Τα Χριστούγεννα μου έδωσαν την ευκαιρία να απολαύσω ένα εορταστικό διήμερο σε οικογενειακό περιβάλλον, όπου δέχτηκα τη διατάραξη της μοναχικότητάς μου με ευχαρίστηση.
Είχε μεγάλη σημασία για μένα το να καταφέρω να χαλαρώσω και να αδειάσω για λίγο το μυαλό μου από κάθε σκέψη που σχετιζόταν με τα προβλήματα των άλλων.
Λίγες μέρες αργότερα ένιωσα έτοιμος να επιστρέψω στις σημειώσεις που κράτησα από την τελευταία συνάντηση με την Ουρανία.
Εστίασα την προσοχή μου στην περίοδο που ακολούθησε μετά το θάνατο της μητέρας της.
Πιο συγκεκριμένα, στον τρόπο με τον οποίο η Ουρανία αναφέρθηκε σε εκείνη την περίοδο.
«Μετά τον θάνατό της, ο οικογενειακός μας κύκλος είχε μετατραπεί σε αγκάθινο στεφάνι.
Το πάτωμα έτριζε από τη βία που ασκούσε εκείνος επάνω μας, ενώ η μούχλα κατέτρωγε τους τοίχους που συγκρατούσαν την πνιγηρή ατμόσφαιρα του σπιτιού.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δηλητηρίαζε το παιδί μου αυτό το τέρας!»
Προσπάθησα να αισθανθώ έστω και για λίγο, το πως ένιωθε ο καθένας τους μέσα σε ένα τοξικό ̶ σύμφωνα με την αντίληψη της Ουρανίας ̶ περιβάλλον.
Σε ένα σπίτι που κανείς δεν ένιωθε ασφάλεια, ηρεμία και γαλήνη…
Σε μια σχέση όπου ο κύκλος που περιέκλειε τα μέλη της οικογένειας είχε μετατραπεί σε αγκάθινο στεφάνι που όπως φαίνεται, εκτός από τα εμφανή σημάδια στα κορμιά τους, δημιουργούσε κι εσωτερικές πληγές, από εκείνες που δεν φαίνονται με γυμνό μάτι˙ πληγές που τις περισσότερες φορές στερούνται τη φροντίδα ενός ειδικού, με αποτέλεσμα να παραμένουν για χρόνια αγιάτρευτες.
Πηγή του κακού φαίνεται να ήταν ο πατέρας-τρομοκράτης, που ασκούσε με αυταρχισμό την τρομοκρατική του επιρροή σε γυναίκα και παιδί, μετατρέποντάς τους σε ανυπεράσπιστα θύματα.
Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα, πως η Ουρανία βίωνε μία διπλή τραυματική εμπειρία, αφού καταπιεζόταν από τον άντρα της και ως σύζυγος και ως μητέρα.
Τα δικά της συναισθήματα από εκείνη την εποχή βέβαια, μου έγιναν γνωστά από την ίδια.
Για να κατανοήσω όμως τη θέση στην οποία βρίσκονταν ο γιος της, έπρεπε να αισθανθώ την απογοήτευσή του, την εποχή που ενώ περίμενε σαν Θεό τον πατέρα του να επιστρέψει από τη Γερμανία, εκείνος εμφανίστηκε με μια σκοτεινή(σατανική θα έλεγα) μορφή.
Ένιωσα την αγωνία του στην προσπάθεια που κατέβαλε προκειμένου να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ενός ανθρώπου, από τον οποίο εισέπραξε τελικά την βίαιη απόρριψη.
Φυσική εξέλιξη αυτής της στιγμιαίας ενσυναίσθησης, ήταν να δοκιμάσω ένα μέρος από το θυμό και την οργή, που σαν ζιζάνια φύτρωσαν μέσα του κι εμπόδιζαν την ελεύθερη πρόσβαση προς την πηγή της αγάπης.
Συναισθήματα από τα οποία είναι πολύ πιθανόν να μην έχει καταφέρει ακόμη να απαλλαγεί.
Η ανάγκη για πρόωρη ενηλικίωση μετά το θάνατο της γυναίκας που τον μεγάλωνε με στοργή, δημιουργήθηκε για δύο κυρίως λόγους.
Ο Λάμπης είχε προλάβει να δεχτεί τόσο μεγάλη αγάπη, όσο μόνο από τους παππούδες του μπορεί να αγαπηθεί ένας άνθρωπος.
Οπότε, όταν ξαφνικά βρέθηκε στη σκοτεινή πλευρά της ζωής, γνώριζε για την ύπαρξη του χαμένου θησαυρού, που για εκείνον ήταν η αίσθηση της ευφορίας που απολαμβάνει ο άνθρωπος όταν σαγηνεύεται από την αγάπη ενός άλλου ανθρώπου.
Είχε μάλιστα εθιστεί τόσο πολύ στα πολύτιμα θέλγητρα αυτού του θησαυρού, που ανυπομονούσε να πάρει τα ινία της ζωής στα χέρια του, με σκοπό να τον αναζητήσει.
Ο δεύτερος λόγος που ανάγκασε τον Λάμπη να ωριμάσει πρόωρα, ήταν πως ο ίδιος έβλεπε στο πρόσωπο της μητέρας του ένα ανυπεράσπιστο θύμα.
Η απραξία της οποίας, ασκούσε έμμεσα επάνω του τεράστια πίεση.
Μια πίεση που την αντιλαμβανόταν ως ένα είδος χρέους και μιας ιερής ευθύνης που είχε˙ να την προστατέψει δηλαδή από την βαρβαρότητα του πατέρα του.
Αυτή η συμπεριφορά του Λάμπη φανερώνει πως ̶ σε αντίθεση με ό,τι πίστευε η Ουρανία ̶ ο ίδιος δεν αισθανόταν πως ήταν ένα θύμα.
Είχα καταφέρει να νιώσω μέρος των συναισθημάτων που βίωναν η Ουρανία και ο γιος της μέσα στο σπίτι με τους σάπιους τοίχους.
Κι ενώ ετοιμαζόμουν να προχωρήσω στο δύσκολο εγχείρημα του να ανακαλύψω το πως μπορεί να ένιωθε ο Λεωνίδας μέσα σε εκείνο το σπίτι, μια απροσδιόριστη αίσθηση που έχει συνήθως κανείς όταν νιώθει πως κάτι ξέχασε, με εμπόδιζε να συνεχίσω.
Ήταν μια αίσθηση που γέννησε τελικά ένα μεγάλο ερώτημα, το οποίο εκφράστηκε με δύο μικρές λέξεις:
Γιατί έφυγε;
Πράγματι! Αυτό είναι κάτι που δεν κολλάει με όλη την ιστορία.
Τουλάχιστον έτσι όπως μου τη διηγήθηκε η Ουρανία.
Όπως γίνεται συνήθως με τους μετασεισμούς που ακολουθούν έναν μεγάλο σεισμό, έτσι και στο δικό μου μεγάλο ερώτημα υπήρξε η ανάλογη ερωτηματική ακολουθία.
Γιατί έφυγε τόσο βιαστικά και τόσο μακριά;
Γιατί εγκατέλειψε την ίδια του τη μητέρα;
Που πήγε η ευθύνη και το χρέος που ένιωθε για την προστασία της;
Γιατί δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής από τότε;
Η φυγή του μοιάζει να είναι μια τιμωρία που στόχευε περισσότερο στο να πλήξει την Ουρανία και λιγότερο τον πατέρα του.
Ξαφνικά ένιωσα πως υπήρξα αρκετά αφηρημένος όλους αυτούς τους μήνες, όπου οι δονήσεις που δημιούργησαν τη συγκεκριμένη ερωτηματική ακολουθία άφηναν πίσω τους πολλά και μεγάλα ρήγματα.
Το ότι διέφευγαν μέχρι εκείνη τη στιγμή της προσοχής μου, ήταν η απόδειξη πως είχα παρασυρθεί συναισθηματικά σε μεγάλο βαθμό από τις διηγήσεις της Ουρανίας, κι αυτό είχε γίνει σε βάρος της λογικής επεξεργασίας των όσων μου διηγήθηκε.
Η ημέρα της πρωτοχρονιάτικης εκδήλωσης του πανεπιστημίου πλησίαζε και πίστευα πως εκεί θα μου δινόταν η ευκαιρία να πραγματοποιήσω μια συζήτηση με τον Ζαχαριάδη, σχετική με το κλίμα που επικρατούσε ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας της Ουρανίας εκείνη την εποχή.
Το συστηματικό ενδιαφέρον του καθηγητή, για την ιδιογραφική μελέτη του ατόμου μέσα στην οικογένεια, οφειλόταν στο ότι ο ίδιος πίστευε πως η συγκεκριμένη μελέτη είναι απαραίτητη για την εξέλιξη της κοινωνικής ψυχολογίας.
Οι απόψεις του πάνω σε θέματα οικογενειακών δεσμών και το πως αυτοί οι δεσμοί διαμορφώνονται μέσα από την αλληλεπίδραση των μελών της οικογένειας, βασίστηκαν στις πολυετείς μελέτες και έρευνες στις οποίες ο ίδιος πρωτοστατούσε και που μου προκαλούσαν πάντα το ενδιαφέρον.
Η γέννηση του μεγάλου ερωτήματος όμως, αναστάτωσε την εσωτερική γαλήνη που ένιωθα μέχρι εκείνη τη στιγμή, μετατρέποντας την ηρεμία μου σε ανυπομονησία.
Ήμουν έτοιμος να επικοινωνήσω εκείνη τη στιγμή με την Ουρανία και να της μεταφέρω τηλεφωνικά το μεγάλο μου ερώτημα, μαζί με την ερωτηματική ακολουθία του.
Επειδή ήταν αδύνατον να περιμένω τις δέκα μέρες που απέμεναν μέχρι την επόμενη συνεδρία μας, προκειμένου να μου δώσει τις απαντήσεις που ζητούσα.
Όμως δεν ήθελα να ανοίξω μια τέτοια συζήτηση – τηλεφωνικά μάλιστα – με την Ουρανία, προτού συνομιλήσω με τον καθηγητή.
Κι όπως συμβαίνει πολύ συχνά όταν δεν μπορείς να πάρεις μια απόφαση για κάτι…τότε αποφασίζει η ίδια η ζωή για σένα. Το τηλέφωνο χτύπησε κι από την άλλη μεριά της γραμμής, ακούστηκε μια άγνωστη γυναικεία φωνή.
Ήταν η προϊσταμένη της ορθοπεδικής κλινικής, του Γενικού Νοσοκομείου της Έδεσσας.
Με ενημέρωσε πως η Ουρανία νοσηλεύεται στην κλινική τους με πολλαπλές κακώσεις, μετά από ξυλοδαρμό που υπέστη από τον σύζυγό της.
Στη συνέχεια με καθησύχασε λέγοντας πως δεν διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο και πως η νοσηλεία της συνεχίζεται καθαρά για προληπτικούς λόγους.
Πριν κλίσει το τηλέφωνο, είπε πως από την πρώτη στιγμή που συνήρθε, εμφάνισε σημάδια κατάθλιψης και πως αυτό ήταν που την ανησυχούσε περισσότερο κι από τις κακώσεις στο κορμί της.
Δεν την είχε επισκεφθεί κανείς στις τέσσερις ημέρες της νοσηλείας της κι εκτός από τα λιγοστά που κατέθεσε στους αστυνομικούς που την επισκέφθηκαν, δεν μίλησε σε κανέναν άλλον.
«Μόνο το πρωί της Πέμπτης» συνέχισε η γιατρός, ανέφερε το δικό μου όνομα σε μια νοσοκόμα.
Ζήτησε μάλιστα από την ίδια να με ειδοποιήσει, προκειμένου να την επισκεφτώ.
Εκείνη ενημέρωσε την προϊσταμένη της, που βρήκε αμέσως το τηλέφωνό μου και με κάλεσε χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο.
Όταν έφτασα στην ορθοπεδική κλινική του γενικού νοσοκομείου της Έδεσσας, με ενημέρωσαν ότι έπρεπε να επισκεφτώ πρώτα τον γιατρό που την παρακολουθούσε.
Η μυρωδιά του αιθέρα που φανέρωνε πως σε κοντινή απόσταση θα πρέπει να λειτουργούσαν τα χειρουργεία του νοσοκομείου, αλλά και η αγωνία μου για την κατάσταση της Ουρανίας, είχαν δέσει το στομάχι μου κόμπο.
Το όλο παρουσιαστικό μου μάλιστα, θα πρέπει να είχε ανησυχήσει τον γιατρό, επειδή αμέσως μετά τη χειραψία και τις τυπικές συστάσεις τίτλων και ονομάτων που ανταλλάξαμε, μου ζήτησε να καθίσω και να μην στέκομαι όρθιος.
«Πως είναι γιατρέ;»
«Αν εξαιρέσουμε τις κακώσεις της δεξιάς οσφυϊκής χώρας και του θώρακα, τους μώλωπες και τις εκχυμώσεις της δεξιάς παρειάς, του δεξιού βραχιονίου και του δεξιού μηρού, μπορώ να πω πως τη γλίτωσε κι αυτή τη φορά».
Φυσικά ο γιατρός δεν γνώριζε πως με την τελευταία φράση του ήταν σαν να μου είχε δώσει μια γερή γροθιά στο στομάχι.
«Κι αυτή τη φορά; Θέλετε να πείτε πως…»
«Πόσο καιρό την παρακολουθείτε;»
«Την επόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται πέντε μήνες.»
«Πέντε μήνες! Μου προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι κράτησε κρυφό αυτό που συμβαίνει, ακόμη κι από τον ψυχολόγο της.
Η αλήθεια κύριε Κράλλη, είναι πως η Ουρανία νοσηλεύεται στην κλινική μας με παρόμοια συμπτώματα για τρίτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια που εργάζομαι εδώ.
Όμως είμαι απολύτως βέβαιος πως υπήρξαν πολύ περισσότερες φορές που κακοποιήθηκε από τον άντρα της, χωρίς να έρθει στο νοσοκομείο».
Αυτό που αισθάνθηκα με όσα άκουσα από το στόμα του, αδυνατούσα να το προσδιορίσω, πιθανόν επειδή άλλαζε μορφή συνεχώς.
Ντροπή, απογοήτευση, ενοχή, θυμός…
Στην προσπάθεια μου να κινηθώ με λεπτούς χειρισμούς όλο αυτό τον καιρό, αγνοούσα τα σημάδια στο κορμί της, με αποτέλεσμα να θέσω τη ζωή της σε κίνδυνο.
Η αλήθεια είναι πως με το πέρασμα του χρόνου κι ενώ συνεχίζαμε τις συνεδρίες, οι μελανιές στο πρόσωπο και στα χέρια της εμφανίζονταν όλο και πιο σπάνια.
Το γεγονός μάλιστα πως τους τελευταίους δύο μήνες δεν πρόσεξα το παραμικρό σημάδι, ίσως να συνέβαλε στον εφησυχασμό μου και την απόφαση που πήρα να ασχοληθούμε αργότερα με τις μελανιές που φανέρωναν τη συστηματική κακοποίησή της.
Το τελευταίο πράγμα που ένιωσα, ήταν απορία, πάνω στην οποία στήριξα μια πρόχειρη άμυνα, προκειμένου να αντιμετωπίσω τη διακριτική επίθεση του γιατρού.
«Τρεις φορές τα τελευταία δύο χρόνια; Και δεν απορείτε που αυτός ο άνθρωπος κυκλοφορεί ακόμη ελεύθερος; Τι ακριβώς κάνει η αστυνομία εδώ;
Εσείς; Ζητήσατε τουλάχιστον μια ιατροδικαστική εξέταση;»
«Ηρεμίστε κύριε Κράλλη! Αυτή τη φορά ζήτησα ιατροδικαστική εξέταση πράγματι˙ κι αυτό επειδή ο άνθρωπος που την εντόπισε σε λιπόθυμη κατάσταση, ισχυρίστηκε πως έπεσε θύμα ξυλοδαρμού.
Άκουσε φωνές και ουρλιαχτά, όπως μας είπε… Ενώ, λίγο πριν χτυπήσει την πόρτα του σπιτιού, εκείνη άνοιξε απότομα κι ο άντρας της δύστυχης γυναίκας πετάχτηκε έξω τρέχοντας, για να εξαφανιστεί τελικά μέσα στο σκοτάδι.
Γι’ αυτό καλέσαμε και την αστυνομία».
«Λοιπόν;»
«Τι λοιπόν; Η μαρτυρία του ανθρώπου εκείνου δεν μπορούσε να θεωρηθεί έγκυρη από τους αστυνομικούς, επειδή ο ίδιος δεν ήταν παρόν στο συμβάν.
Και η Ουρανία κύριε Κράλλη, αρνήθηκε για άλλη μια φορά το γεγονός ότι ο άντρας της την κακοποίησε!
Όπως είχε κάνει και παλαιότερα, ισχυρίστηκε ότι τα τραύματά της οφείλονται σε πτώση από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού της».
«Μα είναι δυνατόν;!»
«Φυσικά και δεν είναι κύριε Κράλλη! Δεν χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός μα ούτε και ιατροδικαστής, για να καταλάβει πως δέχτηκε αμέτρητες κλωτσιές σε ολόκληρη τη δεξιά πλευρά του κορμιού της, από τη στιγμή που βρέθηκε πεσμένη στο πάτωμα!»
«Ήθελα να πω˙ πως είναι δυνατόν να τον καλύπτει;»
«Αυτό δεν μπόρεσε κανείς μας να το καταλάβει. Η αναφορά της στο όνομά σας και το γεγονός πως δήλωνε ότι θα μιλούσε μόνο μαζί σας με έκαναν να πιστέψω πως είστε ο μοναδικός άνθρωπος που θα μπορούσε να την μεταπείσει.
Αυτές οι περιπτώσεις κύριε Κράλλη˙ η εμπειρία μας είναι εκείνη που το αποδεικνύει δηλαδή… Πως να το πω;
Συνήθως δεν έχουν καλή κατάληξη.
Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί την επόμενη φορά. Αν θα μας ειδοποιήσουν έγκαιρα και σε τι κατάσταση θα μας τη φέρουν».
Ευχαρίστησα τον γιατρό για την ενημέρωση και ζήτησα να με οδηγήσουν στο δωμάτιο όπου νοσηλευόταν η Ουρανία.
Με το που με αντίκρισε στην πόρτα του θαλάμου, προσπάθησε να ανασηκωθεί για να ακουμπήσει στην πλάτη του κρεβατιού, αλλά ο έντονος πόνος δεν της το επέτρεψε.
Τη βοήθησα να το κάνει με πολύ προσεκτικές κινήσεις. Τότε μόνο πρόσεξα την έκταση της παραμόρφωσης του προσώπου της.
Στη συνέχεια πήρα μια καρέκλα κι έκατσα δίπλα της κι αντικριστά, έτσι που να μπορώ να την κοιτάζω στα μάτια.
Πρόσεξα ότι κάθε φορά που ανέπνεε το έκανε με μεγάλη προσοχή, μορφάζοντας από τους πόνους.
«Γιατί σου το κάνει αυτό;»
Πίσω από τα πρησμένα ζυγωματικά του προσώπου της, τα μάτια της μετακινήθηκαν προς το μέρος μου.
Είχα την εντύπωση πως προσπάθησε να χαμογελάσει. Ίσως πάλι να ήταν άλλος ένας μορφασμός που προκλήθηκε από τον πόνο.
«Μπορεί να υποψιαζόταν ότι έχω γκόμενο, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ήταν και τόσο νέος… Θα πρέπει να ζήλεψε πολύ αυτή τη φορά».
Η φωνή της έβγαινε με δυσκολία και καταλάβαινα πως ήταν αδύνατον να συνεχίσουμε να μιλάμε για αρκετή ώρα.
«Θέλεις να πεις ότι δεν γνώριζε για τις επισκέψεις σου στο γραφείο μου;
Δεν του είπες ότι ξεκίνησες συνεδρίες με ψυχολόγο;»
«Γιατί να του το έλεγα; Για να νιώσει ικανοποίηση και πως είχε δίκιο κάθε φορά που μου πετούσε κατάμουτρα το ότι χρειαζόμουν ψυχίατρο;
Αυτή τη χάρη δεν θα του την έκανα ποτέ!
Άλλωστε ήταν ο μόνος τρόπος για να τον τιμωρώ! Το να τον αφήνω να ζηλεύει, ήταν το μοναδικό όπλο που διέθετα για να του καταφέρνω κι εγώ κάποια χτυπήματα.
Εκεί που τον πονούσε περισσότερο μάλιστα. Στην αξιοπρέπεια και στην εικόνα που θέλει να προβάλλει στους άλλους».
«Μου είπαν ότι αρνήθηκες να τον καταγγείλεις. Είναι αλήθεια;»
Κατένευσε με μια κίνηση του κεφαλιού της μόνο, χωρίς να πει κάτι άλλο.
«Ουρανία καταλαβαίνω πως δεν είναι η ιδανική στιγμή για να κουβεντιάσουμε, ούτε βέβαια κι ο κατάλληλος χώρος.
Ωστόσο θα σου πω αυτά που θέλω και στη συνέχεια θα φύγω.
Όταν με το καλό αναρρώσεις, το αν θα συνεχίσουμε να βλεπόμαστε ή όχι, θα εξαρτηθεί από μια απόφαση που πρέπει να λάβεις εδώ και τώρα.
Πριν έρθω εδώ, συνάντησα πρώτα τον γιατρό που σε παρακολουθεί.
Δεν σου κρύβω πως μετά από αυτή τη συνάντηση αισθάνομαι πως απέτυχα στο να σε βοηθήσω. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που όλο αυτό τον καιρό που βλεπόμαστε, δεν είχα την παραμικρή ιδέα για τον κίνδυνο που διέτρεχες από τον άντρα σου».
«Δεν είναι έτσι…»
«Όχι όχι˙ μη με διακόπτεις σε παρακαλώ… Σου λέω μόνο το πως αισθάνομαι μετά από όσα πληροφορήθηκα σήμερα για σένα.
Και τώρα μου εξομολογείσαι πως όλη αυτή η συμπεριφορά δεν είναι παρά ένα παιχνίδι που παίζεις στην πλάτη του Λεωνίδα, ρισκάροντας ακόμη και την ίδια σου τη ζωή!
Ένα παιχνίδι στο οποίο, καθώς φαίνεται, δεν δίστασες να χρησιμοποιήσεις ακόμη κι εμένα, προκειμένου να πετύχεις το σκοπό σου».
«Κάνεις μεγάλο λάθος Ορέστη! Δεν είναι όπως τα λες!»
Η Ουρανία άρχισε να κλαίει κι αυτό της προκαλούσε έντονο σωματικό πόνο.
Όμως δεν ήταν κατάλληλη ώρα για συναισθηματισμούς.
Τη στιγμή εκείνη έπρεπε να της μιλήσω επιστρατεύοντας μόνο τη λογική σκέψη.
«Μα, δεν καταλαβαίνεις πως με τέτοια συμπεριφορά δεν τιμωρείς κανέναν άλλο παρά μόνο τον εαυτό σου;
Το αποτέλεσμα θα είναι να με απομακρύνεις κι εμένα, όπως απομάκρυνες και το παιδί σου στο παρελθόν».
Δεν ξέρω κατά πόσο είναι συνετό να πιέζεις με τέτοιο τρόπο έναν ασθενή, τη στιγμή που βρίσκεται επάνω στο κρεβάτι του πόνου του, όμως ήθελα να την προετοιμάσω για το μεγάλο ερώτημα˙ στην περίπτωση που συνεχίζαμε τελικά τη θεραπεία.
«Δεν ξέρεις τίποτα για τον Λάμπη! Μ’ ακούς; Τίποτα!»
«Πράγματι Ουρανία! Είναι πολλά αυτά που δεν γνωρίζω για εκείνον, αλλά και για τη δική σου ζωή τελικά.
Πολλά κι εκείνα που επίμονα μου κρύβεις.
Είναι αδύνατον να σε βοηθήσω κάτω από αυτές τις συνθήκες».
«Είναι πολλά Ορέστη, έχεις δίκιο! Ίσως να ξεχνάς πως το παλεύαμε με κάθε τρόπο και πως δεν είχαμε φτάσει ακόμη στο τέρμα.
Όμως, δεν είναι αλήθεια το ότι δεν μου πρόσφερες καμία βοήθεια.
Έδειξες μεγάλη υπομονή μαζί μου κι αυτό με βοήθησε να σε εμπιστευτώ!
Σου ανοίχτηκα όπως δεν το έχω κάνει με κανέναν άνθρωπο μέχρι σήμερα.
Μου ξεκαθάρισες από την αρχή το ότι ενδιαφέρεσαι πραγματικά για μένα και πως ήθελες να γνωρίσεις την Ψυχή μου!
»Δεν ήμουν για σένα άλλος ένας πελάτης και, το κυριότερο, μου έδωσες όμορφες στιγμές! Τις δικές μου όμορφες στιγμές Ορέστη! Εκείνες που είχα ξεχάσει από καιρό.
Δεν μπορεί να μην πρόσεξες ότι το τελευταίο διάστημα είχε αλλάξει η διάθεσή μου προς το καλύτερο και πως εμφανιζόμουν στο γραφείο σου χωρίς μελανιές και σημάδια».
Όμορφα λόγια που άγγιξαν την Ψυχή μου, εξαιτίας της συναισθηματικής ακτινοβολίας που διέθεταν. Κι ας μην μιλήσαμε ποτέ γι’ αυτήν, εγώ και η Ουρανία.
«Τι στράβωσε αυτή τη φορά; Τι σε έκανε να επιστρέψεις στις παλιές σου συνήθειες;»
«Η αλήθεια είναι πως αυτή τη φορά έγινε χωρίς να το θέλω.
Κάθε Κυριακή, ο Λεωνίδας μαζί με τον κουμπάρο του το Μιχάλη πηγαίνουν στο κυνήγι. Γυρίζουν πάντα αργά το μεσημέρι, περνώντας πρώτα από τον Εξαπλάτανο, όπου ο Λεωνίδας αφήνει τον Μιχάλη στο σπίτι του και στη συνέχεια επιστρέφει στην Αριδαία.
Έτσι έγινε και την προηγούμενη Κυριακή.
Μόνο που, όταν έφτασαν έξω από το σπίτι του κουμπάρου, η Μαίρη βγήκε στην αυλή˙ όχι για να τους προϋπαντήσει, αλλά για να μαρτυρήσει πως το ίδιο πρωί, μας είδε μπροστά στα κοιμητήρια του χωριού.
Ο Λεωνίδας γύρισε πιωμένος στο σπίτι αργά το βράδυ.
Με τους κουμπάρους μας ποτέ δεν τα πήγαινα καλά.
Ήξερα μάλιστα πως κάποια στιγμή η Μαίρη θα μαρτυρούσε αυτό που είδε με τα μάτια της.
Η αλήθεια όμως είναι πως εκείνο το βράδυ δεν πρόλαβα να αντιδράσω.
Ίσως επειδή ο Λεωνίδας δεν είχε όρεξη για κουβέντες».
Αναφέροντας η Ουρανία τις κυνηγητικές δραστηριότητες του άντρα της, ομολογώ πως ανατρίχιασα στη σκέψη πως κουβαλούσε μαζί του και όπλο όταν επέστρεψε σπίτι εκείνη τη νύχτα.
«Έστω κι αν είναι έτσι Ουρανία, για να συνεχίσουμε να συναντιόμαστε, θα πρέπει σήμερα κιόλας να καταγγείλεις αυτόν τον άνθρωπο στην αστυνομία, για άσκηση σωματικής βίας κατ’ εξακολούθηση.
Φεύγοντας θα ενημερώσω τον γιατρό και θα ζητήσουμε ιατροδικαστική εξέταση.
Ο Λεωνίδας θα λογοδοτήσει στα δικαστήρια!
»Όπως καταλαβαίνεις Ουρανία, έφτασε η στιγμή να κάψεις το αγκάθινο στεφάνι!
Τα υπόλοιπα άστα επάνω μου.
Θα επιστρέψω σε λίγες μέρες που θα έχεις αναρρώσει πλήρως.
Θα φέρω μαζί μου κι ένα φίλο δικηγόρο, ειδικό στην έκδοση διαζυγίων σε περιπτώσεις σαν τη δική σου.
Φτάνει μόνο να μου πεις ότι συμφωνείς.
Λοιπόν, τι λες;»
Παρέμεινε να με κοιτάζει ακίνητη για αρκετά δευτερόλεπτα.
Δεν γνωρίζω τι μπορεί να σκεφτόταν˙ αυτό όμως δεν είχε καμία σημασία, αφού στη συνέχεια μου έδειξε πως συμφωνούσε.
Κουνούσε καταφατικά το κεφάλι της ασταμάτητα, ενώ την ίδια στιγμή είχε ξεσπάσει σε λυγμούς.
«Ωραία! Φεύγω Ουρανία! Τρέχω να ειδοποιήσω τον γιατρό.
Όταν έρθουν οι αστυνομικοί, φρόντισε να τους τα πεις όλα, και μη φοβάσαι για τίποτα».
«Περίμενε! Μισό λεπτό… Λεφτά για τον δικηγόρο, δεν έχω».
«Είναι φίλος Ουρανία… Πολύ φίλος. Και μου χρωστάει μεγάλη χάρη!»