
Στο σημερινό κείμενο θα μελετήσουμε τα ίχνη ενός παραδοσιακού και αναγνωρισμένου ως διατηρητέου οικισμού, το χωριό Πολιχνίτος και την ευρύτερη περιοχή του. Η ανακάλυψη παλαιολιθικών οικισμών αλλά και εργαλείων και νομισμάτων είναι μόνο η μία πλευρά που ανακαλύπτει κανείς. Οι παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και τα σπίτια του χωριού με την μοναδική λιθοτεχνία τους, το επίνειο της Σκάλας Πολιχνίτου και οι θερμές ιαματικές πήγες του χωριού Πολιχνίτος είναι μερικά μόνο από τα σημεία που θα προσελκύσουν οποιοδήποτε αναζητήσει την ιστορία αυτού του τόπου, ενός τόπου που προσέφερε πολλά και στην εκπαίδευση αλλά και έζησε με το δικό του τρόπο το προσφυγικό ζήτημα.

Ιστορικά στοιχεία
Η ανθρώπινη παρουσία και διαδρομή στο χωριό Πολιχνίτος, έχει αφήσει τα χνάρια της εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οι πρώτοι έποικοι του νησιού κινήθηκαν στα παράλια αναζητώντας περιοχές κατάλληλες για να εγκατασταθούν. Οι πιο κατάλληλες φυσικά ήταν οι απάνεμες ανατολικές ακτές του Κόλπου της Καλλονής, με το εύφορο έδαφος, τα πολυποίκιλα θαλασσινά και το νερό. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής καλλιεργούν, ψαρεύουν, εμπορεύονται, χτίζουν και δημιουργούν σταδιακά τις πόλεις τους. Η ευρύτερη περιοχή του χωριού Πολιχνίτος κάλυπτε αυτές τις ανάγκες γι’ αυτό και υπάρχουν επιβεβαιωμένοι τρεις σημαντικοί προϊστορικοί οικισμοί.
- Οι Χαλακιές, ανάμεσα στη Σκάλα και τη Νυφίδα, θεωρείται ότι είναι ο αρχαιότερος προϊστορικός οικισμός του νησιού της Λέσβου και χρονολογείται στο τέλος της νεολιθικής εποχής (3000 – 2800 π.Χ.). Τα λείψανα αυτού του οικισμού, που τον ανακάλυψε το 1960 ο αρχαιολόγος Σεραφείμ Χαριτωνίδης, χρονολογούνται στο τέλος της νεολιθικής εποχής (3000-2800 π.Χ.).
- Το Κουρτήρ, στην παραλία του Λισβορίου, είναι ο μεγαλύτερος σε έκταση προϊστορικός οικισμός του νησιού (2800 – 2000 π.Χ.) και
- ο Κατάπυργος, σε ένα λόφο δυτικά του Λισβορίου, είναι ο μοναδικός μη παραθαλάσσιος προϊστορικός οικισμός. (2000 – 1100 π.Χ.).
Στη ρωμαϊκή και την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο οι οικιστικές συνήθειες έχουν αλλάξει. Ίχνη οικισμών και παλαιοχριστιανικών εκκλησιών, κεραμικά και τάφοι είναι διάσπαρτα σε ολόκληρη την περιοχή του χωριού Πολιχνίτος. Την περίοδο αυτή υπάρχουν αγροικίες στις οποίες κατοικεί μια πολυοικογένεια και συνδετικός κρίκος αυτών των αγροικιών υπάρχει η “κώμη”. Τα χωριά αυτά συμπτύσσονται ακόμα περισσότερο την περίοδο της τουρκοκρατίας εξαιτίας των άγριων επιδρομών των πειρατών.
Έχουν εντοπιστεί αλλά και συνεχίζουν να εντοπίζονται όστρακα και κεραμικά, τάφοι μερικοί των οποίων έχουν προσανατολισμούς άσχετους με το γνωστό προσανατολισμό των χριστιανών και των μωαμεθανών, νομίσματα σε μεγάλη ποικιλία καθώς και μαρμάρινες ενεπίγραφες πλάκες ή κολώνες εντοιχισμένες σε νεότερα κτίσματα.
Η μεγάλη ποσότητα και ποικιλία των νομισμάτων, τα οποία βρέθηκαν σε διάφορες τοποθεσίες, μαρτυρούν την ποικιλία των εμπορικών συναλλαγών των κατοίκων της. Τα νομίσματα αυτά καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από τον 4ο π.Χ. αιώνα μέχρι το τέλος της τουρκοκρατίας. Η Βυζαντινή εποχή και μάλιστα από την Δυναστεία των Λασκαριδών και Παλαιολόγων βρίσκει τον Πολιχνίτο να ανήκει μαζί με τα χωριά Λεσβώριον, Βασιλικιώτης, Βρίσα και Γρύπα στην ιδιοκτησία των αυτοκρατόρων.
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (642-1071) έχουν ήδη συγκροτηθεί μερικά μεγάλα χωριά στα ανατολικά παράλια αλλά και τα γύρω υψώματα του Κόλπου. Τα χωριά αυτά ονομάζονται Βασιλικά, επειδή υπάρχουν κτήματα και εξοχικές κατοικίες των βυζαντινών αυτοκρατόρων, τα οποία φιλοξενούν και εξόριστα μέλη των οικογενειών τους. Αναφέρονται ενδεικτικά η Ειρήνη η Αθηναία και ο Κωνσταντίνος ο Θ΄ ο Μονομάχος. Έχουν διασωθεί ίχνη απ’ τα κάστρα τους, στο Σκαμνιούδι που αποτελεί Βυζαντινό Πύργο και την μεγαλοπρεπή παλαιοχριστιανική βασιλική τους, η οποία ήταν η μεγαλύτερη της Λέσβου και πιθανώς η έδρα της Επισκοπής Στρογγυλής.
Στην υστεροβυζαντινή περίοδο (1071-1355) αρχίζουν οι μεγάλες καταστροφές των παραλιών του νησιού απ’ τους πειρατές και τους Φράγκους. Οι λεηλασίες και οι καταστροφές συνεχίζονται και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Το έτος 1565 και ενώ ο Πολιχνίτος βρίσκεται σε ακμή έχουμε την πρώτη αναγραφή σε Μητροπολιτικό κώδικα της επαρχίας Μυτιλήνης μαζί με τον οικισμό του Δαμανδρίου και τα χωριά Λισβόρι, Βρίσα, Γρύπα, Βασιλικιώτης, Άγιος Νικόλαος και Αιγίδα.
Στην περίοδο των Γατελούζων, οπότε το νησί δόθηκε προίκα στον Φραγκλίνο Γατελούζο, η περιοχή πρέπει να ζούσε ειρηνικά με έντονη όμως την παρουσία των νέων ιδιοκτητών του. Αυτό μπορεί να συμπεράνει κανείς από την ύπαρξη του Γατελούζικου Παλαιόπυργου σε ένα ύψωμα της κοιλάδας του Αλμυροπόταμου με εξαιρετική δυνατότητα παρακολούθησης όλης της περιοχής από την παραλία των Βατερών μέχρι τις Θερμοπηγές. Ο “Παλαιόπυργος” που χτίστηκε το διάστημα 1355 – 1375 μ. X. απομεινάρι από την εποχή των Γατελούζων και που η παράδοση τον θέλει να συγκοινωνεί με σήραγγα με τα Bατερά και τον Άγιο Φωκά είναι τετραγωνικός πύργος μήκους πλευράς 12,6 μ και πλάτος 2 μ. Οι τέσσερις γωνίες του πύργου είναι φθαρμένες στο κάτω μέρος.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όλα τα χωριά της περιοχής ήταν μικτά με Χριστιανούς και Μωαμεθανούς. Στην πορεία της ιστορίας της η κωμόπολη εμφανίζεται με 545 χριστιανικές οικογένειες και 50 οθωμανικές στα 1863, ενώ τα σπίτια το 1850 είναι περισσότερα από εξακόσια. Το 1867 ένας καταστρεπτικός σεισμός ισοπέδωσε τα χωριά τα οποία δεν είχαν προλάβει να συνέλθουν από την μεγάλη καταστροφή των λιόδεντρων εξαιτίας μιας μεγάλης παγωνιάς το 1850. Τα δυο αυτά γεγονότα είχαν ως αποτέλεσμα ο κόσμος να υποφέρει και αρκετοί να μεταναστεύσουν προσωρινά στα απέναντι μικρασιατικά παράλια.

Με το πέρασμα των χρόνων ο Πολιχνίτος ζούσε δια μέσου της ελαιοπαραγωγής, της παραγωγής καπνών, σιτηρών, γλυκάνισου, την αλιεία και σε μικρότερο βαθμό, την κτηνοτροφία. Ήκμασε ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα φτάνοντας, σύμφωνα με αναφορά του 1863, να έχει περισσότερα από 600 σπίτια, που το 1894 έφτασαν 1.150. Τον 19ο αιώνα στα χωριά υπάρχουν Αρρεναγωγεία και Παρθεναγωγεία ενώ στο χωριό Πολιχνίτος λειτουργεί Ελληνικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο, γεγονός πρωτοποριακό για την εποχή. Το διοικητικό κέντρο όμως της περιοχής ήταν τα Βασιλικά, τα οποία ήταν η έδρα ναχιγιέ (Δήμου) με 7 χωριά στην δικαιοδοσία του, ανήκοντας στο καζά (επαρχία) του Πλωμαρίου. Σταδιακά όμως αναπτύχθηκε ο Πολιχνίτος.
Τον 20ο αιώνα, με την απελευθέρωση της Λέσβου, αρχίζει μια νέα εποχή για την περιοχή, η οποία το 1922 σηκώνει το βάρος ενός σημαντικού τμήματος της προσφυγιάς αλλά και μπολιάζεται με τον δυναμισμό των νέων κατοίκων της. Μετά την απελευθέρωση και τη Μικρασιατική καταστροφή, έρχονται και εγκαθίστανται στο χωριό περίπου 1.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής υπάρχουν οργανωμένες αντιστασιακές ομάδες ενώ και ο εμφύλιος σημαδεύει την περιοχή. Στο δεύτερο μισό του αιώνα καταβάλλεται προσπάθεια για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής με μοχλούς την παραλία των Βατερών, της Νυφίδας καθώς και τις Θερμοπηγές του χωριού Πολιχνίτος και του Λισβορίου. Τέλος, το 1999 με τη μεταρρύθμιση του “Καποδίστρια” συνενώνονται διοικητικά τα χωριά σε μια αυτοδιοικητική μονάδα και προστίθεται ένα ακόμη τοπικό διαμέρισμα, του Σταυρού.

Το χωριό Πολιχνίτος και η ονομασία του
Ο Πολιχνίτος βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, 45 χιλιόμετρα από τη Μυτιλήνη, ανάμεσα σε ελαιώνες, πευκοδάση, θερμές πηγές και παραλίες. Το όνομα του χωριού ίσως ανάγεται στις πρώτες εγκαταστάσεις των Πελασγών οι οποίοι κατοίκησαν και την Λήμνο, όπως επίσης και την Κρήτη αργότερα. Κατά το Διονύσιο από την Αλικαρνασσό, διαβάζουμε: ‘’Οι δ’ εις την Ασίαν περαιωθέντες της περί τον Ελλήσποντον παραλίου πολλά χωρία κατέσχον και των παρακειμένων αυτή νήσων άλλας συχνάς και την νυν καλουμένην Λέσβον, αναμιχθέντες τοις εκ της Ελλάδος στέλλουσι την πρώτην αποικίαν εις αυτήν άγοντος Μάκαρος του Κριάσου.’’
Έτσι, το όνομα Πολιχνίτος που συναντάμε από τα μέσα του 16ου αιώνα δεν πρέπει να είναι άσχετο με το όνομα της προϊστορικής Πολιόχνης στα Καμίνια της Λήμνου και του Πολιχνίτου στην Κρήτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν, ο πολιτισμός του Πολιχνίτου προσδιορίζεται στα χρόνια της Άλωσης της Τροίας και συνεχίζεται και στα μετέπειτα χρόνια.
Κατά μία άλλη άποψη το όνομά του, το χωριό Πολιχνίτος, το πήρε από την ένωση των λέξεων “Πολλά ίχνη” γιατί κατά την προφορική παράδοση, πολλά μικρά χωριά-ίχνη κυρίως παραλιακά, εξαιτίας του φόβου των Σαρακηνών Πειρατών, αναγκάσθηκαν να μετοικήσουν στη σημερινή τοποθεσία που βρίσκεται μακριά απ’ τη θάλασσα, περιβάλλεται από υψώματα και είναι αόρατη, τόσο απ’ τον κόλπο της Καλλονής όσο και από το Αιγαίο Πέλαγος.
Φτάνοντας στο σήμερα
Το 1979, ο Πολιχνίτος κηρύχθηκε «παραδοσιακός οικισμός». Από τα πιο αξιόλογά του κτίσματα, είναι το ελαιοτριβείο στην πλατεία του χωριού με το χαρακτηριστικό φουγάρο του με την πελαργοφωλιά, το οποίο έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε πολιτιστικό χώρο, το «Πολύκεντρο», όπου πραγματοποιούνται θεατρικές παραστάσεις, προβολές ταινιών, βιβλιοπαρουσιάσεις κι άλλες εκδηλώσεις. Εντυπωσιακό είναι και το Δημοτικό Σχολείο, το οποίο χτίστηκε μεταξύ 1929-1932, αλλά και το κτίριο του Ειρηνοδικείου, το παλιό καφενείο και το τζαμί, που σήμερα στεγάζει το τοπικό Παράρτημα των ΕΛ.ΤΑ..

Σήμερα ο Πολιχνίτος είναι μια από τις μεγαλύτερες κωμοπόλεις του νησιού. Βρίσκεται χτισμένος σε μικρά υψώματα στο τέλος του μεγάλου κάμπου του Ξηρόκαμπου. Γύρω του βρίσκονται οι κορφές της Πλακούρας, του Προφήτη Ηλία, οι Πλάτες, ο Καρδώνας και τα Ράχτα. Βρίσκεται βαθιά σε μια κοιλάδα που περιβάλλεται από τα ύψη Καρδαβάς, Ράχτα, Πλάκουρα, Πλάκες και Προφήτη Ηλία.
Κυρίαρχο δομικό στοιχείο αποτελεί η καφεκόκκινη και ροζέ πέτρα, ο «ινιμβρίτης», ηφαιστειακό πέτρωμα, το οποίο δουλεύεται και λαξεύεται εύκολα και έχει μεγάλη ανθεκτικότητα. Όλα τα παραδοσιακά σπίτια που χτίστηκαν πριν το 1950, είναι χτισμένα από την ντόπια αυτή πέτρα, η οποία εξορυσσόταν στο χωριό και την επεξεργάζονταν οι ντόπιοι τεχνίτες.
Ο οικισμός του Πολιχνίτου είναι από τους αναγνωρισμένους ως «διατηρητέος» παραδοσιακός οικισμός της Λέσβου και της Ελλάδας. Παρά τις όποιες επεμβάσεις που έχει υποστεί τις τελευταίες δεκαετίες, η μοναδική και αρχιτεκτονική του, εξακολουθεί να τον αναδεικνύει σε έναν από τους πιο αξιόλογους οικισμούς του νησιού.
Αποτελείται από πέντε δημοτικά διαμερίσματα και έχει συνολικό πληθυσμό 5.288 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Η έκταση του δήμου ήταν 172,6 km². Ο Δήμος Πολιχνίτου συνόρευε στα ανατολικά με τον δήμο Αγιάσου στα βόρεια με τον δήμο Αγίας Παρασκευής και στα νότια με τον δήμο Πλωμαρίου. Με τη διοικητική διαίρεση του 2011 με το Σχέδιο Καλλικράτης, από 1η Ιανουαρίου 2011 εντάχθηκε στο νέο διευρυμένο Δήμο Λέσβου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.
Σήμερα η περιοχή η οποία ανήκει στον Δήμο Πολιχνίτου προέρχεται από τη συνένωση των οικισμών των Βασιλικών, Λισβορίου, Πολιχνίτου, Σκάλας Πολιχνίτου, Νυφίδας, Βρίσας, Βατερών και Σταυρού. Έχει δυο ενορίες με δυο ναούς του Αγίου Γεωργίου και του Αποστόλου Παύλου. O Δήμος Πολιχνίτου κατέχει εξέχουσα θέση στην αγροτική οικονομία και στα τουριστικά δρώμενα της Λέσβου καθώς η περιοχή εξελίσσεται συνεχώς σε αξιόλογο τουριστικό θέρετρο με τα παραλιακά μέρη των Βατερών και της Νυφίδας. Στην περιοχή αξίζει να επισκεφθεί κανείς τη Mονή Δαμανδρίου για να δει τις τοιχογραφίες του 12ου αιώνα, και τα λείψανα παλαιοντολογικής ή βυζαντινής εκκλησίας στην “Περιβόλα”. Στο χωριό του Πολιχνίτου βρίσκεται ο Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου ο οποίος αντικατέστησε την προυπάρχουσα εκκλησία το 1805. Στην περιοχή βρίσκονται ακόμη ιαματικές πηγές.
Οι θερμές ιαματικές πήγες του χωριού Πολιχνίτος και οι υγροβιότοποι του Κόλπου της Καλλονής και του Αλμυροπόταμου, σε συνδυασμό με τα παλαιολιθικά εργαλεία και τη συστηματική καταγραφή και μελέτη των ζωικών απολιθωμάτων στην περιοχή των Βατερών τις αμέτρητες παλαιοχριστιανικές εκκλησίες , τα μοναστήρια, τα γραφικά εξωκλήσια μαζί με την μοναδική λιθοτεχνία των σημερινών οικισμών, το Λαογραφικό Μουσείο και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, κεντρίζουν το βλέμμα του επισκέπτη.

Διατηρητέος οικισμός και τρία είδη σπιτιών
Τα σπίτια του διατηρητέου οικισμού του Πολιχνίτου διαθέτουν πολλά ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Τα στολίζουν εντυπωσιακές προσόψεις με επιβλητικά αετώματα, μπαλκόνια με σιδερένια και πέτρινα φουρούσια, κιονόκρανα, λαξευτά επίκρανα, ποικίλα ανάγλυφα, εκπληκτικές κορνίζες-σουβελίκια, θυρώματα και ανώφλια με σκαλιστές παραστάσεις, και συχνά εσοχές με ίχνη από παλαιά ζωγραφική. Για την ακρίβεια, ο οικισμός παρουσιάζει τρεις τύπους παραδοσιακών σπιτιών. Ο πρώτος, είναι αυτός του «παλιού αρχοντικού». Πρόκειται για τα πιο εντυπωσιακά σπίτια, τετράγωνα στο σχήμα, διαστάσεων περίπου 8 επί 8 μέτρων, που αποτελούνται από δύο ορόφους με τέσσερα δωμάτια σύνολο και υπόγειο.
Ο δεύτερος τύπος, είναι αυτός των «κλασσικών σπιτιών του Πολιχνίτου», ορθογώνιων στο σχήμα, διαστάσεων περίπου 8μ. επί 5μ. που δεν έχουν, όμως, υπόγειο. Τα σπίτια αυτά έχουν δύο δωμάτια στο ισόγειο, το ένα από τα οποία παραδοσιακά ήταν το «κατώνι», ο αποθηκευτικός χώρος για το λάδι, τα σιτηρά, κλπ. και το δεύτερο ήταν το «κατεβατό», χρησιμοποιούμενο ως δωμάτιο υποδοχής. Εκεί βρισκόταν η «γωνιά» το τζάκι, δηλαδή, το οποίο δεν βρισκόταν σε γωνιακό σημείο, αλλά είχε μεγάλο άνοιγμα, τόσο που χωρούσε να σταθεί μέσα άνθρωπος, για να ζεσταθεί.
Ο τρίτος τύπος σπιτιών, είναι αυτών που χτίστηκαν από το 1922 και έπειτα, όταν ήρθαν οι πρόσφυγες από τα απέναντι παράλια. Πρόκειται για ισόγεια σπίτια, με χαμηλό υπόγειο, τα οποία στέγασαν τους πρόσφυγες.

Σκάλα Πολιχνίτου
Ο Πολιχνίτος διαθέτει επιπλέον την Σκάλα Πολιχνίτου, δηλαδή έναν παραθαλάσσιο οικισμό και επίνειο του ομώνυμου χωριού, στο οποίο αναπτύσσεται η αλιεία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αποτελεί ένα από τα χρηστικά λιμάνια του νησιού, αφού είναι κατασκευασμένο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δέχεται πλοία μεγάλης χωρητικότητας. Παράλληλα με την αγροτική οικονομία του χωριού η Σκάλα Πολιχνίτου επιβοηθούσε με θαλάσσιες δραστηριότητες, οι οποίες, κάποια περίοδο υποκαθιστούσαν τις χερσαίες μεταφορές σε μεγάλο βαθμό.
Η θέση της ακριβώς στην είσοδο του κόλπου της Καλλονής είναι ευνοϊκή λόγω της εμπορικής χρήσης και της διαθεσιμότητάς της για την ασφαλή πρόσδεση των πλοίων όποτε χρειάζεται. Οι ψαράδες της περιοχής με τον αλιευτικό τους συνεταιρισμό προμηθεύουν τα γύρω χωριά, τη Μυτιλήνη, ακόμη και την Αθήνα με φρέσκο ψάρι οστρακοειδή, χτένια και τις περίφημες σαρδέλες Καλλονής.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του οικισμού είναι η ύπαρξη και η λειτουργία της δεύτερης αλυκής του νησιού, η οποία τον 20ό αιώνα ενίσχυε τον οικισμό και με μισθωτά εισοδήματα, μολονότι η παραγωγική διαδικασία κάθε αλυκής είναι εποχική. Ωστόσο, η απασχόληση ανθρώπων και ζώων στις εργασίες παραγωγής του αλατιού, σε μια περίοδο που η εκμηχάνιση της παραγωγής ήταν ακόμα περιορισμένη, έδινε και πρόσθετους πόρους στον οικισμό, δημιουργώντας ακόμα και συνθήκες ασφάλισης των ανθρώπων.
Η παράκτια περιοχή του Πολιχνίτου είναι ένας από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους για τα πουλιά στην Ελλάδα. Πάνω από 130 είδη πτηνών έχουν καταγραφεί στον κόλπο της Καλλονής, μερικά από τα οποία ζουν μόνιμα εκεί, ενώ άλλα μεταναστεύουν. Για τους βιολόγους, τους ορνιθολόγους και τους ερασιτέχνες παρατηρητές πτηνών, η περιοχή είναι ένα ζωντανό μουσείο φυσικής ιστορίας στο οποίο μπορούν να παρατηρήσουν και να μελετήσουν τα υπάρχοντα είδη πουλιών, τις συνήθειες και τη συμπεριφορά τους καθώς και διάφορα βιολογικά και περιβαλλοντικά θέματα της περιοχής.
Η παρατήρηση και η έρευνα είναι δυνατές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ειδικά την άνοιξη, όταν παρατηρείται μαζική μετανάστευση πτηνών από άλλες χώρες. Οι στάσιμες κοιλάδες της περιοχής, όπου ξηραίνεται το αλάτι, αποτελούν το κατάλληλο έδαφος για το σχηματισμό διαφόρων οργανισμών, που αποτελούν τη βασική τροφή για αυτά τα πουλιά.

Θερμοπηγές Πολιχνίτου
Η δημιουργία των θερμών πηγών του Πολιχνίτου συνδέεται με την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα που εκδηλώθηκε στην περιοχή του βορειοανατολικού Αιγαίου πριν από 21,5 – 16,5 εκατομμύρια χρόνια. Η ηφαιστειακή δραστηριότητα προίκισε τη Λέσβο με σημαντικές θερμές πηγές. Σήμερα τα μεγάλα ηφαίστεια της Λέσβου είναι ανενεργά, όμως, μεγάλες συγκεντρώσεις θερμού μάγματος παραμένουν σε μικρά βάθη κάτω από τη Λέσβο. Αυτές ενεργούν σαν τεράστιοι θερμαντήρες, ζεσταίνοντας το νερό που εισχωρεί μέσα στο φλοιό. Όταν πλησιάσει το μαγματικό θάλαμο, το νερό θερμαίνεται και στη συνέχεια εξέρχεται στην επιφάνεια της Γης μέσω των θερμών πηγών.
Περίπου ένα χιλιόμετρο από τον Πολιχνίτο στο δρόμο προς Βατερά βρίσκονται οι ιαματικές θερμοπηγές του οικισμού. Η θερμοκρασία τους είναι μεταξύ 67 βαθμών οC και 92 βαθμών οC και θεωρούνται από τις θερμότερες της Ευρώπης. Όλες οι θερμοπηγές Πολιχνίτου είναι χλωριονατριούχες και σε σχέση με το νερό της θάλασσας το χλωριούχο νάτριο των θερμοπηγών είναι τρεις φορές λιγότερο. Πιστεύεται όμως ότι υπάρχει κάποια ανάμιξη του νερού των θερμοπηγών με το θαλάσσιο νερό έως 30% περίπου.

Τα Ιαματικά Λουτρά Πολιχνίτου είναι σε χρήση από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Μετά την απελευθέρωση τα ανέλαβε ο Δήμος Πολιχνίτου όπου το 1953 κατασκεύασε την δεύτερη δεξαμενή που σήμερα λειτουργεί σαν πισίνα γυναικών. Τα κτίσματα πίσω από τα Λουτρά κατασκευάστηκαν το 1892 από τον γιατρό Χριστιανό. Διέθεταν δύο δεξαμενές, ξενώνα, λασπόλουτρα και στην κορυφή του λόφου καφενείο που στο υπόγειο του είχαν κατασκευαστεί κατακόμβες όπου ο γιατρός μετέφερε τον χειμώνα χιόνι από τον Όλυμπο το αποθήκευε και είχε παγωμένο νερό το καλοκαίρι. Ο ίδιος έφτιαξε και το γεφύρι του Αλμυροποτάμου.
Τα λουτρά είναι 60 μέτρα πάνω από τη θάλασσα κοντά στις όχθες του ποταμού Αλμυροπόταμου. Υπάρχουν πέντε ιαματικές πηγές, αλλά χρησιμοποιούνται μόνο τρεις, δύο από το δήμο και μία είναι ιδιόκτητη. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορείτε να δείτε τις πηγές από απόσταση λόγω του θερμού ατμού που αναβλύζει από αυτές. Αυτές οι πηγές συνιστώνται για τη θεραπεία χρόνιων ρευματισμών, αρθρίτιδας, δερματικών παθήσεων, ισχιαλγίας, μυαλγικού πόνου και γυναικολογικών παθήσεων γενικότερα. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί μία ζωντανή εμπειρία με λίμνες με ζεστό νερό και τα πέτρινα ερείπια παλιών λουτρών. Το κύριο λουτρό διαθέτει δύο πισίνες και η θερμοκρασία διατηρείται αρκετά άνετα.

Εκκλησία Αγίου Γεωργίου
Στο Πολιχνίτο αξίζει να επισκεφθεί κανείς την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και το καμπαναριό του, δια μέσου των πλακόστρωτων δρόμων του οικισμού, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί διατηρητέος. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, χτισμένη το 1805, με ένα από τα πιο αξιόλογα καμπαναριά της Ελλάδας πρόκειται για ένα τριώροφο, πετροπελεκημένο καμπαναριό, του 1892, φτιαγμένο και αυτό από ινιμβρίτη.
Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Γεωργίου στον Πολιχνίτο, κατασκευασμένος από λαξευτή πέτρα χτίστηκε κατά την τουρκική κατοχή. Προκειμένου να οικοδομηθεί η εκκλησία θα έπρεπε να δοθεί οικοδομική άδεια από τους Τούρκους, οι οποίοι ποτέ δεν έδωσαν άδειες για μεγάλες εκκλησίες. Ένας άντρας από τον Πολιχνίτο, με το όνομα Παπαδημητρίου και το παρατσούκλι «Ροδάνας», εξαπάτησε τους Τούρκους και κατάφερε να πάρει την άδεια. Στο τέλος χτίστηκε η μεγάλη αυτή εκκλησία, αλλά οι Τούρκοι εκτέλεσαν τον ίδιο που τους εξαπάτησε.
Η εκκλησία αυτή είναι μια εντυπωσιακή λεσβιακή τρίκλιτη βασιλική που συναρπάζει τους επισκέπτες με το επιβλητικό της μέγεθος, τους αμέτρητους κίονες και τον θαυμάσιο ξυλόγλυπτο ναό. Η αυθεντικότητα της εκκλησίας και ο πλούτος της κατασκευής της φαίνονται όχι μόνο στο εσωτερικό της αλλά και στις εξωτερικές αυλές, στους γύρω τοίχους και στο καμπαναριό. Ολόκληρη αυτή η ευγενής δομή είναι έργο των πιο αξιόλογων τεχνιτών της Λέσβου. Το καμπαναριό και οι αυλές κατασκευάστηκαν από μερικούς από τους καλύτερους τεχνίτες πέτρας στον Πολιχνίτο. Το υλικό που χρησιμοποιείται για την ανέγερση της εκκλησίας, το καμπαναριό και τις αυλές είναι ο ιγμιμίτης-ηφαιστειακός βράχος, χαρακτηριστική πρώτη ύλη για την περιοχή.

Η εκπαίδευση στο χωριό Πολιχνίτος
Η εκπαιδευτική ιστορία του Πολιχνίτου είναι παλιά και σημαντική. Η κωμόπολη ίδρυσε και διατήρησε σε λειτουργία σχολεία όλων των τύπων και στις δύο βαθμίδες της Εκπαίδευσης όπως Νηπιαγωγείο, Αρρεναγωγείο, Παρθεναγωγείο, Ελληνικό Σχολείο, Αστική Σχολή, Ημιγυμνάσιο, Αστικό Σχολείο.
Η πρώτη λειτουργία σχολείου συνδέεται με την ανέγερση του Ιερού Ναού του Αγίου Γεωργίου, κατά το έτος 1805. Η Σχολή των Αρρένων λειτούργησε με την εποπτεία της Δημογεροντίας, η οποία διόριζε και πλήρωνε τους δασκάλους. Την εκπαιδευτική κατάσταση στον Πολιχνίτο κατά το έτος 1871 περιγράφει ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως: «Εν Πολυχνίτω υπάρχουσιν ελληνικόν, αλληλοδιδακτικόν και παρθεναγωγείου. Εν τω ελληνικώ σπουδάζουσι περί τους 20. εν τω αλληλοδιδακτικώ 250. εν παρθεναγωγείω 80. άπαντες δε οι κάτοικοί εισί περί τας 4 χιλιάδας. Τα εκπαιδευτήρια ταύτα συντηρούνται υπό του δημοτικού ταμείου».

Πολιχνίτος και προσφυγικό ζήτημα
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922 εγκαταστάθηκαν στον οικισμό αρκετοί πρόσφυγες από τα μικρασιατικά παράλια. Αντίστοιχα, ακολουθώντας την ιστορική συγκυρία της χώρας, στα μέσα του περασμένου αιώνα, τη δεκαετία του ’50, η πλειοψηφία των κατοίκων του Πολιχνίτου αποχώρησε από το χωριό της, λόγω περιορισμού της γεωργικής εκμετάλλευση που οδήγησε, από την καλλιέργεια σιτηρών και καπνού, στην επικράτηση της μονοκαλλιέργειας της ελιάς, ενώ παράλληλα, η κτηνοτροφία ήταν λιγοστή.
Δεν εγκαταστάθηκαν στην οριογραμμή των ανατολικών παραλίων της Λέσβου, αλλά προχώρησαν στο εσωτερικό του νησιού. Άλλοι γιατί δεν άντεχαν να βλέπουν τα παράλια, τις εστίες τους, που άφησαν πίσω τους και άλλοι γιατί δεν είχαν ξεπεράσει ακόμη τον φόβο του κατατρεγμού και τον κίνδυνο βέβαιου θανάτου. Παρά ταύτα υπήρξαν και κάποιοι πρόσφυγες που επέλεξαν τον Πολιχνίτο σαν τόπο εγκατάστασής τους, γιατί έμαθαν ότι διέθετε μεγάλο ελαιώνα, κάμπο, πλούσια θάλασσα, αλυκές και πονετικούς ανθρώπους, που δεν θα τους έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα.
Πράγματι, αν εξαιρέσουμε κάποιους που έδειξαν σκληρή και απάνθρωπη συμπεριφορά, παίρνοντας στη δούλεψή τους άντρες και γυναίκες, για ένα ξεροκόμματο, οι άλλοι Πολιχνιάτες είδαν με μάτι συμπόνιας και αγάπης τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Η Επιτροπή αποκατάστασης των προσφύγων, απαιτούσε την ίδρυση δυο προσφυγικών συνοικισμών, ενός αστικού στον Πολιχνίτο και ενός αλιευτικού στη Σκάλα Πολιχνίτου.
Πηγές:
- vintagelesvos.gr
- nyfida.com
- greeka.com
- politikalesvos.gr
- lesvosgeopark.gr
Σύνταξη κειμένου: Λευτέρης Μαργαρίτης
Επιμέλεια κειμένου: Ελευθερία Σακελλαρίου