Η ηλιακή ακτινοβολία στην ατμόσφαιρα
Από μία σκοπιά το φως ένα από τα πιο οικεία φαινόμενα στη ζωή μας. Με τον όρο φως εννοούμε την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που μπορούμε να δούμε με τα μάτια μας. Ο όρος ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία αναφέρεται σε ένα φυσικό φαινόμενο που περιγράφει τη μεταφορά ενέργειας από μια θέση σε μια άλλη, και χαρακτηρίζεται από ένα ηλεκτρικό και ένα μαγνητικό πεδίο. Εναλλακτικά, η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελείται από σωματίδια, τα φωτόνια, τα οποία μεταφέρουν ενέργεια σε ευθείες διαδρομές μέσα στο χώρο.
Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα είναι το σύνολο ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών όλων των πιθανών μηκών κύματος. Διαιρείται στις ακόλουθες βασικές φασματικές περιοχές:
- ακτίνες γάμα
- ακτίνες X
- υπεριώδες
- ορατό
- υπέρυθρο και
- ραδιοκύματα
Η στενή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος όπου συμβαίνει η ακτινοβολία να έχει ακριβώς τη σωστή ενέργεια για να αλληλεπιδράσει με ορισμένα μόρια στον αμφιβληστροειδή του ματιού για να μας δώσει την όραση, ονομάζεται ορατή περιοχή (VIS, visible) του φάσματος. Η ορατή ακτινοβολία δεν ιονίζει. Σχεδόν όλες οι αλληλεπιδράσεις της με τα άτομα και τα μόρια οδηγούν μόνο στην μεταβολή της ενέργειας των ηλεκτρονίων, τα οποία όμως εξακολουθούν να παραμένουν συνδεδεμένα με τα μόριά τους. Γι’ αυτό, είναι σχετικά ακίνδυνη για το δέρμα μας. Αντιθέτως, η υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει διάσπαση των μορίων. Είναι μια ήπια ιονίζουσα ακτινοβολία, συγκρινόμενη με τις ακτίνες γάμα και τις ακτίνες X. Μέσω αυτών των διαδικασιών, η υπεριώδης ακτινοβολία (UV) μπορεί να προκαλέσει βλάβες στους βιολογικούς οργανισμούς.
Ακτινοβολία UV-A, UV-B και UV-C
Η υπεριώδης περιοχή υποδιαιρείται περαιτέρω σε τρεις υποπεριοχές Α, Β, και C:
- Η ακτινοβολία UV-A (320 – 400 nm) δεν απορροφάται σημαντικά ούτε από το οξυγόνο ούτε από το όζον, και έτσι μεγάλο μέρος της ακτινοβολίας UV-A που προσπίπτει στο άνω όριο της ατμόσφαιρας φθάνει στη γήινη επιφάνεια.
- Η ακτινοβολία UV-B (290 – 320 nm) απορροφάται ισχυρά από το όζον και έτσι μόνο ένα μικρό μέρος της φθάνει στη γήινη επιφάνεια, ανάλογα με την ποσότητα του όζοντος που υπάρχει στην ατμόσφαιρα κατά τη διαδρομή της ακτινοβολίας στην δεδομένη στιγμή.
- Η ακτινοβολία UV-C (100 – 290 nm) απορροφάται ισχυρά από το οξυγόνο και το όζον, έτσι ώστε αυτή να φιλτράρεται σχεδόν ολοκληρωτικά από την ατμόσφαιρα και πρακτικά να μην φθάνει καθόλου ακτινοβολία από αυτή τη φασματική περιοχή στο έδαφος.
Η ηλιακή ακτινοβολία και οι επιδράσεις της στον άνθρωπο
Όπως το ηλιακό φως στο νερό, έτσι και η υπεριώδης (UV), η ορατή και η υπέρυθρη ακτινοβολία (IR, infra-red), μπορούν να ανακλαστούν μερικώς από την εξωτερική επιφάνεια του δέρματος και των ματιών. Μπορούν ακόμα, να διεισδύσουν τον ιστό και να διασκορπιστούν προς διάφορες κατευθύνσεις, σε μικροσκοπικά μόρια και δομές, όπως οι ίνες κολλαγόνου και ελαστίνης, στο χόριο, τη δεύτερη κύρια στιβάδα του δέρματος. Στον ιστό, η ακτινοβολία μπορεί επίσης να απορροφηθεί. Συγκεκριμένα, στο δέρμα υπάρχουν τέλεια δομημένα μόρια, που μπορούν να απορροφήσουν UV-A και UV-B φωτόνια. Αυτό, θέτει τα μόρια γενικά σε μια διεγερμένη κατάσταση. Για να απελευθερώσουν την ενέργεια που έχουν αποκτήσει, αυτά τα μόρια συμμετέχουν σε χημικές αντιδράσεις. Και συνεπώς για το δέρμα, σημαίνει πως υπάρχουν βιολογικές συνέπειες.
Σε σύγκριση με την υπεριώδη (UV) και την υπέρυθρη ακτινοβολία (IR), η ορατή γενικά δεν απορροφάται το ίδιο έντονα από το κύριο μέρος του ιστού. Αντίθετα απορροφάται σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλα συστατικά, όπως χρωστικές ουσίες και το αίμα. Χαρακτηριστικά, στο μάτι η ορατή ακτινοβολία απορροφάται από ειδικές φωτοχρωστικές, που ενεργοποιούν ηλεκτροχημικά ερεθίσματα στα οπτικά νεύρα, επιτρέποντας την όραση. Αποτέλεσμα της απορρόφησης και σκέδασης της ορατής ακτινοβολίας, είναι οι διαφορετικές ορατές συχνότητες του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος να “θεωρούνται” από τα μάτια μας ως διαφορετικά χρώματα.
Η υπέρυθρη ακτινοβολία (IR) απορροφάται έντονα από το νερό, το κύριο συστατικό των μαλακών ιστών, συμβάλλοντας στην αίσθηση της θερμότητας όταν το δέρμα είναι εκτεθειμένο στο ηλιακό φως. Αντίθετα, υπεριώδης ακτινοβολία (UV),ειδικά σε χαμηλά μήκη κύματος, απορροφάται έντονα από το μεγαλύτερο μέρος του ιστού, από οργανικά μόρια, όπως λιπίδια, πρωτεΐνες και το DNA. Το μεγαλύτερο μέρος της UV-B ακτινοβολίας, απορροφάται από την εξωτερική λεπτή επιφανειακή προστατευτική στιβάδα του δέρματος (επιδερμίδα).
Που οφείλεται το μαύρισμα;
Το μαύρισμα οφείλεται στην παραγωγή πρόσθετης χρωστικής μελανίνης, από την επίδραση της UV-A ακτινοβολίας. Τα μελανοκύτταρα είναι τα κύτταρα που παράγουν τη χρωστική της επιδερμίδας. Πιο συγκεκριμένα, όταν το δέρμα εκτίθεται σε υπεριώδες φως, τα μελανοκύτταρα αυξάνονται σε αριθμό και μέγεθος. Το μελανοκύτταρο είναι δενδριτικό κύτταρο. Οι δενδρίτες τους εκτείνονται σε μεγάλες αποστάσεις εντός της επιδερμίδας και οποιοδήποτε από τα μελανοκύτταρα, ως εκ τούτου, βρίσκεται σε επαφή με ένα μεγάλο αριθμό κερατινοκυττάρων. Μαζί συνθέτουν τη λεγόμενη επιδερμομελανοκυτταρική μονάδα. Τα κερατινοκύτταρα προσλαμβάνουν ενεργά τις άκρες των δενδριτών, παραλαμβάνοντας έτσι τα μελανοσώματα.
Η UV ακτινοβολία επιταχύνει τη σύνθεση, τη μελανοποίηση και τη μεταφορά των μελανοσωμάτων στα κερατινοκύτταρα. Καθώς τα μελανοσώματα γίνονται μεγαλύτερα, η μελανίνη συντίθεται ενεργά. Αυτή η σειρά συμβάντων έχει ως αποτέλεσμα το μαύρισμα. Αν και τα επιδερμικά μελανοκύτταρα μειώνονται σε αριθμό με την ηλικία, το δέρμα που έχει εκτεθεί εκτεταμένα και επανειλημμένα στο υπεριώδες φως χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη πυκνότητα μελανοκυττάρων από περιοχές που έχουν απαλλαγεί από τέτοια έκθεση. Μάλιστα, τα μελανοκύτταρα που έχουν υποστεί πολύ σοβαρές βλάβες, από την επίδραση της UV ακτινοβολίας, έχουν συνδεθεί με κακοήθειες του δέρματος και την εμφάνιση μελανώματος (κακοήθεια των μελανοκυττάρων). Συνεπώς, το μαύρισμα αποτελεί τη φυσική αντίδραση του δέρματος σε πιθανές βλάβες από την ηλιακή ακτινοβολία.
H υπεριώδης ακτινοβολία μπορεί να προκαλέσει βλάβες στο δέρμα
Η απορροφούμενη ενέργεια της UV ακτινοβολίας δεν μετατρέπεται μόνο σε θερμότητα από την αυξημένη κίνηση των μορίων, όπως συμβαίνει με την IR ακτινοβολία, αλλά μπορεί να συμβάλλει στην πρόκληση φωτοχημικών αντιδράσεων. Με εξαίρεση κυρίως το σχηματισμό της προ-βιταμίνης D3, οι περισσότερες φωτοχημικές αντιδράσεις που προκαλούνται από τη UV ακτινοβολία στο δέρμα και τα μάτια είναι επιβλαβείς. Αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργικότητα ή ακόμα και καταστροφή των πρωτεϊνών και του DNA, μπορεί να προκληθούν μετά από άμεση απορρόφηση της UV ακτινοβολίας ή έμμεσα, μέσω παραγωγής δραστικών ειδών οξυγόνου (ROS).
Ελεύθερες ρίζες και ο καταστροφικός τους ρόλος στο δέρμα
Ως ελεύθερη ρίζα (free radical) ορίζεται οποιοδήποτε άτομο, μόριο ή ιόν, που διαθέτει ένα ή περισσότερα ασύζευκτα ηλεκτρόνια στην εξωτερική στοιβάδα σθένους και είναι ικανό για ανεξάρτητη ύπαρξη. Οι ελεύθερες ρίζες είναι μια ετερογενής ομάδα μορίων. Σ’ αυτές συγκαταλέγονται και οι δραστικές μορφές οξυγόνου (ROS). Ο όρος δραστικές μορφές οξυγόνου (ΔΜΟ) ή Reactive Oxygen Species (ROS), αναφέρεται σε ενώσεις που παράγονται από το μοριακό οξυγόνο με αναγωγή ενός, δύο ή τριών ηλεκτρονίων καθώς και σε οργανικές ρίζες ή ρίζες οξυγόνου και υπεροξείδια, που παράγονται από ενώσεις που έχουν αντιδράσει με ρίζες οξυγόνου. Οι ελεύθερες ρίζες εμπλέκονται σε πολλές φυσιολογικές διεργασίες. Ωστόσο, η υπερβολική παραγωγή ελευθέρων ριζών σχετίζεται με αρνητικές επιδράσεις για τον ανθρώπινο οργανισμό, λόγω της οξειδωτικής και τοξικής τους δράσης. Γι’ αυτό η συμβίωση του οργανισμού μαζί τους έχει διασφαλισθεί με την ανάπτυξη μηχανισμών εξουδετέρωσής τους, τα αντιοξειδωτικά.
Έτσι, η έκθεση στον ήλιο, έχει σαν συνέπεια την ενεργοποίηση του αντιοξειδωτικού συστήματος στο δέρμα, για την εξουδετέρωση των ελεύθερων ριζών. Ωστόσο σε περιπτώσεις υπερβολικής έκθεσης, η ανεξέλεγκτη παραγωγή των ROS, συνδέεται με κυτταρική βλάβη, διάσπαση του κολλαγόνου, αλλαγές στο γενετικό υλικό (DNA και RNA) των κυττάρων, προβλήματα στους μηχανισμούς επιδιόρθωσης του DNA και στο ανοσολογικό σύστημα. Απόρροια όλων αυτών είναι τα ηλιακά εγκαύματα, η πρόωρη γήρανση του δέρματος, η φωτοευαισθησία, οι αλλεργικές αντιδράσεις, η μειωμένη ανοσία έναντι των λοιμώξεων, οι προ-κακοήθεις και κακοήθεις βλάβες.
Η UV-A ακτινοβολία διεισδύει βαθύτερα στο δέρμα από τη UV-B
Η UV-A ακτινοβολία, είναι γνωστό πως διεισδύει βαθύτερα στο δέρμα από τη UV-B, καταστρέφοντας μια ινιδοειδή δομική πρωτεΐνη, το κολλαγόνο. Καθώς το κολλαγόνο καταστρέφεται, το δέρμα χάνει την ελαστικότητα και την λειότητά του, με αποτέλεσμα την εμφάνιση των ρυτίδων. Η UV-A ακτινοβολία, είναι υπεύθυνη για πολλά ορατά σημάδια γήρανσης, ενώ η UV-B για τα ηλιακά εγκαύματα. Το ίδιο το DNA μπορεί επίσης να απορροφήσει τόσο την ακτινοβολία UV-A όσο και την UV-B, με συνέπεια την πρόκληση μεταλλάξεων. Εάν αυτές οι μεταλλάξεις δεν επιδιορθωθούν, μπορούν να οδηγήσουν σε κακοήθεις βλάβες του δέρματος.
Προκειμένου αυτό να αποφευχθεί, τα κύτταρα που έχουν υποστεί σοβαρή βλάβη, οδηγούνται σε προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται απόπτωση και γίνεται εμφανής όταν «ξεφλουδίζουμε» μετά από ένα ηλιακό έγκαυμα, καθώς τα κατεστραμμένα κύτταρα και μόρια αντικαθίστανται. Οι φλεγμονώδεις αντιδράσεις επίσης είναι ένα συχνό φαίνομαι μετά από έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εμφανιστούν μετά από μια χαμηλή UV έκθεση, όπως στην περίπτωση των ηλιακών εγκαυμάτων, υποδεικνύοντας μια αυξημένη υπεριώδη τοξικότητα. Εναλλακτικά, μπορεί να εμφανιστούν μη φυσιολογικές αλλεργικές δερματικές αντιδράσεις, υποδεικνύοντας μια παθολογική ανοσολογική απόκριση σε υπεριώδεις ακτινοβολίες.
Σε κάθε περίπτωση, το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των φωτοαντιδράσεων, είναι βλάβες και αλλοιώσεις του δέρματος, οι οποίες συσσωρεύονται κατά τη διάρκεια της ζωής, λόγω της επαναλαμβανόμενης έκθεσης. Και αυτό αφορά όλους τους τύπους δέρματος (από τον τύπο I μέχρι τον τύπο VI), ανεξάρτητα από το πόσο μελανίνη παράγει ο κάθε οργανισμός. Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του δέρματος είναι καθολικός, όπως και τα σημάδια φωτογήρανσης.
Αντηλιακή Προστασία
Τα καλά νέα είναι πως τόσο η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του δέρματος όσο και η πρόωρη γήρανση του δέρματος μπορεί να ελαχιστοποιηθούν, περιορίζοντας την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία. Οι ειδικοί πιστεύουν ότι οι τέσσερις από τις πέντε περιπτώσεις καρκίνου του δέρματος θα μπορούσαν να αποφευχθούν, υιοθετώντας απλές προφυλάξεις. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται ο κατάλληλος ρουχισμός, η αποφυγή έκθεσης στον ήλιο το μεσημέρι, ειδικά τις ώρες από 10 π.μ. μέχρι 4 μ.μ. και η εφαρμογή αντηλιακού, για εκείνα τα μέρη του σώματος που παραμένουν εκτεθειμένα, όπως συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO).
Τα αντηλιακά χρησιμοποιούν κατάλληλα φίλτρα υπεριώδους ακτινοβολίας
Τα αντηλιακά φίλτρα είναι δύο ειδών, τα χημικά και τα φυσικά. Πρόκειται για ειδικά μόρια, κατάλληλα σχεδιασμένα, που περιορίζουν το ποσό της UV ακτινοβολίας που τελικά φτάνει στην επιφάνεια του δέρματος. Μια λεπτή στρώση από αυτά τα μόρια, σχηματίζει ένα προστατευτικό φράγμα, απορροφώντας (χημικά φίλτρα) ή αντανακλώντας (φυσικά φίλτρα) τα UV φωτόνια, πριν αυτά απορροφηθούν από το δέρμα.
Συγκεκριμένα, τα χημικά φίλτρα είναι χημικές ουσίες, συνήθως αρωματικές ενώσεις άχρωμες, που φιλτράρουν και απορροφούν μόνο την υπεριώδη ακτινοβολία. Η απορρόφηση αυτή αλλάζει την ενεργειακή κατάσταση του μορίου και το καθιστά ανενεργό. Κατά τη διάρκεια αυτής της αντίδρασης εκπέμπονται ακτίνες χαμηλής ενέργειας με τη μορφή θερμότητας πάνω στο δέρμα. Κυριότερος εκπρόσωπός τους είναι οι βενζοφαινόνες. Τα αντηλιακά με χημικά φίλτρα έχουν το πλεονέκτημα ότι έχουν ευρύ φάσμα φωτοπροστασίας και το μειονέκτημα ότι μπορεί να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις, κυρίως σε πολύ ευαίσθητα δέρματα, διότι απορροφώνται διαδερμικά.
Αντίθετα, τα φυσικά φίλτρα αποτελούνται κυρίως από ορυκτά όπως οξείδιο του τιτανίου ή οξείδιο του ψευδαργύρου. Αντανακλούν όλο το φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας, ξεπλένονται με το νερό και καθίστανται ανενεργά μετά την παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο. Μάλιστα έχουν το πλεονέκτημα ότι είναι πιο ασφαλή επειδή ανακλούν την ηλιακή ακτινοβολία και δεν απορροφώνται διαδερμικά και το μειονέκτημα ότι ανακλούν λιγότερο την UVA ακτινοβολία.
Σε κάθε περίπτωση για ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, ένα αντηλιακό προϊόν πρέπει να έχει επαρκείς ποσότητες αυτών των προστατευτικών παραγόντων.
Τι είναι ο δείκτης SPF;
Ο όρος SPF που αναφέρεται στις ετικέτες των αντηλιακών και σημαίνει Δείκτης Αντηλιακής Προστασίας (Sun Protection Factor), στην πραγματικότητα είναι ένας δείκτης προστασίας από το ηλιακό έγκαυμα. Δηλαδή, ο δείκτης αντηλιακής προστασίας SPF μας υποδεικνύει την ποσοτική αναλογία ανάμεσα στον χρόνο έκθεσης στην ηλιακή ακτινοβολία που απαιτείται για να προκληθεί ερύθημα (κοκκίνισμα του δέρματος) με ή χωρίς αντηλιακό. Τα αντηλιακά προϊόντα με υψηλότερο δείκτη SPF, επιτρέπουν λιγότερα φωτόνια που προκαλούν ηλιακό έγκαυμα να φτάσουν στο δέρμα.
Όλα αυτά βεβαίως τελείως θεωρητικά, διότι η δραστικότητα του αντηλιακού στο δέρμα μας συνεχώς πέφτει. Ο δείκτης προστασίας έχει μόνο ενδεικτική τιμή. Χρησιμοποιώντας σαν κριτήριο την ελάχιστη δόση της ακτινοβολίας που προκαλεί ερύθημα, ο δείκτης προστασίας πρακτικά αντιπροσωπεύει ένα συντελεστή που πολλαπλασιάζει τον χρόνο έκθεσης στον ήλιο που απαιτείται για να εμφανιστεί ερύθημα. Έτσι εάν σε ένα δέρμα εμφανιζόταν ερύθημα στα 3 λεπτά, με την εφαρμογή ενός αντηλιακού με δείκτη 20 το ερύθημα θα εμφανιστεί στα 60 λεπτά.
Πως επιλέγω το σωστό αντηλιακό;
Επειδή όπως προαναφέρθηκε το ηλιακό έγκαυμα οφείλεται κυρίως στη UV-B ακτινοβολία, μπορεί ένα αντηλιακό να έχει ένα υψηλό δείκτη SPF, αλλά να επιτρέπει ένα υψηλό ποσοστό της UV-A ακτινοβολίας να φτάσει τελικά στο δέρμα. Προκειμένου λοιπόν το προϊόν να παρέχει πραγματική προστασία, θα πρέπει να παρεμποδίζει και ένα σημαντικό κλάσμα φωτονίων UV-A. Στην αγορά των ΗΠΑ, αυτό απαιτεί τα προϊόντα να περιέχουν σημαντικά επίπεδα αβοβενζόνης (χημικό φίλτρο), οξείδιο του ψευδαργύρου ή διοξείδιο του τιτανίου (φυσικά φίλτρα). Η Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων της Αμερικής (FDA), έχει θεσπίσει αυστηρές απαιτήσεις επισήμανσης, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ το Δεκέμβριο του 2012.
Αντηλιακά «ευρέως φάσματος» (Broad Spectrum)
Στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζεται και ο κανονισμός (Regulation No 1223/2009) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα αντηλιακά προϊόντα. Μία από τις πιο σημαντικές απαιτήσεις, σχετίζονται με τον έλεγχο και την επισήμανση που προσδιορίζει τα αντηλιακά προϊόντα ως ευρέως φάσματος (προστασία από τη UV-B και τη UV-A ακτινοβολία). Επιστημονικές μελέτες έχουν δείξει πως αυτά τα αντηλιακά προϊόντα με δείκτη SPF 15, βοηθούν στη μείωση του κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του δέρματος και την πρόωρη γήρανση της επιδερμίδας, όταν χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα προστατευτικά μέτρα ενάντια στον ήλιο, σύμφωνα με τις οδηγίες.
Τα προϊόντα λοιπόν, που περνούν από το έναν ευρύ έλεγχο φάσματος (FDA’s Broad Spectrum Test), μπορούν να φέρουν την ένδειξη «ευρέως φάσματος» (Broad Spectrum). Αντηλιακά που δεν είναι ευρέως φάσματος ή έχουν δείκτη SPF μικρότερο του 15 πρέπει να φέρουν προειδοποίηση. Συνεπώς επιλέγουμε τα αντηλιακά προϊόντα που αναφέρουν σαφώς ότι διαθέτουν φίλτρα προστασίας και για την UVB ακτινοβολία αλλά και για την UVA ακτινοβολία. Αυτό το καταλαβαίνουμε επίσημα όταν εκτός των άλλων στη συσκευασία αναγράφεται ο ειδικός δείκτης PPD (Persistent Pigment Darkening). Ο δείκτης PPD, αναφέρεται σε διαφορετικά επίπεδα προστασίας από τις ακτίνες UV-A, όπως με τις ακτίνες UV-B. Έτσι, ένα αντηλιακό με καλή αναλογία SPF/PPD προσφέρει την βέλτιστη προστασία από τις ακτίνες UV (με άλλα λόγια, προστασία ευρέως φάσματος).
Η αποτελεσματικότητα του αντηλιακού μειώνεται στο νερό ή με εφίδρωση
Προκειμένου λοιπόν ο FDA να προστατέψει τους καταναλωτές, απαιτεί τα αντηλιακά που φέρουν την ένδειξη «ανθεκτικό στο νερό» ή «πολύ ανθεκτικό στο νερό», να είναι διάρκειας 40 και 80 λεπτών αντίστοιχα στο νερό. Επίσης, η Αμερικανική Ακαδημία Δερματολογίας και άλλες ιατρικές επαγγελματικές ομάδες συνιστούν εφαρμογή του αντηλιακού ξανά, αμέσως μετά από οποιαδήποτε θαλάσσιο σπορ. Ο γενικός κανόνας είναι να εφαρμόζετε περίπου κάθε δύο ώρες και σίγουρα μετά από θαλάσσια σπορ ή εφίδρωση.
Σύμφωνα με τις νέες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιπτροπής, σε σχέση με τα αντηλιακά προϊόντα προσώπου και σώματος, δεν επιτρέπεται πλέον να χαρακτηρίζονται ως «ολικής προστασίας» ή να ισχυρίζονται άμεση προστασία για περισσότερο από 2 ώρες χωρίς, επανεφαρμογή. Γι’ αυτό και απαγορεύτηκε η αναγραφή λέξεων όπως «sunblocks» ή «sunblockers» ή «all day protection» στη συσκευασία των προϊόντων. Είναι σημαντικό το αντηλιακό να εφαρμόζεται τουλάχιστον 15-20 λεπτά πριν έκθεση μας στον ήλιο, ανεξάρτητα από τον δείκτη προστασίας του προϊόντος, χωρίς να ξεχνάμε το πρόσωπο, τον λαιμό ακόμα και τα πτερύγια των αφτιών μας, σε επαρκή ποσότητα (35 ml στην συνολική επιφάνεια του σώματος ενός ενήλικα).
Νανοσωματίδια σε αντηλιακά προϊόντα
Νανοσωματίδια διοξειδίου του τιτανίου (TiO2) και οξειδίου του ψευδαργύρου (ZnO) χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο την τελευταία δεκαετία στα αντηλιακά προϊόντα για την προστασία του δέρματος. Εξαιτίας του μικροσκοπικού τους μεγέθους τα νανοσωματίδια απορροφούν άμεσα την ηλιακή ακτινοβολία και ειδικά τη UV-B. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, εξαιτίας του μεγέθους τους (περίπου 100 νανόμετρα), αρκετοί επιστήμονες έχουν εκφράσει ανησυχίες για το αν θα μπορούσαν να προκαλέσουν βλάβη μέσω του δέρματος ή μέσω της κυκλοφορίας του αίματος. Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι τα νανοσωματίδια μπορούν να βλάψουν τα ζωντανά κύτταρα και τα όργανα, όταν χορηγούνται σε μεγάλες δόσεις. Πολλές έρευνες όμως έχουν απορρίψει τέτοιες ανησυχίες σχετικά με την απορρόφηση των νανοσωματιδίων.
Είναι τα αντηλιακά ασφαλή;
Η διείσδυση νανοσωματιδίων διοξειδίου του τιτανίου (TiO2) και οξειδίου του ψευδαργύρου (ZnO) μέσω του εξωτερικού στρώματος στα βιώσιμα κύτταρα στα βαθύτερα στρώματα του δέρματος, διερευνήθηκε γενικά σε ένα μεγάλο σύνολο in vitro και in vivo μελετών. Στην πλειοψηφία τους τα ευρήματα αυτών των μελετών έδειξαν μια εμφανή ανικανότητα των νανοσωματιδίων TiO2 και ZnO, να φθάσουν σε βιώσιμα κύτταρα στο χόριο. Επιπλέον, η SCCS (Scientific Committee on Consumer Safety) ανέφερε το 2012 ότι στα αντηλιακά, τα νανοσωματίδια ZnO μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν δημιουργούν κανένα κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών στον άνθρωπο μετά από εφαρμογή σε υγιές ή με ηλιακό έγκαυμα δέρμα. Ομοίως, η επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα νανοσωματίδια TiO2 σε ένα σκεύασμα αντηλιακής προστασίας είναι απίθανο να οδηγήσουν σε συστηματική έκθεση σε νανοσωματίδια μέσω του δέρματος.
Καινοτομία στην αντηλιακή προστασία
Το επόμενο βήμα όσον αφορά την αντηλιακή προστασία είναι η καινοτομία. Επειδή ακόμη και τα αντηλιακά με τον υψηλότερο δείκτη SPF, δεν εμποδίζουν το 100% των ακτίνων UV, η προσθήκη αντιοξειδωτικών μπορεί να παρέχει μια δεύτερη γραμμή προστασίας. Ορισμένα αντιοξειδωτικά συστατικά που έχουν μελετηθεί και ενσωματωθεί σε αντηλιακά προϊόντα είναι βιταμίνη Ε και το ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C). Επίσης ερευνητές μελετούν εάν η απορρόφηση ακτίνων διαφορετικού φάσματος, όπως οι υπέρυθρες, από μόρια του δέρματος, συμβάλλει στην πρόκληση βλάβης στο δέρμα. Καθώς η έρευνα συνεχίζεται, αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι η προστασία του DNA μας από βλάβες από την υπεριώδη ακτινοβολία, για όλους ανεξαρτήτως χρώματος, είναι συνώνυμη με την πρόληψη του καρκίνου του δέρματος.