Οι εκπαιδευτικοί, εξαιτίας της φύσεως του επαγγέλματός τους, έρχονται καθημερινά σε επαφή με πλήθος παιδιών. Έτσι, είναι ικανοί να εντοπίσουν τυχόν διαφοροποιήσεις στις συμπεριφορές τους και να προχωρήσουν σε περαιτέρω αξιολόγηση. Ως πρόβλημα στη συμπεριφορά νοείται μια συγκεκριμένη δράση την οποία εμφανίζει το παιδί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή με υψηλή ένταση. Ωστόσο, παρά το ότι το πρόβλημα είναι μετρήσιμο, είναι ταυτόχρονα και υποκειμενικό. Γ’ αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το πλαίσιο εμφάνισης του και οι συνέπειες που προκαλεί στη λειτουργικότητα του ατόμου.
Σημάδια στη συμπεριφορά του παιδιού που δημιουργούν υποψίες στον εκπαιδευτικό:
- Αίσθημα ανικανότητας και παραίτησης.
- Αίσθημα λύπης, δυστυχίας, έντασης ή θυμού.
- Δυσκολία αυτοελέγχου και υπερβολική αναστολή.
- Μειωμένη επίδοση και αδικαιολόγητες απουσίες από το σχολείο.
- Μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και προσαρμογή.
Κριτήρια καθορισμού προβλημάτων συμπεριφοράς
1. Στατιστικά κριτήρια
Ως στατιστικά κριτήρια καταγραφής νοούνται τα ερωτηματολόγια και οι συνεντεύξεις προς γονείς, μαθητές και εκπαιδευτικούς, αλλά και η παρατήρηση και καταγραφή της συμπεριφοράς του παιδιού στο χώρο του σχολείου από τον εκπαιδευτικό. Πριν την παραπομπή του παιδιού στην αντίστοιχη υπηρεσία διάγνωσης και αξιολόγησης, ο εκπαιδευτικός μπορεί να προχωρήσει σε μια αξιολόγηση του παιδιού και να καταγράψει τη συμπεριφορά του, ώστε να είναι σίγουρος πως μπορεί να χαρακτηριστεί προβληματική. Σκοπός των στατιστικών κριτηρίων είναι να βοηθήσουν τον εκπαιδευτικό να κατατάξει τη συμπεριφορά του παιδιού σε μια κλίμακα, με βάση τις συμπεριφορές των συνομηλίκων. Με τον τρόπο αυτό, θα κατανοήσει κατά πόσο είναι αποκλίνουσα και ασυνήθιστη. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως όλες οι σπάνιες συμπεριφορές μπορούν να χαρακτηριστούν ως προβληματικές. Ειδοποιός διαφορά, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, είναι η διάρκεια εμφάνισης, η ένταση και οι συνέπειες στη λειτουργικότητα.
2. Συστημική προσέγγιση
Με βάση αυτή την προσέγγιση καθορισμού της προβληματικής συμπεριφοράς, πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει και δρα το παιδί. Ακόμη, θα πρέπει η συμπεριφορά να εμφανίζεται σε περισσότερα από ένα περιβάλλοντα. Αν για παράδειγμα το παιδί εμφανίζει επιθετικότητα μόνο στο σπίτι, τότε το πρόβλημα βρίσκεται στο οικογενειακό περιβάλλον και δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τη συμπεριφορά του ως προβληματική. Αντίθετα, αν μια συμπεριφορά εμφανίζεται ταυτόχρονα σε πολλαπλά περιβάλλοντα, τότε πρέπει να προβληματίσει ιδιαίτερα τον εκπαιδευτικό. Επομένως, η αξιολόγηση, αλλά και η παρέμβαση οφείλει να γίνεται πολυεπίπεδα, εμπλέκοντας το σύνολο των συστημάτων λειτουργίας των παιδιών.
3. Λειτουργικά κριτήρια
Τα λειτουργικά κριτήρια αφορούν τις επιπτώσεις που έχει η συμπεριφορά στη λειτουργικότητα και την προσαρμογή του παιδιού. Δεν εξετάζεται η συχνότητα και η ένταση εμφάνισης της συμπεριφοράς, καθώς αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η πιθανή εξέλιξη του παιδιού στο μέλλον. Η συνολική εικόνα του παιδιού εξετάζεται σε ενδοπροσωπικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Το πρώτο επίπεδο αφορά το κατά πόσο ευχαριστημένο είναι το παιδί με τον εαυτό του και πόσο ευτυχισμένο αισθάνεται. Το δεύτερο επίπεδο αφορά την επάρκεια του σε σχέση με το περιβάλλον και τους οικείους του (γονείς, φίλους και εκπαιδευτικούς). Στην περίπτωση που ο εκπαιδευτικός στοχεύει στην εύρεση προβληματικής συμπεριφοράς μέσω λειτουργικών κριτηρίων, τότε πρέπει να παρατηρήσει πως αυτή επηρεάζει τις γνωστικές ικανότητες του παιδιού, την αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση του, τη μνήμη του, αλλά και τη γενικότερη εξελικτική του πορεία.
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν για το άρθρο:
Κολιάδης, Ε. Α. (Επιμ.) (2010). Συμπεριφορά στο σχολείο. Αξιοποιούμε δυνατότητες. Αντιμετωπίζουμε προβλήματα. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.