
Το έπος του ’40 μας είναι γνωστό ήδη από τα σχολικά μας χρόνια, οι κακουχίες των στρατιωτών, το Αλβανικό μέτωπο, η νίκη μέσα από ακρωτηριασμούς σωματικούς και ψυχικούς. Όπως είπαμε, το έπος. Σήμερα θα ασχοληθούμε με τις μαρτυρίες, τις προσωπικές εμπειρίες του έφεδρου ανθυπολοχαγού Οδυσσέα Αλεπουδέλη (Ελύτη). Τόσο τις -ας μου επιτραπεί ο όρος- δημοσιογραφικές αλλά και τις ποιητικές όπως το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας”. Πάμε να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά.
3 το πρωί, 28 Οκτωβρίου 1940 ο πρεσβευτής της Ιταλίας Grazzi επισκέπτεται τον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, αφού τον αφυπνίζει του παραδίδει τελεσίγραφο, σύμφωνα με το οποίο η Ιταλία προς εξασφάλιση της, απαιτούσε την κατάληψη σημαντικών θέσεων σε σημεία του ελληνικού χώρου έως το τέλος του πολέμου. Η προθεσμία για την απάντηση του τελεσίγραφου ήταν μέχρι την 6η πρωινή. Ο Μεταξάς απορρίπτει αμέσως το τελεσίγραφο, λέγοντας «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο). Η Ελλάδα πια βρίσκεται σε πόλεμο με την Ιταλία.
Στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Ελύτης παρουσιάζεται στο Α΄ Κέντρο Επιστρατεύσεως του Α΄ Σώματος Στρατού (Α΄ Σ.Σ.). Όπως ο ίδιος αναφέρει σε συνέντευξη του οι ώρες ήταν δύσκολες μα δεν ήταν και κανένας ήρωας. Ο πρώτος ένας και μισός μήνας ήταν πιο εύκολος για εκείνον, μιας και είχε τοποθετηθεί σε υπηρεσία εκτός πρώτης γραμμής, συγκεκριμένα στις 29 Οκτωβρίου 1940 ο Ελύτης τοποθετείται στη Διλοχία Διοικήσεως του Στρατηγείου του Α΄ Σ.Σ. στο Ψυχικό και λίγες μέρες αργότερα, μετακινείται στην περιοχή της Καλαμπάκας και αναλαμβάνει τη διεύθυνση των επιχειρήσεων για την απόκρουση των Ιταλών. Μετά ωστόσο πολέμησε κι αυτός με τη σειρά του στη πρώτη γραμμή του πυρός, στο Αλβανικό μέτωπο. Ο Ελύτης περιγράφει την πορεία του προς το μέτωπο λεπτομερέστατα “Με ένα “φύλλο πορείας” στην τσέπη, κίνησα για να συναντήσω την καινούργια μονάδα μου που μαχόταν κάπου ανάμεσα στ’ Ακροκεραύνια και στο Τεπελένι. Άρχισα να εγκαταλείπω ένα-ένα όλα τα στοιχεία που συγκροτούσανε την υλική μου υπόσταση. Τα γένεια μου μεγάλωναν ολοένα. Οι ψείρες πλήθαιναν. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. […] Τη νύχτα εκείνη χρειάστηκε να περάσω από ένα μονοπάτι που το χρησιμοποιούσαν οι τραυματιοφορείς για να κουβαλήσουν στα μετόπισθεν τους βαριά τραυματισμένους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα βογγητά τους…”. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 τον μεταφέρουν αρχικά με βαρύ κοιλιακό τύφο στο Νοσοκομείο Αξιωματικών Ιωαννίνων, το λεγόμενο “Ρουμανικόν”. Ύστερα από διάφορα συμβάντα και μία περιπετειώδη πορεία καταλήγει στην Αθήνα.

Έτσι έχει η ιστορία, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης την μετέφερε σε συνέντευξη του σε φοιτητικό έντυπο το 1965 με τίτλο άρθρου “Έζησα το θαύμα της Αλβανίας”.
Στην ερώτηση:
–Προσωπικά εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι κάνατε στον αγώνα;
Εκείνος απάντησε:
–Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας. Με κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή μου. Αλλά είδα στο πρόσωπο των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο Ελληνισμός ν’ αναδύσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από πολύ κοντά την αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική μου. Στο μέτωπο αρρώστησα από βαρύτατο τύφο.Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε,ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήταν μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω, χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια για να βρεθώ σε δρόμο βατό και να διακομιστώ στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί έμεινα τριάντα μέρες με σαράντα πυρετό, ακίνητος με πάγο στην κοιλιά. Με είχαν αποφασίσει, αλλά εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν στο μικρό θάλαμο των μελλοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα πεισματικά να κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της αρρώστιας έφτασε στο κατακόρυφο. Μόλις αρχίζανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το διπλανό μου παράθυρο – μη σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν επάνω μου – και φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Κατάμονος σ’ έναν θάλαμο και γεμάτος πληγές από την απόλυτη ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλιτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το νοσοκομείο. Με βάλανε όπως – όπως σ’ ένα φορείο, που το χώσανε σ’ ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οχτώ φορές από τα ”Στούκας”. Οι φαντάροι τρέχανε προς τα χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά, στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ’ ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλα, εθελοντής νοσοκόμος, με βοήθησε και μ’ έσυρε ως το υπόγειο μιας καπναποθήκης όπου σωριάστηκα και έμεινα τρεις μέρες. Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να τελειώσω. Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει ότι ”έζησα το θαύμα και σώθηκα από ένα θαύμα.
Ο πόλεμος, οι εμπειρίες του Αλβανικού μετώπου υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της ποιητικής ταυτότητας του Ελύτη, τον οδήγησαν γρηγορότερα σε μία ωρίμανση και στην διάνοιξη ενός νέου πνευματικού δρόμου κάνοντας τον να μιλάει τώρα και για την ιστορία αλλά και για το συλλογικό αίσθημα του τόπου. Ο ίδιος είχε δηλώσει για τις μάχες στην Αλβανία “Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά. (…) έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι ενταγμένος σε μιαν ομάδα, που έχει ορισμένα ιδανικά, και να μάχεσαι κι εσύ γι’ αυτά.”

Πέρα από το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” με το οποίο θα ασχοληθούμε μερικώς πιο κάτω ο ποιητής έγραψε ακόμα δύο ποιήματα με θέμα τον Αλβανικό πόλεμο, την άνοιξη του 1941 μόλις επέστρεψε από το μέτωπο. Την Αλβανιάδα και τη Βαρβαρία. Η “Αλβανιάδα” υπήρξε έργο ημιτελές, ένα τμήμα της δημοσιεύθηκε το 1962 στο φοιτητικό περιοδικό “Πανσπουδαστική” όπου δώθηκε και η παραπάνω συνέντευξη.
Ο Ελύτης στην ερώτηση:
–Πώς συμβαίνει να μην έχει εκδοθεί ακόμη η «Αλβανιάδα»; Μήπως έχουν δημοσιευθεί αποσπάσματα σε κανένα περιοδικό;
Απαντά:

Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.
– Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.
– Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.
– Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α’ Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ’ ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».
– Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.
– Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».
– Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.
– O Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».”
Επίσης στο μέτωπο υπήρξαν και πολέμησαν ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, όπως και οι ηθοποιοί Λάμπρος Κωνσταντάρας, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Μίμης Φωτόπουλος, Κώστας Χατζηχρήστος, Μάνος Κατράκης. Πριν κλείσουμε το άρθρο με την απαγγελία του Μάνου Κατράκη “Η πορεία προς το μέτωπο” από τη ποιητική συλλογή “Άξιον Εστί” αξία έχει να αναφέρουμε τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη “ Λίγοι ξέρουνε ότι το κύριο βάρος του πολέμου το σήκωσαν οι ανθυπολοχαγοί. Και συμβολικά αυτό θέλησα να δείξω ηρωοποιώντας έναν ανθυπολοχαγό, με το “Ασμα” που έγραψα. Από το άλλο μέρος, έγινε αιτία ο πόλεμος να συνειδητοποιήσω τι είναι ο αγώνας, ο ομαδικός πλέον και όχι ο προσωπικός. Θέλω να πω τι σημαίνει να μάχεσαι και συ γι’ αυτά. Χωρίς την εμπειρία αυτή, πιστεύω δεν θα μου είχε ανοιχτεί ο δρόμος για το “Αξιον Εστί”».
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο αυτό:
- “Ο Οδυσσέας Ελύτης πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο το 1940 ως ανθυπολοχαγός” ανακτήθηκε από www.tilestwra.com
- “Ο ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ” ανακτήθηκε από panagiotisandriopoulos.blogspot.com
-
ΕΦΕΔΡΟΣ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΛΕΠΟΥΔΕΛΗΣ (ΕΛΥΤΗΣ) ανακτήθηκε από greekmilitaryvoice.wordpress.com
- Ο Οδυσσέας Ελύτης ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του ‘40 ανακτήθηκε από www.enikos.gr
- βιβλίο: Δ.Ν Μαρωνίτης ” Ο τύπος του εθνικού ποιητή”
- βιβλίο: Ηλίας Καφάογλου “Ελύτης εποχούμενος”