Η Όχθη Ψυχών δεν είναι άρθρο, αλλά ένα μυθιστόρημα φαντασίας χτισμένο στην πραγματικότητα μας. Επιτρέψτε μας να μην αποκαλύψουμε πολλά για την ιστορία αλλά να αφήσουμε εσάς, όλους τους αναγνώστες, να την ξετυλίξετε κάθε εβδομάδα, όπου και θα βγαίνει και το επόμενο μέρος της. Οπότε κάθε εβδομάδα, συγκεκριμένα κάθε Πέμπτη, θα σας περιμένουμε στην συγκεκριμένη στήλη να χανόμαστε για λίγο σε έναν κόσμο τόσο παρόμοιο με τον δικό μας, αλλά τόσο διαφορετικό από τα μάτια των πρωταγωνιστών. Σε περίπτωση που δεν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα μέρη μπορείτε να ανατρέξετε στην Κατηγορία Βιβλίο στην ιστοσελίδα όπου και εκεί θα τα βρείτε ανεβασμένα. Καλή ανάγνωση!
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1 (συνέχεια)
Η συνάντηση
Η κοπέλα δεν απάντησε αμέσως. Από την μία ήθελε να βρίσκετε στο παρών εκείνου του δωματίου να μιλάει με τον νεαρό έφηβο στα πόδια της. Από την άλλη σκεφτόταν όμως το παρελθόν της. Εκεί στις σκιές των αναμνήσεών της ακουγόταν ένα βάζο να σπάζει. Κάποια γυναικεία φωνή κραύγαζε, αλλά αυτή θέλοντας να μην ακούσει τα λόγια της κάλυπτε τα αυτιά της με δύναμη. Είχε κλείσει το πρόσωπό της στο ύψος των γονάτων της και είχε αφήσει τον εαυτό της να βυθίζεται σε μια σκοτεινή άβυσσο. Στροβιλίζονταν σε εκείνο το ρέμα πάνω από ένα χρόνο και πίστευε εκείνη η άβυσσος ήταν, εκείνος ο απύθμενος βυθός θα ήταν το τελευταίο μέρος που θα έβλεπε. Οι αναμνήσεις ήταν θολές αλλά τα σημάδια τους ήταν φανερά στο λευκό της δέρμα.
«Πιστεύω για να κάνεις παρέα με κάποιον πρέπει να τον πλησιάσεις και να τον αφήσεις να σε πλησιάσει», μουρμούρισε χαμηλόφωνα βλέποντας ο Θάνατος και πάλι κάτι να βασανίζει το μυαλό της. «Για να σε πλησιάσει πρέπει να του ανοιχτείς. Τότε δεν είναι που πονάς πραγματικά;»
Δεν ήξερε τι να απαντήσει. Του μιλούσε για πράγματα που o ίδιος δεν θα μπορούσε να νιώσει ποτέ. Να ανοιχτεί σε κάποιον, να πονέσει. Έλεγε πράγματα, που για μια οντότητα που δεν μπορούσε να έχει τις αδυναμίες ενός ανθρώπου, ήταν ακατανόητα.
Υπήρχε εκεί στον κόσμο των ανθρώπων να εκτελεί ένα έργο. Η ύπαρξή του σηματοδοτούνταν από τα πάθη των ανθρώπων. Τα πάθη που εν τέλει θα οδηγούσαν στην πτώση τους. Κάποιος έκανε ζωή γεμάτη ακολασίες και κατέληγε με αθεράπευτα σεξουαλικά νοσήματα. Άλλος έπινε αλκοόλ χωρίς σταματημό μέχρι να καταρρεύσουν τα σπλάχνα του. Ζευγάρια που ερωτεύονταν με πάθος και χώριζαν έβλεπε μετά από καιρό να τα χωρίζει μια ολόκληρη ζωή. Άτομα έτρεχαν σε στροφές χωρίς να σκέφτονται τις συνέπειες και έβρισκαν τους αυτούς τους να αιωρούνται στις τελευταίες τους στιγμές στο κενό. Ήταν τέτοια η φύση των ανθρώπων. Την είχε ζήσει στο δέρμα του. Την είχε δει με τα μάτια του. Οι άνθρωποι έψαχναν έμμεσα την καταστροφή τους για να ζήσουν λίγες γλυκές στιγμές σαν να είναι κάτι ανώτερο και αυτή ήταν η ύβρις τους που οδηγούσε στην πτώση τους και στον λόγο ύπαρξης του θανάτου.
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να το πει σε μια νεαρή κοπέλα που βρίσκεται έξω από την πόρτα της επόμενης ζωής. Θεωρούσε αδικία να υπενθυμίσει σε έναν άνθρωπο ότι όλα γίνονταν σε εκείνη τη ζωή για κάποιο λόγο. Ότι η ασθένειά της ήταν αποτέλεσμα κάποιας δικιάς της ύβρις. Ο κόσμος των ανθρώπων είναι τόσο τέλεια κατανεμημένος που στο ένα λάθος που κάνει κάποιος αντιστοιχεί άμεσα ή μελλοντικά μια συνέπεια. Είναι η Ισορροπία αυτού του κόσμου.
Δεν ήταν δουλειά του να ενημερώσει κάποιον για κάτι τέτοιο βέβαια. Αυτός ήταν ένας συλλέκτης ψυχών. Η οντότητα που θα έβλεπε μια ψυχή πριν κλείσει τα μάτια της. Άλλοι τον έχουν περιγράψει ως ένας έντονο φως που τους καλεί και άλλοι ως μια σκοτεινή δίνη έτοιμη να τους καταπιεί. Η αληθινή του μορφή άλλαζε στα μάτια των ανθρώπων. Όπως και να είχε όμως ήθελε να μιλάει μαζί τους. Έβρισκε ενδιαφέρον το πώς περιέγραφαν οι άνθρωποι τα συναισθήματά τους όταν ξέσπαγαν στους τελευταίους τους λυγμούς.
Αλλά εκείνη η κοπέλα ήταν διαφορετική απ’ ότι είχε συναντήσει ως εκείνη τη στιγμή. Ήταν το πρώτο άτομο που ακόμα και στις τελευταίες της στιγμές δεν ήθελε να φανερώσει τα βάσανά της. Δεν ήθελε να πει αν μετάνιωνε για κάτι από τη ζωή της. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή μάχονταν με τον εαυτό της να μην υποκύψει στις αδυναμίες της, ενώ συγχρόνως πολεμούσε την σπάνια ασθένειά της. Αντί να την ενδιαφέρει να συζητήσει για κάτι τις τελευταίες ώρες τη ζωής της είχε αποπειραθεί νωρίτερα να τον διώξει από το δωμάτιο για να μείνει μόνη της.
«Νόμιζα πως θα ήμουν η μόνη που θα χάνονταν στις σκέψεις της», τον διέκοψε η κοπέλα και τον επανέφερε στο δωμάτιό της. «Μάλλον έχεις άσχημες εμπειρίες και εσύ στο να κάνεις παρέα με άλλο κόσμο;»
«Πιστεύω είναι στην ανθρώπινη φύση ο πόνος», απάντησε στρέφοντας τα μάτια του προς τα δικά της. «Δεν είναι κάτι που θες να ζεις συνέχεια αλλά σου υπενθυμίζει πως ότι ζεις είναι κάτι το πραγματικό. Τσίμπαμε γιατί πρέπει να ονειρεύομαι. Σίγουρα θα έχεις ακούσει την συγκεκριμένη φράση».
«Και γιατί να μην μείνεις σε ένα όνειρο;», απόρησε η κοπέλα αφήνοντας το κεφάλι της να χωθεί μέσα στο μαξιλάρι της ξεφυσώντας. «Εκεί δεν πονάς. Δεν μπορεί να είσαι άρρωστος».
«Εκεί χάνεις τον εαυτό σου όμως πιστεύω», της είπε ο Θάνατος και σηκώθηκε όρθιος δίπλα από το κρεβάτι της με την κοπέλα να ανασηκώνεται και πάλι για να τον δει καλύτερα. «Θα θελες να ζήσεις την ζωή σου μέσα σε ένα ψέμα που έφτιαξες η ίδια για να ξεγελάς τον εαυτό σου; Να ζήσεις σε μια ψευδαίσθηση που κάποτε θα καταρρεύσει και τότε όλος ο πόνος που απέφευγες, γεμάτος μανία, θα αρχίσει να επιτίθεται στο νου και στην ψυχή; Εσύ διαλέγεις πως θες να πονέσεις. Είτε λίγο λίγο κάθε φορά είτε πολύ μια και καλή που ίσως να μην είσαι αρκετά δυνατή να τον αντέξεις».
Ησυχία απλώθηκε στο δωμάτιο. Ίσως είχε πει πάρα πολλά δεδομένου ότι οι επισκέψεις του είχαν στόχο να φέρουν έστω και λίγο ένα χαμόγελο στα λυπημένα πρόσωπα των ανθρώπων που ήξεραν πως σύντομα θα βάδιζαν σε μακρινά μονοπάτια. Δεν μπορούσε όμως να αποδεχτεί πως ένας άνθρωπος θα δέχονταν ουσιαστικά να σαπίσει μόνος του σε ένα άδειο δωμάτιο για ένα συναίσθημα που σύντομα δεν θα υπήρχε. Για μια ανάμνηση που θα ξεκινούσε να φθείρεται από την επόμενη μέρα. Ίσως αν οι άνθρωποι μπορούσαν να δούνε τα Ρολόγια της Ζωής τους να έκαναν την κάθε μέρα να μετράει και να μην τις ξόδευαν άσκοπα.
«Ευχαριστώ», πρόφερε η κοπέλα και του χαμογέλασε με το πρόσωπό της να φωτίζετε. «Είχε καιρό κάποιος να κάτσει τόση ώρα εδώ να μου μιλήσει, έστω και να μου βάλει τις φωνές».
«Ίσως δεν χρειάστηκε να έχω τέτοιο ύφος ή τόνο στη φωνή μου, ούτε να κάνω κάποιο κήρυγμα. Ήθελα απλά να ξέρεις πως ακόμα και στα πιο δύσκολα υπάρχει κάποιος και για σένα».
Η κοπέλα χαμογέλασε λίγο παραπάνω κλείνοντας τα μάτια της από ευχαρίστηση.
«Πες μου», πρόσθεσε ο Θάνατος με ήρεμη θερμή φωνή, πλησιάζοντας πιο κοντά την άκρη του κρεβατιού από το πλάι. «Θα ήθελες να κάνεις κάτι στη ζωή σου; Αν είχες μια ευχή, οποιαδήποτε στο κόσμο, ποια θα ήταν αυτή τη στιγμή;»
«Μπορώ να ζητήσω ότι θέλω;»
«Οτιδήποτε!»
«Μην γελάσεις έτσι;! Ίσως θα έπρεπε να ευχηθώ κάτι όμορφο για όλο τον κόσμο που θα αφήσω πίσω…αλλά υποθέτω, πως αυτή τη στιγμή, σαν να είναι η τελευταία μου μέρα σε αυτόν τον κόσμο, θα ήθελα ένα φιλί», του είπε παίρνοντας ένα ασθενές ροδόχρωμα στα μάγουλά της, ενώ τα καστανά της μάτια απέφευγαν την επαφή με τα δικά του.
Ήταν η σειρά του να μην μιλήσει καθόλου. Όσα χιλιάδες χρόνια επισκέπτονταν τους ανθρώπους στις τελευταίες τους στιγμές είχε ακούσει εκατοντάδες ευχές. Ευχές που ήξερε πως ακόμα και ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο δεν θα μπορούσε να τις πραγματοποιήσει. Ευχές που ακόμα και για μια οντότητα φάνταζαν απίστευτες να πάρουν σάρκα και οστά. Πρώτη φορά όμως συναντούσε ένα άτομο που του ζητούσε για ευχή κάτι τόσο απλό και εύκολο. Κάτι που δεν ήξερε καν πώς να το δικαιολογήσει για να το αποφύγει. Δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να αναβάλει για την επόμενη μέρα, όταν το άτομο που μιλούσε θα είχε πεθάνει. Ήταν ένα φιλί. Κάτι που οι άνθρωποι το δίνουν συνέχεια στην καθημερινότητά τους έχοντας χάσει την αξία που αρχικά συμβόλιζε. Ίσως για την κοπέλα να της ακούγονταν κάτι εντελώς εύκολο αλλά για τον ίδιο, που δεν μπορούσε να συμμεριστεί αυτή τη σαρκική απόλαυση φάνταζε κάτι το αδύνατον.
«Είσαι σίγουρη πως η ευχή σου θα ήθελες να είναι κάτι τόσο απλό;», κατάφερε να της πει εν τέλει. «Αν θα μπορούσα να πραγματοποιήσω οποιαδήποτε ευχή για σένα αυτό θα ήταν που θα ζητούσες;»
«Εσύ δεν είσαι αυτός που είπε ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από άτομα που να το αγαπούν και να του προσφέρουν;», του πρόσθεσε η κοπέλα κατσουφιάζοντας κάπως βλέποντας τον δισταγμό του. «Ένα φιλί λοιπόν για να έχω κάτι γλυκό στα χείλη μου στην άλλη ζωή», του είπε και τον κοίταξε στα μάτια με το πρόσωπό της να έχει γίνει ακόμα πιο κόκκινο από πριν.
Έπιασε τον εαυτό του να στρέφει το βλέμμα του αλλού. Μέχρι εκείνη τη μέρα είχε σκεφτεί τον εαυτό του να παραβιάζει τον κανονισμό να μιλάει με τους ανθρώπους. Ίσως είχε υπερβεί κιόλας τις φορές που τους άγγιζε και λίγο, αλλά έφτανε πάντα ως εκεί. Δεν είχε τύχει ποτέ κανείς να ζητήσει από έναν άγνωστο που θα τον πλησίαζε την τελευταία μέρα της ζωής του κάτι όπως το να τον φιλήσει. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Είχε δει πως γινόταν αλλά δεν ήταν σίγουρος ο ίδιος αν θα έπρεπε να υπερβεί τόσο τα όρια του ανθρώπινου κόσμου με αυτόν του υπερφυσικού.
«Ίσως ζήτησα κάτι που δεν γίνεται», πρόσθεσε τελικά η κοπέλα και το χαμόγελο στα χείλη της έχασε κάπως την ζεστασιά και την λάμψη του αλλά δεν έσβησε από το πρόσωπό της. «Πόσο εγωιστικό να σκέφτομαι τόσο τον εαυτό μου τέτοια στιγμή ε; Θα πρέπει να με θεωρείς κάποια αγανακτισμένη για ένα φιλί».
«Δεν είναι αυτό», έπιασε ο Θάνατος τον εαυτό του να λέει αυτές τις λέξεις τραβώντας και πάλι το βλέμμα της κοπέλας πάνω του. «Εγώ είμαι αυτός που σου είπε να κάνεις μια ευχή και αν είναι αυτή η επιλογή σου δεν μπορώ να πάω πίσω στα λόγια μου».
«Είσαι ήδη αρκετή ώρα εδώ μέσα μαζί μου», πρόφερε χαμηλόφωνα η κοπέλα. «Αν θες και φοβάσαι για την υγεία σου μπορείς να φύγεις. Ήδη μου έκανες καλό…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή της. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Θάνατος έσκυψε προς την μεριά της και περνώντας το χέρι του δεξιά του προσώπου της είδε τα χείλη του να βρίσκουν τα δικά της. Ήταν δροσερά, κάπως ψυχρά θα έλεγε, αλλά είχαν μια έντονη γλυκιά δόση πάνω τους. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της και άφησε τον εαυτό της να χάνεται σε μια αίσθηση που είχε πολύ καιρό να νιώσει, ενώ τα ακροδάχτυλα του χεριού του παιχνίδιζαν μέσα στην πλούσια κόμη της.
Από την άλλη ο Θάνατος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό που τον είχε ωθήσει τόσο να την πλησιάσει. Ήταν κάτι στο βλέμμα της που έκρυβε μια θλίψη που ήθελε να διώξει από το πρόσωπό της. Βαθιά μέσα του ήθελε να της δείξει πως ότι είχε πει πριν λίγο δεν ήταν λόγια που θα τα άφηνε έτσι να στριφογυρίζουν στο μυαλό κάποιου χωρίς να έχει την ευκαιρία να τα δει να γίνονται πράξη. Κάπου εκεί υπήρχε κάτι, το οποίο ζητούσε να ξαναδεί εκείνο το αστραφτερό χαμόγελο που του χάρισε όταν τον ευχαρίστησε πριν λίγο.
Τα πράσινα του μάτια ήταν ανοιχτά και κοιτούσαν την αναψοκοκκινισμένη λευκή επιδερμίδα του προσώπου της. Τα μάτια της ήταν κλειστά, ενώ τα χείλη της, με μια γεύση κερασιού είχαν κολλήσει στα δικά του. Ήταν κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του. Μια υφή, μια γεύση τελείως διαφορετική από εκείνη που ένιωθε κάθε φορά που άγγιζε έναν άνθρωπο. Το χέρι του ήταν ακόμα ακουμπισμένο στην άκρη του προσώπου της, χωμένο κάπου μέσα στα πυκνά μαλλιά της. Ήταν ιδιαίτερα ζεστή. Αλλά τα χείλη της γεμάτα δροσιά έκρυβαν καλά την φλόγα του σώματός της.
Με την άκρη του ματιού του διέκρινε κίνηση εντός του δωματίου. Τράβηξε τα χείλη του από της κοπέλας, ενώ έντρομος γύρισε προς τα πόδια του κρεβατιού. Κάτι πετούσε εκεί πέρα. Μια μεγάλη πεταλούδα, με μωβ φτερά και γαλάζιους κύκλους πάνω τους, αιωρούνταν στο ύψος των ποδιών της κοπέλας. Κοίταξε το Ρολόι της Ζωής της. Της απέμεναν περίπου δύο με τρείς ώρες ζωής ακόμα. Έπειτα ξανακοίταξε την πεταλούδα που πετούσε όλο και πιο κοντά στην κοπέλα. Σηκώθηκε όρθιος με την κοπέλα να ανασηκώνετε περισσότερο στο κρεβάτι της.
«Πολύ φοβάμαι πως η επίσκεψή μου έφτασε στο τέλος της για σήμερα», είπε ο Θάνατος συνεχίζοντας να κοιτάζει την πεταλούδα που κάθισε στην ανοιχτή παλάμη της κοπέλας. «Θα είμαι λίγο ακόμα εδώ στην πόλη οπότε θα έρθω μια ακόμα βόλτα από εδώ».
«Δεν είναι όμορφη;», παρατήρησε η κοπέλα γεμάτη θαυμασμό δίχως να δώσει πολύ προσοχή στα λόγια του Θανάτου, καθώς με το ελεύθερό της χέρι χάιδευε τα πλατιά φτερά της πεταλούδας. «Δεν θυμάμαι όσο χρόνια ζω εδώ πέρα να έχω δει μια τόσο μεγάλη και όμορφη πεταλούδα να μην φοβάται το ανθρώπινο άγγιγμα».
Ο Θάνατος δεν είπε τίποτα. Στεκόταν όρθιος δίπλα στο κρεβάτι έχοντας ακόμα στα χείλη του την γεύση κερασιού από τα χείλη της κοπέλας. Κοιτούσε μια το φωτεινό πρόσωπό της και μια την μεγάλη πεταλούδα, λίγο μικρότερη από την παλάμη του χεριού της, να στέκεται εκεί πέρα δίχως να φοβάται να φύγει μακριά. Ίσως η κοπέλα να μην μπορούσε να καταλάβει τι ήταν εκείνο το πλάσμα στα χέρια της αλλά ο ίδιος γνώριζε. Κάπου εκεί γύρω υπήρχε ένας Αγγελιοφόρος Ψυχών. Μια οντότητα που ουσιαστικά συνέδεε τον κόσμο των ανθρώπων με την μεταθανάτια ζωή και ήταν υπεύθυνη για το ταξίδι των ψυχών.
Κοίταξε και πάλι το πύρινο ρολόι πάνω από το κεφάλι της κοπέλας. Σύντομα θα έπρεπε να ερχόταν πάλι σε εκείνο το μέρος με την κανονική του μορφή να της μιλήσει για τελευταία φορά πριν κλείσει τα μάτια της.
«Το ξέρεις πως σε κάποιες θρησκείες οι πεταλούδες συμβολίζουν τον θάνατο, ενώ σε κάποιες άλλες τον ερχομό καλών ονείρων;», τον ρώτησε χαμογελαστή η κοπέλα. «Υποθέτω πως αν κλείσω τα μάτια μου θα μάθω ποια από αυτές τις θρησκείες έχει δίκαιο», είπε γελώντας δίχως να πάρει τα μάτια της από το πετούμενο που κάθονταν πλέον στην άκρη του δεξιού της δείκτη. «Πως γίνεται κάτι τόσο όμορφο να συμβολίζει τον θάνατο;»
«Κράτα τα μάτια σου λίγο ακόμα ανοιχτά», της είπε ο Θάνατος στρίβοντας την πλάτη του. «Θα έρθω να σε δω σύντομα και πάλι. Ίσως τότε μου πεις τι πραγματικά συμβολίζει η πεταλούδα».
«Κάτι ξέχασες!», του είπε και ο Θάνατος γύρισε προς την μεριά της βλέποντας την με ένα έντονο λαμπερό χαμόγελο. «Ποιο είναι το όνομά σου;»
Τι στο καλό συνέβαινε με εκείνη την κοπέλα; Η μία περίεργη ερώτηση μετά την άλλη. Πρώτα ήθελε να μείνει μόνη. Έπειτα του ζήτησε να την φιλήσει. Τώρα του ζητούσε κάτι που δεν είχε ποτέ στη ζωή του. Σίγουρα δεν θα μπορούσε να της πει ότι το όνομά του ήταν Θάνατος. Πως αυτή ήταν η ονομασία που του είχαν δώσει οι άνθρωποι στο πέρασμα των αιώνων. Ένα όνομα, που αν της το έλεγε εκείνη τη στιγμή, μόνο τρόμο θα μπορούσε να της προκαλέσει στις τελευταίες της στιγμές.
«Θάνος. Το όνομά μου είναι Θάνος», επανέλαβε κοιτάζοντας τα καστανά της μάτια που είχαν καρφωθεί πάνω του.
«Χάρηκα Θάνο!», αναφώνησε χαμογελαστή. «Σε ευχαριστώ που μου ομόρφυνες τόσο την σημερινή μέρα! Ονομάζομαι Χρυσάνθη», του είπε και χαμογέλασε πλατιά, ενώ ο Θάνατος, ενοχλημένος που είχε πει σε ένα τόσο γλυκό χαμόγελο ψέματα, έστριβε την πλάτη του με τύψεις.
«Θα σε δω σε λίγο», της είπε και χάθηκε στην πτέρυγα σπάνιων ασθενειών του νοσοκομείου, για όχι τελευταία φορά εκείνη τη μέρα.
Εδώ η συνέχεια