Όποιος συχνάζει νωρίς το βράδυ στη Ροτόντα αποκλείεται να μη γνωρίζει για τον Κίμωνα. Είναι ένας νεαρός ξανθός, μετρίου αναστήματος με λίγο πεταχτά αυτιά. Η ηλικία του δεν ξεπερνά το ένα τέταρτο του αιώνα. Κάθεται λοιπόν στο παγκάκι και είτε γρατζουνάει την κιθάρα του είτε ζωγραφίζει πορτραίτα περαστικών. Υπάρχει άγραφος νόμος στους συχνάζοντες κανείς να μην μπλέκεται στα χωράφια αλλουνού. Ο καθένας εκεί έχει το πόστο του. Έτσι και ο Κίμωνας κατέχει τη γωνία δίπλα στο περίπτερο. Το χαμογελαστό του πρόσωπο και η συμπαθητική του παρουσία τον έχει κάνει ιδιαίτερα δημοφιλή και αγαπητό όχι μόνο στους ντόπιους αλλά και στους περαστικούς. Μπορεί πολλά λεφτά να μη βγάζει αλλά σίγουρα το διασκεδάζει. Το σπίτι του είναι ένα μικρό διαμέρισμα στη Μαρτίου και συζεί με την αδερφή του και το φίλο της. Είναι και οι τρεις πολύ δύσκολα οικονομικά και με το ζόρι τα καταφέρνουν αλλά πάντα προσπαθούν με χιούμορ να διακωμωδήσουν την κατάσταση.
***
Βροχή. Πολλή βροχή. Λεωφορείο 26 από Συκιές. Δε θυμόταν σε ποια στάση μπήκε. Το μόνο που θυμόταν ήταν το σύνθημα στον τοίχο: επόμενη στάση επανάσταση. Τώρα είχε αρχίσει να συνέρχεται από το βραδινό μεθύσι. Ήταν ξημερώματα Δευτέρας και είχε υποσχεθεί στην αδερφή του να πληρώσει το ενοίκιο στην τράπεζα. Τι ήθελε και έπινε τόσο πολύ; Δεν μπορούσε να δει καλά καλά. Κάτι είχε το ποτό! Ναι σίγουρα! Και το έλεγε και μόνος του «μην πίνεις με παρέες που δεν ξέρεις!» Ούτε που θυμόταν τι έκανε χτες. Ούτε πως βρέθηκε στη στάση. Δίπλα του στο αστικό κάποιος κουνήθηκε νευρικά. Φορούσε δερμάτινο μπουφάν και είχε μαλλιά κολλαρισμένα με ζελέ. Ο Κίμωνας του χαμογέλασε αχνά και κάπως, ναι –χαζά. Τότε τον πλησίασε και βγάζει καρτελάκι. Δεν το πίστευε! Ήταν ελεγκτής και δεν είχε εισιτήριο. Τότε έτρεξε προς την πόρτα μα ο ελεγκτής τον κράτησε από το χέρι. Του ζήτησε ταυτότητα και του έγραψε πρόστιμο. «Ωραία» σκέφτηκε «Καλά τα κατάφερα! Να δω πως θα το πάρει η αδερφή μου».
***
Είχε πια χειμωνιάσει. Έλεγαν για χιονοπτώσεις στα ορεινά αλλά μέσα στην πόλη μόνο χιονόνερο. Πανόραμα και Χορτιάτη θα χιόνιζε σίγουρα. Είχε τόσο κρύο που η Ροτόντα ήταν σχεδόν άδεια. Ο Κίμωνας είχε σταματήσει εδώ και ένα μήνα να πηγαίνει. Δεν μπορούσε ούτε κιθάρα να παίξει ούτε να ζωγραφίσει με τέτοιο Βαρδάρη. Μια μέρα ενώ κοιμόταν χτύπησε το κινητό του.
«Εμπρός;» νυσταγμένα
«Ο Κίμωνας;» άγνωστη αντρική φωνή
«Ο ίδιος!»
«Σε περιμένω απόψε ξέρεις που! Μη και δεν έρθεις!»
«Περίμ…» αλλά το είχε κλέισει.
Ο Κίμωνας δεν ήθελε να πάει είχε κακό προαίσθημα αλλά ο φίλος της αδερφής του τον έπεισε αφού του είπε ότι μπορεί να είναι κάτι σημαντικό.
***
Η ώρα ήταν περασμένη. Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ο καιρός ήταν άσχημος. Ο Κίμωνας φορούσε τα πιο χοντρά του ρούχα και κασκόλ. Ήταν έτοιμος να φύγει όταν κάποιος με κουκούλα τον πλησίασε.
«Θα την αποκαταστήσεις κάθαρμα!»
«Συγνώμη αν δεν βγάλεις την κουκούλα εγώ δε λέω λέξη!»
Ο κουκουλοφόρος τον βούτηξε από το λαιμό «Δε θέτεις εσύ τους όρους! Δε θα την αφήσεις έτσι!»
«Ποιος- » τότε του έριξε μπουνιά και ο Κίμωνας πισωπάτησε ζαλισμένος. Έβγαλε την κουκούλα. Ήταν ένας φαλακρός με γαμψή μύτη.
«Σε έχω ξαναδεί κάπου…»
«Μην!» τον διέκοψε «Μην κάνεις ότι δε θυμάσαι!» τον τράνταξε «Την αδερφή μου! Την αδερφή μου κάθαρμα τη γκάστρωσες και θα την αποκαταστήσεις!»
«Μα..δεν ξέρω την αδερφή σου!»
Τότε έφαγε μπουνιά στο μάτι «Μήπως τώρα τη θυμήθηκες;»
«Σου ορκίζομαι..»
«Άσε τους όρκους κατά πέρα! Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς!»
***
Ο Κίμωνας συναντήθηκε με τη Λάουρα. Της είπε ότι είναι λάθος να γεννηθεί αυτό το παιδί. Ότι δε θα πήγαινε καλά ένας γάμος μεταξύ τους και ότι δεν είχαν τα οικονομικά μέσα να συντηρήσουν ένα μωρό. Η Λάουρα του είπε ότι δε θα άκουγε τον αδερφό της να τον παντρευτεί αλλά δε θα έριχνε το μωρό. Ο Κίμωνας τότε με δάκρυα στα μάτια της είπε ότι δε θα μπορούσε να έχει καλό μέλλον αυτό το μωρό. Εκείνη τότε τον κατηγόρησε «παλιοεγωιστή» και έφυγε τρέχοντας.
***
Οι μήνες πέρασαν κόντευε πλέον να τελειώσει το καλοκαίρι και ο Κίμωνας δεν είχε νέα της Λάουρας. Όμως τη σκεφτόταν κάθε μέρα. Ο ίδιος καημός τον έτρωγε. Δεν είχε το τηλέφωνό της. Για την ακρίβεια δεν είχε κανένα στοιχείο της. Είχε αρχίσει να πίνει πολύ τα βράδια αλλιώς δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όπου να ναι θα γινόταν μπαμπάς και δεν είχε ιδέα. Δεν είχε καταραμένη ιδέα ούτε εάν η Λάουρα ήταν ακόμη Θεσσαλονίκη. Είχε αλλάξει πλέον στέκι. Δε σύχναζε πια στη Ροτόντα αλλά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και η αλήθεια είναι ότι οι έφηβοι που έκαναν σκέιτ τον μαλάκωσαν λίγο θυμίζοντάς του την παιδική του ηλικία εδώ στην Παραλία. Εκεί περισσότερος κόσμος έδινε λεφτά από ότι στη Ροτόντα. Είχε καλύτερη φήμη η Παραλία.
Ένα απόγευμα την ώρα που ζωγράφιζε μια τουρίστρια χτύπησε το κινητό του. Απόκρυψη. Μην το σηκώσεις! Το σήκωσε.
«Παρακαλώ;»
«Κίμωνα;»
«Ποιος.. Λάουρα, εσύ;»
«Ναι, ξέρεις, θέλω να σου πω.. ότι ο γιος μας γεννήθηκε νεκρός! Πάει Κίμωνα!» δάκρυα
«Λάουρα, πού είσαι, έρχομαι αμέσως!»
«Όχι Κίμωνα! Δε θέλω να έρθεις! Δεν έχουμε τίποτα που να μας ενώνει πλέον! Ας πούμε πως δε γνωριστήκαμε ποτέ!» και το έκλεισε.
Ο γιος του. Νεκρός. Ίσως καλύτερα.
***
Χριστούγεννα στη Θεσσαλονίκη 20 χρόνια μετά. Η Πλατεία Αριστοτέλους ήταν στολισμένη με σπιτάκια και Άγιους Βασίληδες καθώς και χορωδίες παιδιών ντυμένων στα λευκά. Ο Κίμωνας είχε βγει με το δωδεκάχρονο ανιψιό του ο οποίος ήθελε να βγουν φωτογραφία δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κοίταζε τα παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω. Αυτός ποτέ δεν ξανάφτιαξε τη ζωή του μετά το θάνατο του γιου του. Το πήρε πολύ πιο βαριά από ότι πίστευε. Τη Λάουρα δεν την ξανάδε. Έμαθε από αλλού ότι παντρεύτηκε και ζει στη Λάρισα. Σίγουρα αυτή θα είχε τώρα πια άλλα παιδιά. «Είναι περίεργο» σκέφτηκε «Εγώ δεν ήθελα αυτό το παιδί και εγώ ήμουν αυτός που δεν ξανάφτιαξε τη ζωή του».
***
Και τότε ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Ο Κίμωνας οδηγούσε το Fiatακι του και κατεβαίνοντας την Εθνικής Αμύνης συγκρούστηκε με ένα ζιπάκι που οδηγούσε ένας νεαρός. Ο νεαρός έφταιγε και τώρα ήταν ξαπλωμένος στο έδαφος. Ο Κίμωνας βγήκε έντρομος από το αμάξι του. Ο νεαρός είχε σηκωθεί. Πέρα από επιφανειακά τραύματα φαινόταν καλά. Ο Κίμωνας όμως επέμενε να τον πάει στο νοσοκομείο.
«Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι είσαι καλά!»
«Μα σας λέω είμαι εντάξει!»
Μετά από επιμονή του Κίμωνα πήγαν στο ΑΧΕΠΑ που εφημέρευε.
«Είστε ο πατέρας του;»
«Εχμ.. όχι! Αυτός που τράκαρε! Πώς είναι;»
«Είναι κάλα. Αν παρατηρήσετε ζαλάδες η εμέτους ελάτε κατευθείαν στα επείγοντα! Είστε έτοιμοι:»
Ο Κίμωνας πήρε το νεαρό που τον έλεγαν Βασίλη για ένα γρήγορο καφέ.
«Ξέρεις Βασίλη, θα είχα ένα γιο στην ηλικία σου!»
«Θα έιχες;»
«Πέθανε στη γέννα! Εσύ αλήθεια είσαι από εδώ Θεσσαλονίκη;»
«Γεννήθηκα εδώ αλλά μεγάλωσα Φλώρινα. Έχω και δύο αδέρφια στη Λάρισα!»
«Λάρισα είπες;»
«Ναι η βιολογική μου μητέρα είναι παντρεμένη και ζει στη Λάρισα!»
«Για κοίτα! Και η μητέρα του νεκρού γιου μου είναι παντρεμένη και ζει στη Λάρισα!»
«Μπορεί η πρώην σου να γνωρίζει τη Λάουρα!»
«Τη… Λάουρα; Τότε.. μα όχι δεν είναι δυνατόν, αφού μου είπε ότι γεννήθηκε νεκρό! Γιατί να το κάνει αυτό;»
«Εμένα οι γονείς μου περίμεναν να μεγαλώσω για να μου αποκαλύψουν την ύπαρξή της!»
«Δηλαδή είσαι ο γιος μου;»
***
Ήταν Πρωτομαγιά όταν ο Βασίλης και ο Κίμωνας βγήκαν πρώτη φορά σαν πατέρας και γιος. Πήραν το αστικό 23 και πήγαν στα Κάστρα για φαγητό. Έδωσαν λόγο ο ένας στον άλλο ότι θα ζούσαν σαν οικογένεια και ότι πλέον θα πορεύονταν από κοινού να αναπληρώσουν τα χαμένα χρόνια.