Η κουβέντα μας με τον Ζαχαριάδη, μπροστά στο μπουφέ της εκδήλωσης του Πανεπιστημίου, κινήθηκε γύρω από την τάση της Ουρανίας, να τιμωρεί τον εαυτό της.
Επειδή όπως αποφασίσαμε˙ αυτό ακριβώς κατάφερνε με το να προκαλεί άσκοπα τη ζήλια του Λεωνίδα.
Κι αν το δικό μου μεγάλο ερώτημα ήταν το γιατί έφυγε ο Λάμπης, εκείνο που πολύ εύστοχα αναρωτήθηκε ο καθηγητής, ήταν το γιατί η Ουρανία αυτοτιμωρείται.
«Κοίτα Ορέστη˙ στα χρόνια που πέρασαν, συνάντησα ανθρώπους που τιμωρούσαν τον εαυτό τους, επειδή τον θεωρούσαν υπεύθυνο για μια άσχημη εξέλιξη στη ζωή τους…
Άλλοι πάλι επέβαλαν στους εαυτούς τους τη στέρηση κάθε χαράς κι απόλαυσης, γιατί έτσι πίστευαν πως θα εξιλεωθούν για τις άσχημες πράξεις τους.
Υπήρχαν κι εκείνοι που το έκαναν επειδή το θεωρούσαν δίκαιο.
Το να τιμωρείς ο ίδιος δηλαδή το σώμα και την ψυχή σου για τα λάθη τους, όταν η τιμωρία που τους άξιζε ήταν αδύνατο να επιβληθεί από κάποιον άλλο.
Η πράξη της αυτοτιμωρίας γίνεται άλλες φορές συνειδητά κι άλλοτε πάλι, χωρίς να καταλαβαίνει ο δράστης τι κάνει και πολύ περισσότερο, γιατί το κάνει και τι πραγματικά προσδοκά από μια τέτοια πράξη.
Τώρα που το θυμάμαι, συνάντησα κάποτε και μία περίπτωση αυτοτιμωρίας, που ήταν αρκετά παράξενη˙ διαφορετική θα έλεγα καλύτερα, από τις συνηθισμένες.
Το περιστατικό συνέβη σε μια εποχή που με καλούσε συχνά η Ελληνική αστυνομία, με σκοπό τη στελέχωση και την κατεύθυνση ομάδων διαπραγμάτευσης, όταν υπήρχε κάποια εγκληματική ενέργεια, στην οποία υπήρχαν όμηροι που κινδύνευαν, αφού οι ζωές τους βρίσκονταν στα χέρια αδίστακτων κακοποιών.
»Ο δράστης εκείνη τη μέρα ήταν ένας άντρας που εισέβαλε στην τράπεζα, κρατώντας το περίστροφο στο ένα χέρι και μια χειροβομβίδα στο άλλο, απειλώντας συνεχώς πως θα την απασφαλίσει, παίρνοντας μαζί του στο θάνατο τα δεκαέξι άτομα που υπήρχαν εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα˙ πελάτες και προσωπικό της τράπεζας.
Οι λανθασμένες κινήσεις του επίδοξου ληστή, επιβεβαίωσαν από την πρώτη στιγμή στους άνδρες της αστυνομίας, το γεγονός πως είχαν απέναντί τους ένα άπειρο κι απρόσεχτο νεαρό αγόρι.
Η επιπολαιότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου, ήταν εκείνη που οδήγησε την απόπειρα ληστείας της τράπεζας στην αποτυχία, με αποτέλεσμα να βρίσκεται περικυκλωμένος από δεκάδες αστυνομικούς. Αυτό θα έπρεπε κανονικά να είχε αφήσει την αίσθηση της ικανοποίησης στον ταξίαρχο που κατεύθυνε το αρχικό σκέλος της επιχείρησης.
Το γεγονός όμως ότι ο επίδοξος ληστής ήταν οπλισμένος και απειλούσε να σκοτωθεί μαζί με όλους τους ομήρους, είχε κάνει τον συγκεκριμένο βαθμοφόρο της Ελληνικής αστυνομίας να ανησυχήσει ιδιαίτερα.
Η αλήθεια είναι πως τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας, τη στιγμή που ο επίδοξος μακελάρης πλέον, του έθεσε τον όρο να γίνουν οι διαπραγματεύσεις από ένα άτομο, το οποίο θα έμπαινε μάλιστα μέσα στο κτήριο.
(Εγώ είμαι χαμένος έτσι κι αλλιώς, γι’ αυτό και δεν θα λογαριάσω κανέναν εδώ μέσα, το κατάλαβες αυτό;)
»Ήταν τα τελευταία λόγια που του είπε, πριν του κλείσει το τηλέφωνο.
Έτσι αποφασίστηκε η δική μου διαμεσολάβηση, με την ελπίδα να δοθεί κι εκείνη τη φορά -όπως είχε γίνει και παλαιότερα- ένα αίσιο τέλος».
Θυμήθηκα αμέσως την συγκεκριμένη απόπειρα ληστείας στην τράπεζα της Κοζάνης, όμως άφησα τον καθηγητή να μου τη διηγηθεί έτσι όπως την βίωσε ο ίδιος τότε.
Παρόλο που το γεγονός αυτό είχε συμβεί την εποχή που ήμουν φοιτητής και θαύμαζα τον καθηγητή για το ακαδημαϊκό του έργο, τα κατορθώματα του στις διαπραγματεύσεις με εγκληματίες τα πληροφορούμουν κι εγώ, όπως και οι υπόλοιποι μαθητές του, από τα δελτία των ειδήσεων.
Ο Ζαχαριάδης δεν μιλούσε ποτέ στις αίθουσες όπου δίδασκε, για εκείνες τις υποθέσεις.
Ίσως επειδή δεν του επέτρεπαν να δημοσιοποιεί τίποτα περισσότερο για εκείνες τις επιχειρήσεις, από όσα ανακοίνωνε η ίδια η αστυνομία στους δημοσιογράφους.
«Για ποιο λόγο χαρακτήρισες ως παράξενη τη συγκεκριμένη περίπτωση;»
«Όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τέτοιους ανθρώπους, αυτό που κάνεις στην πραγματικότητα, είναι το ότι διαπραγματεύεσαι ανθρώπινες ζωές.
Τις ζωές των ομήρων, τη δική σου, αλλά και των ίδιων των δραστών.
Οποιαδήποτε απώλεια ζωής, καθιστά την προσπάθεια αποτυχημένη.
Μια αποτυχία που βαραίνει τη συνείδησή σου για πάντα.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες πίεσης, ο χρόνος δεν είναι ποτέ με το μέρος σου.
Γι’ αυτό προσπάθησα να εξασφαλίσω όσο περισσότερο χρόνο μπορούσα.
Εκείνο που κατάφερα στη συνέχεια, ήταν το να κερδίσω την εμπιστοσύνη του νεαρού -που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι κάποιος φοιτητής μου- κάνοντας του ερωτήσεις για το ιστορικό της οικογενειακής του κατάστασης.
Δεν ζητούσε εγγυήσεις για τον ίδιο, ούτε κάποιον ασφαλή τρόπο διαφυγής, όπως γίνεται συνήθως, αλλά επέμενε να μάθει για το αν η πράξη του είχε γίνει γνωστή στο πανελλήνιο κι αν φιγουράριζε ως πρώτο θέμα στις ειδήσεις.
Κατάλαβα αμέσως πως είχα απέναντι μου έναν άνθρωπο που βρίσκονταν σε απόγνωση και χρειάζονταν επειγόντως βοήθεια, προκειμένου να μην προξενήσει ένα μεγάλο κακό στην προσπάθειά του να στείλει το μήνυμα του εκεί που ήθελε».
«Ποιο ήταν το μήνυμα του και σε ποιον προσπάθησε να το στείλει τελικά;»
«Κατέβαλα κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον πείσω πως είχε καταφέρει εκείνο που ήθελε.
Τον διαβεβαίωσα επίσης, πως θα έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου, προκειμένου να λάβει τη βοήθεια που χρειαζόταν.
Θα του ήμουν δε ευγνώμων, αν μου ανέλυε στη συνέχεια το πρόβλημα του, επειδή εκτός από το να γνωστοποιηθεί, έπρεπε να γίνει και κατανοητό από το ευρύ κοινό.
Τον επισκέφτηκα τρεις ή τέσσερις φορές, στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού, εκεί όπου είχε μεταφερθεί μετά την παράδοσή του.
Δεν είχε ξεπεράσει ποτέ το γεγονός ότι οι γονείς του είχαν χωρίσει.
Ένας χωρισμός που συνέβη λίγα χρόνια νωρίτερα, την εποχή που εκείνος ήταν μαθητής του Γυμνασίου.
Αν και από τη μεριά των γονιών του, κατέβαλλε ο καθένας τους κάθε δυνατή προσπάθεια, προκειμένου να τον πείσουν πως δεν θα άλλαζε τίποτα στη μεταξύ τους σχέση και πως θα συνέχιζε να είναι για εκείνους το αγαπημένο τους παιδί…
Θα έκαναν μάλιστα τα πάντα για να του εξασφαλίσουν την ευτυχία…
Εκείνο που μου αποκάλυψε στη συνέχεια ο ίδιος, ήταν πως ποτέ δεν πίστεψε ούτε λέξη από τα κούφια λόγια τους˙ όπως τα αποκαλούσε».
Κούφια λόγια! Σκέφτηκα…
Που πέφτουν στο έδαφος αμέσως μόλις σχηματιστούν.
Αδύναμες λέξεις, που δεν διαθέτουν τη συναισθηματική ακτινοβολία που τους είναι απαραίτητη, προκειμένου να φτάσουν στον προορισμό τους.
Ποτέ δεν σκέφτηκα στο παρελθόν, πως τα λόγια που δεν βρίσκουν το στόχο τους είναι ικανά πολλές φορές να προξενήσουν μία ανυπολόγιστη καταστροφή.
Για φαντάσου˙ η ετοιμολογία της λέξης αμαρτάνω είναι: χάνω το στόχο μου.
»Πίστευε ότι τον κορόιδευαν και θεώρησε πως επιβεβαιώθηκε με τον πιο οδυνηρό τρόπο, όταν οι γονείς του συνέχισαν τη ζωή τους με διαφορετικούς συντρόφους.
Το ποτήρι της οργής του ξεχείλισε κι ο ίδιος οδηγήθηκε στην απερισκεψία, όταν πληροφορήθηκε πως η μητέρα του ετοιμαζόταν να φέρει στον κόσμο το πρώτο παιδί της καινούριας της οικογένειας.
Αν νοιάζονταν για εκείνον έστω και στο ελάχιστο… Αν πίστευαν μια στάλα στα ίδια τους τα λόγια, τότε η φυλακή και η δημόσια κατακραυγή, ο θάνατος του ο ίδιος, θα γίνονταν για εκείνους η κατάλληλη τιμωρία.
Αν πάλι, όπως πίστευε, η ύπαρξη του δεν ήταν παρά ένα εμπόδιο στη συνέχεια της ζωής τους…
»Αν όλα αυτά που του υπόσχονταν πως θα έκαναν για την ευτυχία του, δεν ήταν παρά η μοναδική υποχρέωση που τους είχε απομείνει από τις λάθος αποφάσεις του παρελθόντος…
(Τότε προτιμώ να μην υπάρχω! Τους απαλλάσσω από κάθε υποχρέωση! Να τους το πείτε αυτό!)
Τα τελευταία λόγια που άκουσα από εκείνον. Δεν τον ξαναείδα από τότε.
»Σκέφτηκα πως ίσως˙ μπορεί να κάνω και λάθος δηλαδή, αλλά˙ νομίζω πως η συγκεκριμένη υπόθεση αυτοτιμωρίας, μοιάζει αρκετά με την περίπτωση της δικής σου Ουρανίας.»
«Θα μπορούσε να μοιάζει, πράγματι. Όμως, αν βαθιά μέσα του ο νεαρός συντηρούσε μία κρυφή ελπίδα, πως ίσως οι γονείς του να διέθεταν ακόμη κάποια αισθήματα για εκείνον…
Αν υπήρχε έστω και μια μικρή πιθανότητα…
Τότε είναι βέβαιο πως η απόφαση του να τους τιμωρήσει, στηρίχτηκε σε εκείνη τη μικρή πιθανότητα.
Η Ουρανία όμως επέλεξε να τιμωρεί τον εαυτό της, με το να εκτίθεται επανειλημμένα στη βίαιη συμπεριφορά του άντρα της.
Το μόνο πράγμα που προσδοκά από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά, είναι το να πληγωθεί ο εγωισμός του.
Αν και αυτή είναι η δική της εξήγηση, Θεωρώ πως δεν θα αποφάσιζε σε καμία περίπτωση να σηκώσει αυτό το βαρύ φορτίο, για μια τόσο μικρή ανταμοιβή.
Είμαι βέβαιος πως δεν μου έχει φανερώσει ακόμη όλη την αλήθεια της»
«Κι έτσι, παραμένουν αναπάντητα τα ερωτήματά μας.
Γιατί έφυγε ο γιος της; Και γιατί η ίδια τιμωρεί τον εαυτό της;»
Παρατήρησε ο καθηγητής με μια υποψία απογοήτευσης, ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, ενώ με ένα άγγιγμα στον ώμο, με παρακίνησε να βαδίσουμε ανάμεσα στο πλήθος.
«Υπάρχει περίπτωση να ασχολήθηκαν μαζί του στο ψυχιατρείο των φυλακών;»
«Να ασχολήθηκαν μαζί του; Είναι στιγμές βρε Ορέστη, που η αφέλεια σου αγγίζει τα όρια της παιδικής αθωότητας.
Το ότι η διαπραγμάτευση μου μαζί του είχε ως αποτέλεσμα να στεφθεί η επιχείρηση με επιτυχία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να πείσω εκείνους που θα αποφάσιζαν για την τύχη του, πως χρειαζόταν ψυχιατρική βοήθεια και ψυχολογική στήριξη.
Για τους περισσότερους όμως, δεν έπαψε να είναι εκείνος που απειλούσε να σκοτώσει δεκαέξι αθώους ανθρώπους.
Το να τον κρατούν μακριά από το υγιές μέρος της κοινωνίας, τους αφήνει όλους ικανοποιημένους.
Όμως, μη γελιέσαι φίλε μου. Μια περίπτωση σαν τη δική του˙ ακόμη κι εκτός του ψυχιατρείου της φυλακής, είναι πολύ δύσκολο να βρει πραγματική βοήθεια.»
«Γιατί το λες αυτό;»
«Επειδή όπως συμβαίνει συνήθως, δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για μια τέτοια περίπτωση. Ακόμη κι όταν υπάρχει δηλαδή, πολύ σπάνια διατίθεται.
Η επιστήμη που υπηρετούμε Ορέστη, συνηθίζει να καταφεύγει σε μεθοδευμένες τεχνικές βοήθειας, συγκεκριμένες ασκήσεις και φόρμες, καθώς και ερωτηματολόγια από διάφορες σχολές, με σκοπό να δώσει τις απαιτούμενες λύσεις.
Οι πρακτικές αυτές δημιουργούνται μέσα από έρευνες πολλών ετών, επάνω σε χιλιάδες περιπτώσεις ανθρώπων, με σκοπό να εξασφαλίσουν τα κατάλληλα εργαλεία στους σύγχρονους ψυχολόγους, για να μπορέσουν οι τελευταίοι να αυξήσουν το ποσοστό της επιτυχίας στη δουλειά τους.
Κι αν μου πεις πως όλη αυτή η έρευνα και η βιβλιογραφία εξυπηρετεί τη διάδοση της γνώσης και της διδασκαλίας, προκειμένου να εξελιχθεί η σύγχρονη αυτή επιστήμη˙ τότε δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω…
Μα θέλω να μου πεις, πόσοι από τους ψυχολόγους που βρίσκονται εκεί έξω, είναι έτοιμοι να διαθέσουν τον ποιοτικό χρόνο που είναι απαραίτητος για εκείνο το νεαρό παλικάρι,, με σκοπό να του δώσουν ουσιαστική βοήθεια;
Πόσοι από εκείνους που διαθέτουν τα επιστημονικά εργαλεία των δασκάλων τους, είναι έτοιμοι να συρθούν μαζί του μέχρι το σκοτεινό μπουντρούμι, όπου είναι φυλακισμένος ο εαυτός του, με σκοπό να τον ελευθερώσουν;»
Καταλάβαινα την αγανάκτηση του Ζαχαριάδη, όμως δεν μπορούσα να του δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση.
Ίσως επειδή, ακούγοντας τη φράση “σκοτεινό μπουντρούμι” μια λάμψη φώτισε τις μπερδεμένες μου σκέψεις.
«Κι αν υπήρχε μια διαφορετική εκδοχή;»
«Για ποιο πράγμα;»
«Αν η φυλακή και η δημόσια κατακραυγή˙ ακόμη και η συνάντηση με τον θάνατο, δεν ήταν μια απόπειρα τιμωρίας, αλλά μια απελπισμένη κραυγή για βοήθεια;»
«Συνήθως αυτό δηλώνει κάθε ενέργεια που περιέχει βία˙ όμως, δεν καταλαβαίνω, τι ακριβώς εννοείς;»
«Αν έφερε στη ζωή του το απόλυτο σκοτάδι μόνο και μόνο για να τους καλέσει κοντά του;
Να τους δώσει μια ευκαιρία να αποδείξουν την αγάπη τους!
Κι αν τελικά˙ αντίθετα με όσα έλεγε, βαθιά μέσα του πίστευε πως υπήρχαν από τους γονείς του κάποια συναισθήματα για εκείνων;
Το ότι τον πλήγωσε τόσο πολύ ο χωρισμός τους, δεν μαρτυρά την ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων στο παρελθόν;
Ίσως ο φόβος πως έχασε για πάντα εκείνα τα συναισθήματα τους, να θόλωσε την κρίση του τόσο πολύ, που να μην όριζε τις πράξεις του.
Ίσως τελικά, όλα να είχαν να κάνουν με την αναζήτηση ενός θησαυρού, που ο ίδιος πίστευε πως είχε χάσει από καιρό.»
«Μπορεί να είναι κι έτσι όπως τα λες Ορέστη… Όμως ποιος νοιάζεται πραγματικά;
Εξακολουθούμε να ζούμε σε μια κοινωνία, όπου κάθε τόσο ο μηχανισμός της παράγει ένα προβληματικό προϊόν.
Κι όταν συμβαίνει αυτό, τότε η κοινωνία μας ενδιαφέρεται περισσότερο με το πως θα καταστρέψει αυτό το προϊόν, και πολύ λίγο με το πως θα διορθώσει το προβληματικό κομμάτι του μηχανισμού της.
Κι έτσι εκείνο το κομμάτι συνεχίζει να παράγει προβληματικά προϊόντα.»
«Τι είναι αυτό που θα προτείνατε εσείς, προκειμένου να αλλάξει αυτή η συμπεριφορά της κοινωνίας;»
«Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πρέπει να προτείνω.
Εκείνο που ξέρω όμως, είναι πως από εκείνη την υπόθεση και μετά, έπαψα να βλέπω τον κάθε κακοποιό και τον οποιοδήποτε εγκληματία με τον ίδιο τρόπο.
Και πάντα αναρωτιέμαι: Ποιο να είναι άραγε το σκάρτο κομμάτι της μηχανής, που ευθύνεται για το προβληματικό αυτό προϊόν;»