρι» αλλά το πάρκο «τάδε» από το όνομα ενός εξέχοντα καλλιτέχνη, που ξεκίνησε από αυτή την ίδια προσφυγογειτονιά. Εκδηλώσεις κάθε είδους φιλοξενήθηκαν στο θέατρο του Πολιτιστικού. Αθλητικοί αγώνες στο κλειστό γυμναστήριο του Λυκείου. Καλοκαιρινά φεστιβάλ, φιλανθρωπικά παζάρια. Ο Τάσος ήταν μέσα σε όλα και τα απολάμβανε. Αλλά πιο πολύ απολάμβανε το πράσινο. Τα δέντρα. Τα λουλούδια που φυτεύονταν την άνοιξη, το αγιόκλημα που θέριεψε με τα χρόνια και αγκάλιασε τα κλιμακωτά παρτέρια. Μοσχοβολούσε ο τόπος το βραδάκι που τέλειωνε το μάθημα.
Ένα τέτοιο βράδυ ήταν και όταν έφυγε η Στέλλα του. Ένα δροσερό μαγιάτικο βράδυ μετά από μια πυρωμένη μέρα. Λες και ο ήλιος έστελνε καυτές ακτίνες σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ξαναζεστάνει το παγωμένο κορμί της, να ανοίξει τα μεγάλα φωτεινά μάτια της. Αυτά τα μάτια τον είχαν κρατήσει στην” άλλη πλευρά”. Παιδί της Γερμανίας η Στελλίτσα, γύρισε στην πατρίδα για να σπουδάσει νηπιαγωγός. Στο Πολιτιστικό πήγε για να μάθει υπολογιστές. Η Στέλλα έμαθε υπολογιστές και ο Τάσος τι σημαίνει φως. Ένα φωτεινό γελαστό πλάσμα, που λάτρευε να δουλεύει με παιδιά και δεν έχασε το χαμόγελό της μέχρι το τέλος. Εκείνο το βράδυ, ο Τάσος άφησε το μωρό στα τσακισμένα πεθερικά του και πήγε στο νταμάρι. Έβγαλε όλη τη νύχτα στο ίδιο παγκάκι, που καθόντουσαν οι δυο τους και απολάμβαναν τις μυρωδιές του πάρκου και τα φώτα της πόλης. Ένα τσιγάρο στο χέρι, ένα ακίνητο βλέμμα και ένα παγωμένο μυαλό. Όλη νύχτα. Ώσπου, το ξημέρωμα, ήρθε και στάθηκε απέναντι του μια αδέσποτη γατούλα. Τον κοίταξε καλά-καλά και έπειτα τανύστηκε και άρχισε να νιαουρίζει. Ο Τάσος ξύπνησε! Έφυγε τρέχοντας για το σπίτι, να είναι εκεί όταν θα ξυπνούσε ο Βασίλης. Και ήταν εκεί, για όλα τα υπόλοιπα πρωινά της ζωής τους. Δέκα χρόνια, ο Τάσος πάλευε να στηρίξει τον εαυτό του, το γιο του, τους μαθητές του. Κάθε μέρα και πιο δύσκολα. Σαν γυαλόχαρτο η Κρίση έξυνε λίγο-λίγο τις ζωές των ανθρώπων. Την ελπίδα την ίδια. Αυτή, που είχε πάρει ο Τάσος από τους γονείς του και έβλεπε στα μάτια των συμμαθητών του. Πού είχε κρυφτεί λοιπόν η ελπίδα; Ξανασήκωσε το βλέμμα, έψαξε τριγύρω. Τα ενοικιαστήρια για τα «διαμπερή» στριμώχνονταν στα θυροτηλέφωνα. Στο πάρκο/νταμάρι τα μισά φώτα δεν έκαιγαν. Από τα άλλοτε μεγαλοπρεπή σκαλοπάτια του Πολιτιστικού έλλειπαν κομμάτια μάρμαρο. Αλλά στα γηπεδάκια, παιδιά έπαιζαν ποδόσφαιρο. Στα παγκάκια, κορίτσια χαζολογούσαν στα κινητά τους. Και από τα σπασμένα σκαλοπάτια του Πολιτιστικού κατέβαιναν τρεις έφηβοι που μόλις είχαν τελειώσει το μάθημα του πιάνου. Ένας απ΄ αυτούς, ο Βασίλης. Να τη λοιπόν η ελπίδα! Κρεμασμένη στα μάτια του Βασιλάκη. Κρυμμένη στα μυστικά που αντάλλασσαν τα κορίτσια στα κινητά τους. Στα δέντρα που συνέχιζαν να ψηλώνουν. Όχι. Το πάρκο δε μπορεί να ξαναγίνει νταμάρι. Δεν θα το αφήσει η ελπίδα.

Διαβάστε επίσης  "ΑΠΕΙΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ" του ΜαΦρα

Κράτα το

Κράτα το

Advertising

Advertisements
Ad 14

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

«Ο Κροκόδειλος» του Ντοστογιέφσκι: Μια σάτιρα της κοινωνίας

Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ρωσικής
Dogman

Dogman: Μία ωμή ιταλική πραγματικότητα

Το “Dogman” είναι μία ιταλική αστυνομική δραματική ταινία του 2018,