Ξεκινήσαμε όλοι μαζί νύχτα, εν μέσω χειμώνα, έριχνε χιονόνερο, κακοκαιρία είχαν προβλέψει οι μετεωρολόγοι και είχαν αποδειχτεί σωστοί καιροσκόποι σε αντίθεση με τον κύριο Muller, γνώστη της μεθόδου πρόβλεψης μέσω παρακολούθησης – καταγραφής των ημερομηνίων, μεθόδου που δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει το χρήστη και την αποτελεσματικότητα της χώρια που σχολιάστηκε αρνητικά από την ομήγυρη ως κομπογιαννίτικη ενώ ο ίδιος ο Muller ως φαφλατάς άνευ προηγουμένου. Προορισμός μας, το ορειβατικό καταφύγιο ΄΄Γριάς Σκιά΄΄ σε υψόμετρο 1888 μέτρων, επί της ομώνυμης κορυφής στην οροσειρά ΄΄Κοράκων Βουνά΄΄ όπου μας περίμενε πλούσιο δείπνο και τοπικά παραδοσιακά σιροπιαστά γλυκίσματα, άφθονο κρασί και φιλόξενοι ζεστοί κοιτώνες, μέρος ιδανικό για τον από μηνός προγραμματισμένο εορτασμό των πεντηκοστών γενεθλίων του Hans, παιδικού φίλου, συμμαθητή, συστρατιώτη, συμπολεμιστή, υψηλόβαθμου αξιωματικού των Ειδικών Δυνάμεων που όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο θα ηγείτο της παρέας από το τελευταίο χωριό όπου θα αφήναμε τα αυτοκίνητα, αυτό είχαμε εξ’ αρχής συνεννοηθεί, και μέχρι το καταφύγιο καθώς, ήταν ο μόνος σκληραγωγημένος εκ των δεκαπέντε φίλων αφού όλοι, εκτός αυτού, διαπρέψαμε ως επιχειρηματίες, δικηγόροι και καρεκλοκένταυροι ανώτεροι υπάλληλοι στην υπηρεσία του δημοσίου συμφέροντος, παχουλοί όσο μας επέτρεπε το σύστημα και η υγεία μας και άτυπα γνωστοί στην τοπική κοινωνία, λόγω της βαθιάς αγάπης που μας συνέδεε με τις απολαύσεις ως: ΄΄ο κύκλος των καλοφαγάδων gents΄΄, μηδενός εξαιρουμένου. Προσεγγίζοντας το τελευταίο χωριό στο δρόμο προς το καταφύγιο, στο 85ο χιλιόμετρο από το κέντρο της πόλης μας και μόλις 2 χιλιόμετρα, θεωρητικά, από το σημείο παραλαβής μας από τον Hans, ο καιρός αναπάντεχα επιδεινώθηκε και ήρθαμε αντιμέτωποι με σφοδρή χιονοθύελλα που αιφνίδια εκμηδένισε την ορατότητα μας, σε τέτοιο βαθμό που οφείλω να ομολογήσω ότι ενέσπειρε τον πανικό σε όλους καθώς όχι μόνο χάσαμε οπτική επαφή, τα οχήματα έγιναν ένα με το χιόνι, αλλά συνάμα, αυτό είναι το σημαντικότερο, σταμάτησαν να λειτουργούν τα κινητά μας τηλέφωνα, συμβάν που με τη σειρά του λειτούργησε ως ακρωτηριασμός κάθε δυνατότητας επικοινωνίας αποστερώντας μας από το τελευταίο μέσο συνεννόησης που εν τέλει αποδείχτηκε ότι απέβη ολότελα εις βάρος μας. Γνωρίζοντας ότι το τελευταίο πριν το καταφύγιο χωριό, άρα και ο πάντοτε οργανωτικός Hans, είναι κοντά, καθένας από τους πέντε οδηγούς των οχημάτων που επιβαίναμε, αποφάσισε ερήμην των άλλων, αναλαμβάνοντας πλήρως την ευθύνη οχήματος και επιβατών, όπως θα έκανε άλλωστε στη θέση του και ο Hans, να συνεχίσει την οδήγηση του οχήματος του προς την αρχική και ήδη ακολουθούμενη κατεύθυνση, μέχρι το χωριό, απόφαση θεωρητικά σωστή λόγω εγγύτητας προς το χωριό, όπου θα μπορούσαμε να ανασυνταχτούμε και να συνεχίσουμε υπό την καθοδήγηση του Hans -ή να μη συνεχίσουμε και να καταλύσουμε προσωρινά στο χωριό, δεδομένου του καιρού- την πορεία μας προς το καταφύγιο για να ξεκινήσουμε το φαγοπότι, απόφαση που δυστυχώς, υποχρεούμαι να τονίσω τη λέξη ΄΄δυστυχώς΄΄ γιατί όπως εκ των υστέρων διαπιστώθηκε, η κοινή και ανεξάρτητα από κάθε οδηγό ληφθείσα απόφαση, οδήγησε στο χαμό ενός από εμάς, του πλέον αγαπητού και αποδεκτού ως ικανότερου μεταξύ όλων, καθώς συνεχίσαμε να παραμένουμε σε κίνηση, παρά το συνεχιζόμενο δυσμενή καιρό, και σταματήσαμε το ξημέρωμα, δίχως να γνωρίζουμε πως πέρασαν οι ώρες, λόγω έντασης και αγωνίας, ο κάθε οδηγός με το όχημα του και δυο από εμάς, σε περιοχές που απείχαν από 200 έως 350 χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης που είχαμε ξεκινήσει την προηγούμενη μέρα, με ένα από τα οχήματα να έχει φτάσει και υπερκεράσει τα σύνορα όμορης χώρας όπου οι τρεις, άτυχοι ομολογουμένως, φίλοι μας συνελήφθησαν και παρέμειναν για τους τρεις επόμενους μήνες κρατούμενοι από τις τοπικές συνοριακές αρχές με την κατηγορία της παράνομης εισόδου στη χώρα. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, η απογοήτευση και η ντροπή μας ήταν τόσο μεγάλες που μας ώθησαν στη διακοπή της μεταξύ μας επικοινωνίας και τη διάλυση φιλικών δεσμών τόσων χρόνων καθώς, θεωρήσαμε ότι η φιλία αυτή καλλιέργησε ένα είδος απερισκεψίας, μιας ιδιότυπης αλαζονείας που παραλίγο να μας κοστίσει τη ζωή, εξαιρουμένου του άμοιρου Hans, για τον οποίο αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι τον είδαν από τα παράθυρα τους, να στέκεται εν μέσω σφοδρής και αιφνίδιας χιονοθύελλας, στην είσοδο του τελευταίου πριν το καταφύγιο χωριού, του ανθρώπου που φέρεται ότι ανέμενε την άφιξη μας μέχρι το ξημέρωμα οπότε παγωμένος αλλά ακμαίος, κατ’ εκτίμηση μας λόγω της ιδιαίτερης στρατιωτικής του εκπαίδευσης, επέστρεψε στο ΄΄Γριάς Σκιά΄΄ φανερά απογοητευμένος, σύμφωνα με τα λεγόμενα του διαχειριστή του καταφυγίου, όπου εισήλθε δίχως να πει λέξη, κατευθύνθηκε στον ξυλόφουρνο, τον άνοιξε, άρπαξε το γουρουνόπουλο από τα πόδια, με κίνηση που θύμιζε εκπυρσοκρότηση τυφεκίου το διαμέλισε, έφερε το ένα πόδι κοντά στο πρόσωπο του, το μύρισε ενώ το τσιγκελωτό του μουστάκι έπαιξε λίγο, όπως όταν είμασταν παιδιά και δοκιμάζαμε το στρούντελ της κυρίας Adele, δάγκωσε γερά μια πέτσα που εξείχε ροδοψημένη και καυτή, και μασουλώντας ηχηρά ξερίζωσε το κεφάλι του γουρουνιού, το έβαλε παραμάσχαλα και βγήκε από το καταφύγιο σιωπηλός. Κάποιοι ορειβάτες ανέφεραν ότι τον είδαν, το απόγευμα της επόμενης ημέρας, να βαδίζει προς τις δρακόλιμνες, δίχως ποτέ να βρεθεί, παρά τις προσπάθειες γενικής έρευνας, προς διάσωση του, που οργανώθηκαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τις Ένοπλες Δυνάμεις, κάποιο ίχνος του πέραν ενός ξεροψημένου χοιρινού αυτιού να επιπλέει, πολλές ημέρες μετά το συμβάν, στην μικρή δρακόλιμνη.