Κεφάλαιο 31: Τζον Κεφάλαιο 32: Μαίρυ Κεφάλαιο 33: Τζον

31 Τζόν

Το μοτέλ, χαμένο από τη σκόνη, που το περιτριγύριζε η έρημος.

 

Το έπνιγε και σιγά το εξαφάνιζε με τους ανέμους να βοηθάνε στο χορό αυτό. Γιατί η έρημος αυτή τη δουλειά κάνει, τα εξαφανίζει όλα μέσα της. Τα κάνει να μοιάζουν όλα ίδια, σαν κόκκοι μικροί και ασήμαντοι. Όμως μπορεί και να μεταμορφώνεται σε ό,τι θελήσει, ακόμα και σε κύμα που παρασέρνει τα πάντα στο πέρασμά του και έπειτα δημιουργεί νέους κόσμους.

Advertising

Advertisements
Ad 14

 

 

Ξύπνησα μέσα σε σκόνη σαν για ακόμα μια φορά τα χρόνια να πέρασαν από πάνω μου.

Ένα κουρτινόξυλο είχε ξεχαρβαλωθεί και κρεμόταν το μισό από τη θέση του.

 

Μα για όνομα του θεού, δε φτιάχνουν τίποτα εδώ μέσα ; σκέφτηκα, αντικρίζοντας το παράθυρο σπασμένο και λερωμένο. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, για να παρατηρήσω ότι ήταν παρατημένο και εγκαταλελειμμένο από χρόνια και ότι όλα είχαν αλλάξει για μια ακόμα φορά γύρω μου.

 

Ντύθηκα και βγήκα έξω. Το αμάξι μου στεκόταν εκεί και με περίμενε. Γύρω μου αντίκρισα μόνο έρημο να έχει κυκλώσει το μοτέλ εμένα και το αμάξι. Πουθενά δρόμος γύρω μας, κανένας τρόπος διαφυγής. Το μοτέλ, η έρημος το αμάξι κι εγώ, γινόμασταν ένα. Μια ακίνητη εικόνα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, άκουγα κάτι να περνά, να με κοιτά, μα ο δρόμος βρισκόταν στη φαντασία μου και χανόταν βολικά στο υποσυνείδητο.

Advertising

 

Έψαξα το τζάκετ μου και έβγαλα τα κλειδιά του αμαξιού.

Μπήκα μέσα, άναψα τη μηχανή και ένιωσα την ορμή του κινητήρα. Καθώς ζεσταινόταν η μηχανή, ανέδυε θερμότητα που θόλωνε το παρμπρίζ. Πάτησα το γκάζι και ένιωσα τον εαυτό μου να χάνεται στην έρημο των αναμνήσεων παρασυρόμενος από την στροφορμή του κινητήρα που γύρναγε ασταμάτητα από τον ιμάντα που έδινε ζωή στο μηχανή του αυτοκινήτου. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχα με το αμάξι και εκείνο θα μου έδινε μια οδό διαφυγής.

 

Οδήγησα στον ορίζοντα εκεί που δεν υπήρχε δρόμος μέσα στο ερημικό τοπίο.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 11: Εύα και Αυγερινός

Σκέφτηκα και χαμογέλασα στην ελπιδοφόρα σκέψη ότι αυτό δεν ήταν οι αναμνήσεις αλλά το μέλλον. Κάτι που δεν είχα δημιουργήσει ακόμα.

Advertising

 

Το μυαλό μου έβλεπε ακτίνες να επικλίνουν σε ένα κοινό σημείο στον ορίζοντα.

Αυτός ήταν ο δικός μου δρόμος.

 

Κάποια στιγμή σταμάτησα και είδα μια ταμπέλα να αναγράφει μια χρονολογία. Έγραφε 1996. Δεν ελάττωσα καθόλου ταχύτητα, παρά μόνο έτρεξα πιο γρήγορα και, όπως ο ηλεκτρισμός ταξιδεύει στο χώρο, έτσι κι εγώ χάθηκα ξανά στην εποχή από την οποία πραγματικά είχα προέλθει.

 

Μαίρυ επιτέλους, σκέφτηκα, θα σε δω.

Advertising

Τώρα βρήκα τον δρόμο μου.

 

32 Μαίρυ

 

Δεν υπάρχει ο χρόνος να σε αγγίξω καθώς οι κόκκοι της άμμου που αρχίζουν να περικλείουν αυτό το χαμένο όνειρο με σταματάνε. Βλέπω πάλι τη μορφή σου να φεύγει, να μου υπενθυμίζει ότι ξεγλιστρά στο χρόνο. Της φωνάζω, αλλά δε με ακούει. Ένας αέρας σηκώνεται και τα παρασέρνει όλα στο διάβα του σαν την έρημο που καλύπτει τα πάντα με τους μικροσκοπικούς κόκκους της.

 

Ξύπνησα μόνη μέσα στο αμάξι και έξω έβρεχε πολύ.

Advertising

Σχηματίζονταν λιμνούλες από αναμνήσεις, ενώ γύρω μου υπήρχε μια πυκνή ομίχλη. Στο εσωτερικό του αμαξιού, μύριζε το δέρμα των καθισμάτων παρέα με την υγρασία. Έβρεχε.

 

Η βροχή δυνάμωσε και κάποιος μου χτύπησε το τζάμι.

Κοίταξα τρομαγμένη και είδα μια ηλικιωμένη κυρία να μου μιλάει, ζητώντας να της ανοίξω. Χωρίς δεύτερη σκέψη της άνοιξα και μπήκε μέσα στάζοντας νερό από πάνω της. Φορούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι της και έμοιαζε πολύ όμορφα ντυμένη. Μπήκε μέσα και με ένα τράβηγμα της πόρτας απομόνωσε τον ήχο της βροχής έξω από το αμάξι.

 

«Χίλια ευχαριστώ που μου άνοιξες, αλλιώς θα είχα γίνει μούσκεμα, να είσαι καλά παιδί μου. Με λένε Μαίρυ, εσένα ;»

Advertising

«Έχουμε και το ίδιο όνομα», απάντησα.

«Μα πώς βρέθηκες εδώ έξω, να περιφέρεσαι στην ερημιά ;»

«Δούλευα εδώ κοντά, τελείωσα τη βάρδιά μου και, καθώς πήγαινα στο σπίτι ,έπιασε αυτή η καταραμένη βροχή. Εσύ πως τέτοια ώρα και είσαι έξω στο δρόμο στα σκοτάδια παιδί μου ;»

«Τι να σου πω, μεγάλη ιστορία, να αισθάνεσαι τυχερή που βρέθηκα στο δρόμο σου και σε έσωσα».

Advertising

«Συνήθως με πηγαίνουν δυο φίλοι στο σπίτι κάθε βράδυ αλλά σήμερα κάτι έγινε εκεί που δουλεύω και ξαφνικά δεν μπορώ να τους βρω, κάτι θα τους έχει τύχει μάλλον. Μα και με όλη αυτή την ομίχλη που καλύπτει τα πάντα που δεν μπορείς να δεις τίποτα πλέον, έχω χάσει ακόμα και το δρόμο για το σπίτι μου».

Όπως μιλούσαμε, η βροχή που έπεφτε στη λαμαρίνα του αυτοκινήτου με κοίμιζε γλυκά καθώς τα τζάμια θόλωναν από την υγρασία. Μου φάνηκε περίεργο το ότι είχαμε τόσα κοινά, είχε δουλέψει σε βενζινάδικο και είχε δυο φίλους που την πήγαιναν σπίτι…

«Για μια στιγμή, μήπως με δουλεύει ; Αυτά που περιγράφει μοιάζουν με τη δική μου ζωή», σκέφτηκα. Εκείνη τη στιγμή γύρισα και την παρατήρησα καλύτερα και είδα ότι μου έμοιαζε πολύ, ήταν ολόιδια με εμένα στα χαρακτηριστικά αλλά πολύ πιο μεγάλη σε ηλικία.

 

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 10: Της μοίρας το παιχνίδι

«Ποιά είναι τα ονόματά τους ;» ρώτησα.

Advertising

«Τι είπες χρυσή μου ;»

«Μα είναι Ρόμπ και Τζόν, δε θυμάσαι τίποτα πια ;»

 

Σαν εφιάλτης ήταν, με έπιασε απότομα από το μπράτσο με απόλυτη δύναμη χωρίς να έχει αίσθηση απελευθέρωσης. Σοκαρισμένη από την ένταση και τον πόνο, γύρισα και έκανα μια κίνηση ώστε να απεγκλωβιστώ από το χέρι της που με έσφιγγε όλο και πιο δυνατά.

 

«Μα τι κάνεις ; Και που ξέρεις εσύ τους φίλους μου ; Ποιά είσαι επιτέλους ;»

Advertising

 

«Εγώ είμαι εσύ, Μαίρυ, και δεν πρέπει να υπάρχεις, δεν είναι λογικό να βρίσκεσαι ανάμεσα στη ροή του χρόνου και να τα χαλάς όλα».

«Μα τι λες ; είσαι στα καλά σου κυρία μου ; Ποιά είσαι ; τι είναι αυτά που λες ; Άφησε με σε παρακαλώ, με πονάς.»

 

«Θυμήσου τι μέρα ήταν και τι έκανες, ποιά ήσουν πριν έρθεις εδώ και πιάσεις δουλειά, τότε θα σε αφήσω».

 

 

 

33 Τζόν

Advertising

 

Δε μπορούσα να το πιστέψω όταν κοίταζα την ταμπέλα.

 

Αντί για το όνομα μιας πόλης έγραφε 1996, την χρονολογία στην οποία πήγαινα αλλά και από όπου προερχόμουν. Αν ήμουν σε άλλη κατάσταση θα σκεφτόμουν ότι με δουλεύει η ίδια η ζωή, αλλά αυτό ήταν κάτι που το είχα ήδη αποδεχτεί. Συνέχισα για αρκετή ώρα ακόμα στον μακρύ δρόμο και τελικά στον ορίζοντα φάνηκε η πόλη.

Διαβάστε επίσης  Κεφάλαιο 6: Όνειρο επόμενου επεισοδίου

 

Ένιωθα ότι θα βρισκόμουν στη δική μου χρονολογία και, μαζί με αυτό, ότι επιτέλους θα έβρισκα την ηρεμία μου, θα αντίκριζα την Μαίρυ και θα ζούσαμε ευτυχισμένοι. Θα ζούσαμε τη δική μας κοινή πραγματικότητα και επιτέλους θα ένιωθα το άγγιγμά της. Τώρα ήξερα που να πάω, θυμόμουν τη διεύθυνσή μου, το μέρος όπου έμενα. Ανυπομονούσα να τη δω, να μου πει ότι όλα αυτά ήταν ψέματα, ένα είδος φάρσας. Πόσο ήθελα να φύγει αυτός ο εφιάλτης, να ζήσω φυσιολογικά, επιτέλους ο χρόνος θα είχε νόημα.

 

 

Καθώς ταξίδευα με το αμάξι, ο αέρας με χτυπούσε στο πρόσωπο και ο ήλιος εισέβαλε στο οπτικό μου πεδίο. Σκίασα με το σκέπαστρο του αυτοκινήτου τα μάτια μου και είδα ξεκάθαρα τι γινόταν. Ο δρόμος μπροστά μου ανασυντασσόνταν σαν ζωγραφιά στον καμβά και νέες κατασκευές στα πλάγια του δρόμου εμφανίζονταν σαν νέα μπουμπούκια που άνθιζαν στα πλάγια του δρόμου. Κατοικίες, μερικά βενζινάδικα, κάποια εξοχικά, στην αρχή αραιά και μετά πιο συγκεντρωμένα, όλα εμφανίζονταν σε ένα κεντρικό δρόμο που οδηγούσε σε μια πόλη.

Advertising

 

Ακόμα δεν είχα δει κόσμο να κινείται. «Είναι πολύ νωρίς μάλλον», σκεφτόμουν όσο τα κτήρια χανόντουσαν δεξιά και αριστερά στον δρόμο, ενώ τα προσπερνούσα. Πίσω μου η ταμπέλα απομακρυνόταν και σιγά-σιγά αποδεχόμουν την πραγματικότητα προς την οποία κατευθυνόμουν.

 

Σβήνοντας από την απόσταση, τόσο αποτυπωνόταν στη μνήμη μου. Στην δική μου μνήμη, από την δική μου εποχή. Σε αυτήν, η αγωνία για να ξαναδώ τη Μαίρυ έπαιρνε σάρκα, καθώς η μορφή της σχηματιζόταν στο μυαλό μου σαν επιβάτης, που θα έβρισκα στον δρόμο.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

παζολινι

Παζολίνι: O διανοούμενος μαρξιστής της 7ης τέχνης

Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ένας μαρξιστής διανοούμενος, βιρτουόζος του
Μπορεί να έχεις μεγαλώσει, αλλά...

Μπορεί να έχεις μεγαλώσει, αλλά…

Μπορεί να έχεις μεγαλώσει, αλλά η “μαγεία” ακόμη υπάρχει μέσα