Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι η ήρεμη δύναμη στο χώρο της λογοτεχνίας.Όσοι την έχουν γνωρίσει γοητεύονται από την απλότητα και τη γλυκύτητά της. Όσοι την έχουν διαβάσει μένουν πεισματικά πιστοί στα μυθιστορήματά της-Ρ. Κορφιάτη
[punica-dropcap]Ό[/punica-dropcap] ταν γίνεται λόγος για την ελληνική λογοτεχνία, ο νους μου δε μπορεί παρά να ανατρέξει σε όλους εκείνους τους Έλληνες καταξιωμένους συγγραφείς που σημάδεψαν τις παιδικές μου αναμνήσεις και έμελλαν να γίνουν τα θεμέλια πάνω στα οποία στήριξα τη σχέση μου με τα βιβλία, μεγαλώνοντας.
Πολλές φορές, κρίνω αυτήν τη στοχευμένη κλίση προς τους Έλληνες συγγραφείς που γνώρισα από τα παιδικά αναγνώσματα, από το σχολείο ή από κοντινά μου πρόσωπα αυστηρά, τα συναισθήματα μου δυνατά, αλλά ενοχικά, μπροστά στην σκέψη πως αποκλείω τη γνωριμία με νέους, φιλόδοξους συγγραφείς του ελληνικού λογοτεχνικού χώρου. Εμμονή θα την χαρακτήριζα, μια εμμονή που έγινε αγαπημένη συνήθεια, μια εμμονή που με αναγκάζει να γυρίζω ξανά και ξανά στους παλιούς μου οικείους. Η Αλκυόνη Παπαδάκη είναι μία απ’ αυτές τις γνωριμίες που με σημάδεψαν.
Η Αλκυόνη Παπαδάκη γεννήθηκε στο Νιο Χωριό του νομού Χανίων της Κρήτης. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος με παράσημο από τον πόλεμο της Αλβανίας. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια. Μπήκε εσωτερική στη Γαλλική Σχολή Saint Joseph των Χανίων και ύστερα ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο αλλά δεν το τελείωσε ποτέ, επειδή άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Παράλληλα έγραφε το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο “Κόκκινο σπίτι” και το οποίο εξέδωσε με δικά της χρήματα. Με επιστολή ζήτησε δουλειά στον Χρήστο Λαμπράκη, ο οποίος εκείνη την εποχή διηύθυνε το περιοδικό “Ταχυδρόμος” και εξέδιδε, μεταξύ άλλων, τις εφημερίδες “Το Βήμα” και “Τα Νέα”.
Μαθήτευσε κοντά στον δημοσιογράφο Νίκο Κακαουνάκη στα “ΝΕΑ” και έπειτα, με πρόσκληση του Τάσου Βουρνά στην εφημερίδα “Αυγή” όπου έκανε ελεύθερο ρεπορτάζ. Εκείνη την εποχή, διαμόρφωσε αριστερή συνείδηση. Παράλληλα συζούσε με έναν δημοσιογράφο, τον οποίο ακολούθησε στο Παρίσι εξαιτίας της χούντας και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, της πήραν το διαβατήριο επειδή είχε φάκελο στην αστυνομία λόγω αριστερών πεποιθήσεων. Στις αρχές του ’70 συνάντησε τον σημερινό σύντροφό της με τον οποίο απέκτησε ένα γιο. Από τα 45 της, κάθε δεύτερο χρόνο εκδίδει από ένα μυθιστόρημα. Ο τρόπος γραφής της είναι λυρικός και επικεντρωμένος στην ανθρωποκεντρική λογοτεχνία.
Οι θησαυροί της Αλκυόνης Παπαδάκης
Στο Ακρογιάλι της Ουτοπίας
Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους, που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές μιας χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία.
Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους.
Μοιάζει να ψάχνουν, κάπου να αιχμαλωτιστούν.
Κάπου να χαρίσουν, κάπου να πετάξουν, την ελευθερία που ήδη κουβαλάνε μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.
Μερικοί, μπαίνουν σε ναρκοπέδια και χάνονται.
Άλλοι βρίσκουν τη μεγάλη παγίδα και παγιδεύονται.
Ολότελα. Για πάντα.
Μόνο που δεν παραδέχονται ποτέ, πως εκεί που έφτασαν, είναι παγίδα.
Της δίνουν απλώς μια άλλη ονομασία.
Χρέος, ας πούμε. Θυσία. Αποστολή.
Έτσι για να μπορούνε, άμα λάχει, να φοράνε το καπελάκι τους, στραβά.
Το Χρώμα του Φεγγαριού
-Τι χρώμα έχει η λύπη; ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;
-Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στην αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
-Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
-Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
-Τι χρώμα έχει η χαρά;
-Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
-Και η μοναξιά;
-Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
-Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
-Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του κι ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
-Και η αγάπη; ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
-…Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
-Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
-Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
-Έτσι, ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τ’ αστέρι…
Κοίταξε μακριά στο κενό… και δάκρυσε..
Το Ταξίδι που Λέγαμε
Είναι άνοιξη! Απόβραδο.
Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά.
Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν.
Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν.
Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το ‘κανα. Λυπήθηκα τ’ αδέσποτα, που διψούσαν.
Τώρα… Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πώς να ποτιστούν τα όνειρα…
Παρ’ όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις.
Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
– Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! Μου είπε κάποτε ένας εραστής μου.
– Αμέ! Υπάρχει. Οι πεταλούδες! Του απάντησα.
Μια Ατελείωτη Φυγή
Πάντα ήθελα να φεύγω. Να πετάει η ψυχή μου σαν τα πουλιά.
Να νιώθω τη γλύκα μιας ατέλειωτης φυγής.
Όχι να φεύγω γι’ άλλους τόπους. Από την ίδια τη ζωή μου να φεύγω.
Να ρίχνω τα “στοπ” στον δρόμο μου. Να γκρεμίζω τις πινακίδες που σηματοδοτούσαν διαδρομές. Να πατάω στις διαχωριστικές γραμμές.
Ν’ αψηφώ τα όρια της ταχύτητας. Να φεύγω χωρίς προορισμό.
Μια φυγή μέσα στην ίδια τη φυγή.
Σα να με κυνηγούσε πάντα ο εαυτός μου. Και μόλις έβρισκα ένα ξέφωτο, να πάρω μια ανάσα, βρε αδερφέ, να στήσω μια σκηνή να ξαποστάσω, βαρούσε ο συναγερμός μέσα μου και με ξεκούφαινε.
Φεύγοντας, άφησα πίσω μου πολλά σκουπίδια.
Άφησα όμως, στη φούρια μου, και πράγματα πολύ σημαντικά.
Κάτι κοσμήματα, ας πούμε, ακριβά, που κάποιοι μου είχαν χαρίσει για να στολίσω την ψυχή μου…
Το ημερολόγιο μιας γυναίκας, η διαδρομή της, με τις ιστορίες προσώπων που έγιναν σταθμοί στη ζωή της.
Ιστορίες ανθρώπινες και αληθινές.
Οι Κάργιες
Ήταν μια μικρή ροδακινιά, που δώριζε τα πρώτα της ροδάκινα στον ήλιο. «Παρ’ τα», του ‘λεγε και γελούσε. «Παρ’ τα. Σ’ αγαπώ». Οι κάργιες κάθισαν όλες μαζί με φούρια στα τρυφερά κλαδιά της. Λίγο ακόμα και θα τα ‘σπαζαν.
«Έρωτας!» φώναξε η Ατόπη και έκανε έναν κύκλο γύρω από τη ροδακινιά. «Έρωτας!»
Ύστερα, σηκώθηκαν ξαφνικά από το δέντρο και ακολούθησαν ένα άλλο τσούρμο μαυροπούλια, που έτρεχε κατά τη Δύση, πλάι σε κάποιο σταχτοκίτρινο σύννεφο.
«Σαν τι να μοιάζει αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε η Ατόπη.
Κι η Σανωτία, που πετούσε δίπλα της και διάβαζε κάθε της σκέψη, γύρισε απότομα και την κοίταξε. «Περίεργο σύννεφο, ε; Έχει το σχήμα της φυγής».
«Σαν να τρέχει για να σωθεί. Ποιος το κυνηγάει;»
«Τρέχει κανείς με τόση φούρια μόνο όταν τον κυνηγάει ο εαυτός του. Κανείς άλλος δεν κυνηγάει τόσο επίμονα, τόσο ύπουλα».
«Κι είναι η φυγή σωτηρία;»
«Είναι ποτέ η φυγή σκοπός;»
«Οχούου! Παράτα με με τους σκοπούς σου! Υπάρχει πάντοτε η μαγεία του ταξιδιού… Υπάρχουν πάντοτε τα μεσημέρια της φυγής…».
Θα Ξανάρθουν τα Χελιδόνια
“Είναι πολλοί άνθρωποι που μοιάζει σα να τους έφερε στη ζωή ένας ανεμοστρόβιλος. Και ζουν εκεί, παραδομένοι στη δίνη του, να τους στροβιλίζει σαν φύλλο ξερό, ώσπου να τους διαλύσει. Κάποιοι καταφέρνουν να σωθούν. Μπορεί να πιάστηκαν, ας πούμε, από ένα κλαδί ανθισμένης πικροδάφνης. Ή από τη φτερούγα ενός γλάρου περαστικού. Μπορεί και η ίδια η δίνη του ανεμοστρόβιλου να τους έχωσε, πάνω στην ορμή της, μες στην παλάμη του Θεού. Ποτέ δεν ξέρεις…”
Η Αλκυόνη Παπαδάκη, στο νέο μυθιστόρημά της, με επίγνωση, σχεδόν αμείλικτη, αλλά και με τη σοφία της συγκατάβασης, ξεδιπλώνει τους ήρωες και το πεπρωμένο τους σαν το μίτο της Αριάδνης για να μας οδηγήσει -όπως πάντα- σε μια φωτεινή διέξοδο, θυμίζοντάς μας ενθαρρυντικά πως θα ξανάρθουν τα χελιδόνια.
Σκισμένο Ψαθάκι
Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει.
-Τι ‘ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις;
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό.
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι’ άλλα. Όπως και να ‘χει το πράμα, η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα. Όρτσα τα πανιά λοιπόν.
Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη.
Ένα ψαροκάικο, δίχως ρότα.
-Πού πάμε, καπετάνιο; με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι. Όπου πάν’ τα κύματα! λέω επίσημα εγώ.
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα.
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει. Και
η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους, αληταράδες. Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες
πολύχρωμες. Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά. Πού να
χωρέσουν μέσα μου όλ’ αυτά; Πού να στριμωχτούν, π’ ανάθεμά τα;
Η Μπόρα
«Εγώ δεν ξέρω πολλά γράμματα. Μα όπως κάθομαι τις νύχτες στην αυλή μου και κοιτάζω τ’ αστέρια, σκέφτομαι και μερικά πράματα. Σκέφτομαι λοιπόν, τι διαφορά υπάρχει να ‘σαι μέσα στους ανθρώπους ή μέσα στα θερία. Και λέω πως με τα θερία, είναι καλύτερα. Στο κάτω κάτω, αυτά τα ξέρεις. Είναι θερία, λες. Και φυλάγεσαι. Τους ανθρώπους όμως; Μέχρι να πάρεις είδηση τι θεριό έχεις δίπλα σου, σε κατασπάραξε. Πάει. Τους ανθρώπους εγώ τρέμω. Τους όμοιούς του. Που μιλούνε, που χαϊδεύουνε, που χιχιρίζουνε, που χαιρετούνε. Αλίμονο απ’ αυτούς, Χριστέ μου. Αλίμονο και τρισαλίμονο».
Τι Σου Είναι Η Αγάπη Τελικά…
Η ζωή παίζει πολλά παιχνίδια και επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Η αγάπη, ακέραιη και ανυπότακτη, δε χάνεται, δε γονατίζει ούτε εγκαταλείπει ποτέ τις καρδιές των ανθρώπων. Δύο κορίτσια, που η μοίρα και η δίνη της ζωής τα χώρισε, κράτησαν ανέπαφη την αγάπη και την ελπίδα στις πληγωμένες καρδιές τους… Ένα μυθιστόρημα, γεμάτο απρόσμενα γεγονότα και συνεχείς ανατροπές, που θα σας καθηλώσει.
Βαρκάρισσα της Χίμαιρας
«Να ονειρεύεσαι, μου ‘λεγε ένας φίλος που μ’ αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δεν γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία. Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να ‘χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποια είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν!
Έχει και παρακάτω… Έχει κι άλλο… Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα! Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!
Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς. Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή. Ανήκει στα σκληρά ναρκωτικά.
Αν εθιστείς, μάλλον τελείωσες. Εκτός αν… αν πετύχεις στις καλές του τον Θεό. Συμβαίνει.
Εγώ τα είχα βρει μια χαρά με τη ζωή. Γίναμε κολλητάρια και τα περνούσαμε περίφημα.
Πήγαινα ως εκεί που μ’ έπαιρνε. Για να χαίρομαι.
Κι αν είχα κέφι, προχωρούσα ως εκεί που δεν μ’ έπαιρνε.
Για να μαθαίνω!».
Τα βιβλία της συγγραφέως κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καλέντης.
*Πηγή: wikipedia.org