“Ξερω τι υπάρχει κατω απο το πάτωμα” της Σάρλοτ Ρέινστοουν

Η κυρία Μαρκαντιάν όταν ιδιοκτήτρια του συνοικιακού υαλοπωλείου. Το μαγαζί της δεν ήταν σπουδαίο αλλά ήταν της γειτονιάς οπότε όποιος ήθελε να σκοτώσει την ώρα του η να αποκτήσει ένα σερβίτσιο σε προσφορά έβρισκε το δρόμο για την πόρτα της. Όλοι την ήξεραν κι εκείνη τους περισσότερους αν και δε θυμόταν συχνά τα ονόματα. Στον ανυποψίαστο περαστικό η νέον ταμπέλα της έδινε την εντύπωση άλλου είδους μαγαζιού όμως με μια ματιά στη βιτρίνα της κάθε αμφιβολία γινόταν θρύψαλα.

Τα υαλικά της ήταν πάντα καλής ποιότητας αν και οι ζωγραφιές σπάνια κρατούσαν πάνω από δυο η τρία χρόνια. Η Ίρα Μαρκαντιάν όμως ήταν πολύ ευχαριστημένη και προκαλούσε τον κόσμο που έμπαινε να δοκιμάσει την τύχη του με την αγορά μιας εξάδας ποτηριών η ενός βάζου με εγχάρακτα λουλούδια. Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα να πάρει κανείς αλλά ακόμα κι αν η ζωγραφιά εξαφανιζόταν σου έμενε ένα ωραίο πράγμα για το ράφι σου.

Είχε δυο γιούς και μια κόρη στο Γυμνάσιο. Τα αγόρια πήγαιναν στο Λύκειο και ήδη έμοιαζαν στον πατέρα τους. Εκείνος ήταν υπάλληλος στα δικαστήρια.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα, κι όμως σε αυτήν συνέβη.

Την πρώτη φορά η κυρία Μαρκαντιάν ήταν στο μαγαζί της. Έδειχνε κάτι σε μια πελάτισσα όταν το ένιωσε. Μ ένα μικρό τίναγμα η γη εξαφανίστηκε κάτω από τα πόδια της. Μόνο για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα επανήλθε αμέσως, σαν εκείνη να πήδησε για λίγο έξω από τον υπαρκτό κόσμο και μετά να ξαναμπήκε στη θέση της.

Συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν τη γυναίκα την οποία είχε εξυπηρετήσει μόλις, ούτε το πότε εκείνη είχε φύγει μόνο το ότι ήταν ξανθιά και πως ξαφνικά είχε μια απέχθεια για τις ξανθιές.

Το απέδωσε στην κούραση της. Ήταν όλη μέρα στο μαγαζί και την προηγούμενη νύχτα είχε μείνει ξάγρυπνη με το διάβασμα της μικρής. Όταν το πρωί ξύπνησε στον καναπέ, πίστευε ότι είχε αποκοιμηθεί κάποια στιγμή περιμένοντας τον άντρα της που είχε αργήσει να γυρίσει γι’ ακόμα ένα βράδυ. Ύστερα είχε έρθει κουρασμένη στη δουλειά. Είχε πάει και άρρωστη πολλές φορές. Δεν μπορούσε να μην δουλέψει, χρειάζονταν τα λεφτά για να ζουν, οι καιροί ήταν δύσκολοι. Είχαν τόσα έξοδα κι ένα δάνειο που έμοιαζε να μην αποπληρώνεται ποτέ.

Διαβάστε επίσης  "Τυπικές απαντήσεις" του Άγγελου Σωτηρίου
Advertising

Προσπάθησε να το ξεχάσει.

Μετά από δύο μέρες συνέβη και πάλι. Βρισκόταν στο υπόγειο και τακτοποιούσε όταν άκουσε από πάνω τα γυαλικά να κροταλίζουν σαν να γινόταν σεισμός. Ο θόρυβος δυνάμωσε κι εκείνη έτρεξε στη σκάλα, να προλάβει να σώσει έστω μερικά από το τράνταγμα. Αλλά στην επιφάνεια δεν κουνιόταν τίποτα εκτός από τα φύλλα του δέντρου έξω στο πεζοδρόμιο. Κι όμως, ο σεισμός της είχε φανεί απόλυτα αληθινός.

Βγήκε και ρώτησε τον διπλανό περιπτερά αν ένιωσε το σεισμό. Εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος. Ντράπηκε να πει τι της συνέβη και γύρισε στο υαλοπωλείο. Στην τηλεόραση δεν ανέφεραν κανένα σεισμό αν και εκείνη ήταν βέβαιη πως δεν το είχε ονειρευτεί.

Το βράδυ στο σπίτι δεν ανέφερε τίποτα από αυτά. Κάθισε στο τραπέζι, όπου ο σύζυγός της είχε ετοιμάσει φαγητό για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Τη ρώτησε αν είναι καλά. Δεν ήξερε.

Advertising

Είδε στα μάτια του ένα βεβιασμένο ενδιαφέρον, το ίδιο που αντίκριζε εδώ και μήνες. Αλλά είχε τόσο πολύ την ανάγκη να ηρεμήσει, την επιθυμία να πιστέψει ότι θα ξεπερνούσαν κάθε πρόβλημα.

Χαμογέλασε. Υποκρίθηκε πως όλα ήταν φυσιολογικά. Δεν ήθελε ν ανησυχήσει τα παιδιά της, όχι καλοκαιριάτικα μέσα στις εξετάσεις τους. Οι μεγάλοι θα ήταν σε λίγο φοιτητές.

Το τρίτο συμβάν έγινε λίγο μετά τα πρώτα δύο. Είχε δουλέψει όλη μέρα και το μεσημέρι σηκώθηκε από τον πάγκο της και πήγε στον απέναντι φούρνο να φάει κάτι. Επιστρέφοντας στη θέση της είδε ένα χαρτί επάνω στο σωρό που είχε συγκεντρώσει μπροστά της δουλεύοντας οή τη μέρα. Ήταν ένα σημείωμα που έγραφε με τακτικά στρόγγυλα γράμματα.

Διαβάστε επίσης  "Μικρές Ώρες" της Μαρίας Αϊβάζη Ζάγορα

ΞΕΡΩ ΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΩΜΑ.

Advertising

Τα παράξενα φαινόμενα είχαν αρχίσει να την εκνευρίζουν και, ταυτόχρονα, να την τρομάζουν. Δεν είχε συνηθίσει τέτοια απορρύθμιση της ζωής της.

«Ποιος μου κάνει πλάκα»; φώναξε. Αλλά κανείς δεν απάντησε.

Έμεινε μέχρι αργά το βράδυ στο μαγαζί, ριζωμένη στην καρέκλα της. Φοβόταν να κουνηθεί η να κλείσει τα φώτα, κάτι μέσα της ήξερε ότι μια από εκείνες τις μέρες – ίσως απόψε, θα συνέβαινε το μεγάλο γεγονός.

Η νύχτα προχωρούσε. Αφού είδε ότι τίποτα δεν συνέβαινε, άρχισε να καθησυχάζεται. Σηκώθηκε και ξεκίνησε να καθαρίζει για να κλείσει. Περπατούσε σιωπηλή ανάμεσα στα ράφια με τα εύθραυστα αντικείμενα, στεκόμενη που και πού για να ξεσκονίσει. Ώσπου άκουσε ένα δυνατό κρότο.

Advertising

Μπροστά στα πόδια της ένα βάζο βρέθηκε σπασμένο. Ύστερα τα βάζα άρχισαν να πέφτουν το ένα μετά το άλλο από το ράφι σπάζοντας δυνατά στο πάτωμα. Είδε τα χέρια της γεμάτα αίμα.

Γονάτισε στο πάτωμα. Το βλέμμα της θόλωσε και, χωρίς να καταλαβαίνει γιατί, ξέσπασε σε κλάματα. Δεν έβλεπε τίποτα άλλο παρα μόνο, με το νού της, το χαρτάκι που είχε ανακαλύψει εκείνο το πρωί επάνω στο γραφείο, κρεμασμένο μπροστά της σαν μια συνειδητοποίηση, ένα συμπέρασμα για τη ζωή της. Ένιωσε έναν πόνο στο στήθος, τοσο αβάσταχτο σαν να ράγιζε και η ίδια όπως τα βάζα που είχαν πέσει και σπάσει ολόγυρα της. Σαν εκείνο τον καθρέφτη στο μπάνιο του σπιτιού που εκείνη είχε χτυπήσει στη δεξιά πλευρά του, την πλευρά που της ανήκε.

Το επόμενο πρωί οι γείτονες την ανακάλυψαν νεκρή στο πάτωμα του μαγαζιού.

Κάλεσαν την αστυνομία, φοβούμενοι ληστεία στην καλή τους γειτονιά. Η αστυνομία εξέτασε και έβγαλε το συμπέρασμα μαζί με τους ειδικούς τους.

Advertising

Βλέπεις, τίποτα από αυτά δεν υπήρξε. Τα δημιούργησε η ίδια ώστε να έχει μια αφορμή να καταρρεύσει.

Διαβάστε επίσης  "Μια στιγμή αρκεί" της Ασπρόμαυρο όνειρο

Η απώθηση δουλεύει με πολλούς τρόπους και η κυρία Μαρκαντιάν ήταν μια γυναίκα που ποτέ δε θα παραδεχόταν πως έπρεπε να υποχωρήσει, να αφήσει, να κάνει ένα διάλειμμα. Έτσι όταν έμαθε την απιστία του άντρα της, της τελευταίας σταθεράς που πίστευε πως είχε στη ζωή της πριν όλα κυλήσουν στο χάος, αρνούμενη το γεγονός, το στρίμωξε τόσο βαθιά στο μυαλό της, το αγνόησε μέχρι τέλους.  Τόσο βαθιά που δεν ήξερε με ποιο τρόπο να το επαναφέρει. Εκεί έμεινε κρυμμένο σαν φωλιά απαίσιων σκουληκιών ώσπου της αρρώστησε το μέσα της. Όλο αυτό, οι προσποιήσεις, οι απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθούν όλα σωστά, ήρεμα, ξεσκονισμένα και λαμπερά σαν βιτρίνα για χάρη των παιδιών, της γειτονιάς, του εαυτού της, όλη αυτή η πίεση στο μυαλό και την ψυχή της, την αναστάτωσε τόσο πολύ που άρχισε να δημιουργεί εικόνες.

Πίσω από τα φαινόμενα δεν υπήρχε τίποτα εκτός από μια πληγωμένη και θυμωμένη γυναίκα που ξεσπούσε με οργή και έπειτα απωθούσε κι έκρυβε τα συναισθήματα της γεμάτη ενοχή. Προτιμούσε μια βολική αμνησία – να κρύβει τη θλίψη σε μια νοητή καταπακτή του μυαλού της. Αλλά μέσα της ήξερε, έστω κι αν δεν το καταλάβαινε, πως κάτι υπήρχε και πως θα ξαναέβγαινε, πως κάτι υπήρχε κρυμμένο κατω από το πάτωμα. Κι ήθελε να το υπενθυμίσει στον εαυτό της. Δεν είχε τον έλεγχο, αυτό που πάντα έπρεπε να έχει κι αυτό την τρόμαζε, ώσπου υπερέβη τις αντοχές της.

Αυτό που της συνέβη δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κοινό καρδιακό επεισόδιο που ήρθε από την ένταση και το άγχος στην ήδη ταλαιπωρημένη, από τα χρόνια και τους κόπους, καρδιά της. Αυτό είπαν οι αστυνομικοί στην οικογένεια και στους συγγενείς. Δεν χρειαζόταν να ξέρουν οτιδήποτε άλλο για εκείνη και ούτε τα ίδια τα όργανα ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν.

Advertising

Ο σύζυγος της ξαναπαντρεύτηκε αργότερα, και τα παιδιά της έζησαν με ότι είχαν κληρονομήσει. Οι συνηθισμένοι άνθρωποι ξεχνιούνται εύκολα όπως και τα φαινόμενα για τα οποία υπάρχει μια συνηθισμένη εξήγηση.

Πηγή φωτογραφίας:

http://www.foodandwine.com/fwx/food/easiest-way-clean-broken-glass

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Άγιοι Δέκα: το ιστορικό χωριό της Κέρκυρας

Άγιοι Δέκα Οι Άγιοι Δέκα είναι ηπειρωτικός οικισμός της Κεντρικής

Ο καθρέφτης στην τέχνη και ο συμβολισμός του στους πίνακες

Ο καθρέφτης υπάρχει ως θέμα σε πολλούς πίνακες ζωγραφικής. Πολλοί