Μια φορά και έναν καιρό σε ένα φθινοπωρινό δάσος ζούσε ένας έξυπνος ιππότης με τον φίλο του, τον πολύχρωμο δράκο. Μια μέρα που ο δράκος έλειπε γιατί είχε πάει να βρει την ξαδέρφη του την Αφρούλα, όπως περπατούσε ο ιππότης στο πέτρινο χωρίο, συνάντησε ένα μικρό ξύλινο πλασματάκι που το έλεγαν Ξυλαράκι. Το πήρε μαζί του για παρέα.
Ο ιππότης έφτασε σε ένα πανέμορφο παλάτι και εκείνη την ώρα, καθώς περνούσε κάτω από έναν εξώστη του παλατιού, είδε μια πριγκίπισσα να ταΐζει δέκα καναρίνια. Έτρεξε γρήγορα να προλάβει να τη ζητήσει σε γάμο, πριν τη ζητήσει κανένας άλλος. Όταν έφτασε στην αίθουσα που βρισκόταν ο πατέρας της, ο βασιλιάς, του είπε την ιστορία του και ότι θέλει την κόρη του σε γάμο.
Ο βασιλιάς τη φώναξε για να πάρει τη συγκατάθεσή της. Η πριγκίπισσα είπε στον ιππότη και στο Ξυλαράκι που ήταν δίπλα του ότι για να τον παντρευτεί θέλει να της φέρει την πιο μεγάλη και γλυκιά φράουλα του κόσμου. Για να πάρει τη φράουλα ο ιππότης θα έπρεπε να περάσει τέσσερις δοκιμασίες ανεβαίνοντας το πιο ψηλό βουνό του κόσμου στην κορυφή του οποίου βρισκόταν η φράουλα.
Όταν μετά από λίγες μέρες έφτασε στους πρόποδες του πιο ψηλού βουνού του κόσμου, ήρθε η ώρα για την πρώτη δοκιμασία. Εμφανίστηκε μπροστά του ένας δεινόσαυρος που τον διέταξε, αν ήθελε να περάσει στην επόμενη δοκιμασία, να φτιάξει και να του πει το πιο μεγάλο και όμορφο ποίημα για την εξέλιξη του κόσμου. Έτσι κι έκανε ο ήρωας μας. Όταν ήταν έτοιμος, το απήγγειλε στον δεινόσαυρο που περίμενε κάτω από το μοναδικό δέντρο της περιοχής. Το ποίημα ήταν το εξής:
Είμαι ο δεινόσαυρος
ο ξακουστός βροντόσαυρος
κι όταν περπατώ τους άλλους τσαλαπατώ.
Είμαι όμως φυτοφάγος,
όχι σαν τον ξάδερφο μου που είναι σαρκοφάγος.
Ζούσα μια χαρά εγώ μες στο δάσος το κάλο.
Μέχρι που ένα πρωί έγινε μια έκρηξη φοβερή.
Οι άνθρωποι ήρθαν μετά από χρόνια πολλά
και τον κόσμο μας άλλαξαν φοβερά.
Έβλεπαν και άκουγαν καλά,
μουσική έφτιαχναν και εφηύραν τη φωτιά.
Έτρωγαν πολλά γλυκά, τις τούρτες και τα παγωτά.
Κάπνιζαν όμως και τσιγάρα,
και έμοιαζαν πραγματικά με όρθια φουγάρα.
Γεννούσαν και πολλά μωρά
τον κόσμο μεγάλωναν γρήγορα και εκπληκτικά.
Κολυμπούσαν πολύ καλά
στα βαθιά τα μπλε του ωκεανού νερά,
δίπλα στα ψάρια τα καλά, τα άσχημα και τα κακά.
Τα ζώα του νερού μεγάλωναν κι αυτά,
τον κόσμο τους ανέπτυξαν γρήγορα κι αυτά.
Υπήρχαν όμως και ζώα στη ξηρά,
χερσαία ζώα λέγονταν αυτά.
Άρεσε πολύ το ποίημα στον δεινόσαυρο και επέτρεψε στον ήρωα μας να συνεχίσει την πορεία του για την αναζήτηση της φράουλας. Συνέχισε τον δρόμο του ανενόχλητος ο ιππότης για άλλες δυο μέρες, μέχρι που συνάντησε έναν γίγαντα. Ο γίγαντας τον διέταξε να του φέρει έναν δράκο και ο δράκος με τη σειρά του να ανάψει μια φωτιά πάνω σε ξύλα. Τα ξύλα όμως ήταν σχεδόν ανύπαρκτα στο βουνό, μιας και το μοναδικό δέντρο που υπήρχε ήταν αυτό κάτω από το οποίο βρισκόταν ο δεινόσαυρος.
Ο ιππότης δεν αγχώθηκε, μιας και είχε φίλο έναν δράκο, τον οποίο είχε μεγαλώσει από μικρό. Έτσι, δεν έχασε καθόλου καιρό, πίεσε ένα μενταγιόν το οποίο κρεμόταν πάντα στο λαιμό του και ήταν φτιαγμένο από φολίδες πολύχρωμου δράκου και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να καλέσει τον φίλο του. Μάλιστα αυτός έφτασε χωρίς καμία καθυστέρηση.
Για το πρόβλημα με τα κούτσουρα δεν αγχώθηκαν καθόλου, μιας και το Ξυλαράκι τους αποκάλυψε πως αν ήθελε μπορούσε να μεγαλώσει και να γίνει ολόκληρο δάσος. Έτσι τους έδωσε δυο μεγάλους κορμούς δέντρου για να τους κάψουν, όπως ζήτησε ο γίγαντας. Ο δράκος έβαλε φωτιά στους κορμούς που δημιούργησε το Ξυλαράκι και έτσι ο ιππότης κατάφερε για άλλη μια φορά να περάσει επιτυχώς τη δοκιμασία.
Αφού ευχαρίστησε τους φίλους του, το Ξυλαράκι και τον δράκο, συνέχισε για νέες περιπέτειες. Μετά από μια εβδομάδα συνεχόμενου περπατήματος, βρέθηκε σε μια πηγή. Εκεί που έσκυψε να πιει νερό, εμφανίστηκαν τέσσερις νεράιδες, οι νεράιδες της πηγής. Αυτές, του ζήτησαν να τους απαγγείλει όσο πιο γρήγορα μπορούσε ένα ποίημα με θέμα την αγαπημένη λέξη της καθεμιάς. Η πρώτη νεράιδα διάλεξε τη λέξη «Αιγύπτιος», η δεύτερη τη λέξη «πειρατής», η τρίτη τη λέξη «δεινόσαυρος» και η τέταρτη και πιο μικρή διάλεξε τη λέξη «πολεμιστής».
Έτσι ο ιππότης μας, χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, ξεκίνησε να πλάθει τα ποιήματα: Το πρώτο ποίημα είχε ως εξής:
Οι Αιγύπτιοι στη σειρά
περιμένουν με χαρά
για να δούνε το Θεό,
δηλαδή τον Φαραώ.
Το δεύτερο ποίημα είχε ως εξής:
Είμαι ένας πειρατής
θα τρομάξεις αν με δεις
με το καράβι μου σαλπάρω
το πλήρωμά μου κουμαντάρω.
Μετά, σειρά είχε το ποίημα για την τρίτη νεράιδα:
Οι δεινόσαυροι παλιά
ανέμελα ζούσαν καλά.
Όμως μια μέρα τρομερή
το τέλος ήρθε στη στιγμή.
Τέλος, σειρά είχε το ποίημα προς τιμήν της τέταρτης νεράιδας. Ήταν το εξής:
Είμαι πολεμιστής εγώ,
τον βασιλιά μου υπηρετώ,
να ‘σαι φίλος προτιμώ
γιατί αφανίζω τον εχθρό.
Στις νεράιδες άρεσαν πάρα πολύ τα ποιήματα του ιππότη και μάλιστα του πρότειναν να μείνει για πάντα μαζί τους για να τις διασκεδάζει με τα έξυπνα στιχάκια του. Θα είχε όλα τα καλά του κόσμου αν έμενε κοντά τους του είπαν. Όμως ο ιππότης αρνήθηκε ευγενικά και αφού τις ευχαρίστησε για την πρόταση τους, εξήγησε πως έπρεπε να συνεχίσει τον δρόμο του με σκοπό να βρει την πιο μεγάλη και γλυκιά φράουλα του κόσμου, για να μπορέσει να παντρευτεί την αγαπημένη του. Οι νεράιδες κατάλαβαν τον ιππότη και του ευχήθηκαν καλή τύχη. Η μικρότερη του είπε ότι η φράουλα που τόσο θέλει να βρει στην κορυφή του βουνού βρίσκεται μέσα σε ένα άγαλμα φτιαγμένο από πάγο. Αυτή θα είναι και η τελευταία του δοκιμασία. Να μπορέσει να βρει τρόπο να πάρει τη φράουλα μέσα από το άγαλμα.
Ο ιππότης μας, αφού ευχαρίστησε τις νεράιδες για τη βοήθεια, ξεκίνησε τον δρόμο του για την κορυφή του βουνού. Όσο ανέβαινε, τόσο πιο άσχημες γίνονταν οι καιρικές συνθήκες. Με δυσκολία κατάφερνε να προχωράει. Όταν μετά από μέρες έφτασε στην κορυφή του βουνού, είδε το άγαλμα που ήταν πελώριο και φτιαγμένο από πάγο. Στο εσωτερικό του αγάλματος ήταν τοποθετημένη η φράουλα και ο ιππότης έμεινε άφωνος από την ομορφιά της. Ο πάγος και ο ήλιος έφτιαχναν άπειρα χρώματα, τα οποία την έκαναν εκθαμβωτική. Πώς όμως ο ιππότης θα μπορούσε να πάρει την φράουλα; Ο πάγος ήταν τόσο πολύς που φαινόταν σχεδόν αδύνατο να τα καταφέρει.
Τότε σκέφτηκε να φωνάξει τον φίλο του τον δράκο για να τον βοηθήσει. Έτσι κι έκανε. Ο δράκος έφτασε πολύ γρήγορα πετώντας και ξεκίνησε να φυσάει με την καυτή του ανάσα το άγαλμα. Όμως, προς μεγάλη τους έκπληξη, δεν κατάφεραν τίποτα. Ξαφνικά, άκουσαν έναν θόρυβο και μπροστά τους εμφανίστηκαν ένας ένας νεαροί άντρες με πλούσια ρούχα και οπλισμό. Πριν προλάβει ο ιππότης να πει το παραμικρό, ένας από όλους του εξήγησε πως είναι όλοι όσοι απέτυχαν να φέρουν τη φράουλα στην πριγκίπισσα και η τιμωρία τους από τον βασιλιά ήταν να μείνουν για πάντα στο βουνό. Έτσι, είχαν αποφασίσει να βοηθάνε όποιον άλλον υποψήφιο γαμπρό ανέβαινε το βουνό, ώστε να μπορέσουν να κερδίσουν τη συγχώρεση του βασιλιά και να φύγουν από εκεί.
Ξεκίνησαν τότε ξανά, όλοι μαζί να προσπαθούν να πάρουν τη φράουλα για λογαριασμό του ιππότη μας. Όμως και πάλι δεν κατάφεραν τίποτα. Τότε, μέσα από το ίδιο το άγαλμα εμφανίστηκε μια λάμψη που όλο μεγάλωνε. Από μέσα της βγήκαν ο δεινόσαυρος, ο γίγαντας και οι τέσσερις νεράιδες. Χωρίς να το ξέρει ο ιππότης, όλοι τους είχαν αποφασίσει να τον βοηθήσουν, μιας και τον είχαν συμπαθήσει πάρα πολύ και τον ήθελαν για βασιλιά τους. Έτσι, με τη βοήθεια πραγματικά όλων, η φράουλα βγήκε από το εσωτερικό του αγάλματος και ο ιππότης μας μπόρεσε να την κρατήσει. Τότε, ξεκίνησαν όλοι μαζί το ταξίδι της επιστροφής, μιας και κανείς δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο του και ήθελαν όλοι να είναι μπροστά στη χαρά του και τον γάμο του.
Φτάνοντας στο παλάτι ακούστηκαν σάλπιγγες και η μεγάλη πόρτα άνοιξε. Ο ιππότης με την φράουλα στο χέρι και τους φίλους του να τον ακολουθούν μπήκε στην αίθουσα του θρόνου, όπου ο βασιλιάς ήταν έτοιμος να τον τιμωρήσει, μιας και δεν περίμενε ο ιππότης να τα καταφέρει. Να όμως που δεν έγινε έτσι αυτήν τη φορά. Φώναξε την κόρη του στην οποία ο ιππότης έδωσε τη φράουλα, αυτή τη γεύτηκε και αμέσως τον ερωτεύτηκε. Ο βασιλιάς έδωσε εντολή να ετοιμαστεί η τελετή για τον γάμο. Ήταν ο πιο μεγάλος και λαμπρός γάμος που είχε γίνει ποτέ.
Δράκοι, δεινόσαυροι, νεράιδες, Ξυλαράκια και άνθρωποι γελούσαν και χόρευαν. Οι υπόλοιποι ιππότες ήταν κι αυτοί χαρούμενοι, μιας και ο νέος βασιλιάς, ο νεαρός ιππότης μας, τους συγχώρεσε και τους επέτρεψε να φύγουν, ψάχνοντας αλλού την τύχη τους. Ο ίδιος έγινε ένας από τους μεγαλύτερους και καλύτερους βασιλιάδες, ζώντας ειρηνικά και ευτυχισμένος με την οικογένεια που δημιούργησε μετά από λίγο καιρό.
Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμη καλύτερα!