
Αν στη δεκαετία του 90 πήγαινες δημοτικό ταυτίσου. Αν νοσταλγείς τα χρόνια που πέρασαν, αν βγάζεις τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες από το τότε και τα ξεφυλλίζεις αναστενάζοντας, αν ακούς τυχαία Μπίγαλη στο ραδιόφωνο και δυναμώνεις τη μουσική κλείνοντας τα παράθυρα, μη ντρέπεσαι. Αν πάλι αυτή τη δεκαετία δεν είχες καν γεννηθεί, μη νιώθεις έξω από το χορό. Ρόδα είναι και γυρνάει. Καλώς ήρθες στο μέλλον… εδώ που όλοι θέλουν να ζήσουν στο παρελθόν.
Το πρωί που δεν ήταν ποτέ 07:30
Δευτέρα 7 παρά τέταρτο. «Ξύπνα η ώρα είναι 07:30» φώναζε η μάνα. Θα αργήσεις για το σχολείο. Η ατάκα επαναλαμβανόταν μέχρι να πάει όντως 07:30. Σε σήκωνε και σε έντυνε πάνω από τις πυτζάμες. Κάποιες μέρες σου έβαζε μέσα από τη φόρμα πουκάμισο και σου έβγαζε το γιακά απ’ έξω για την τσαχπινιά. Όποιος έχει κάνει γυμναστική ντυμένος σαν κρεμμύδι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα σε αυτή τη ζωή. Στα γρήγορα ένα ποτήρι γάλα ΝΟΥΝΟΥ με λίγο HEMO. Κάποιοι το έπιναν με λίγο ελληνικό καφέ στη μύτη του κουταλιού ή και σκέτο. Αλλά το χειρότερο ήταν το γάλα που είχε ετοιμαστεί από τις 7 παρά και μέχρι τις 07:30 είχε ξαναζεσταθεί στο μπρίκι. Τσάντα και σχολείο. Κάποιες φορές παίρναμε κολατσιό από το σπίτι. Σαντουιτσάκι από ψωμί μαργαρίτα με ντομάτα και φέτα. Ούτε χυμό ούτε παγούρι. Κατευθείαν νερό από τη βρύση του σχολείου. Οι τυχεροί παίρναν κανένα κατοστάρικο αλλά υπήρχαν και αυτοί που είχαν στάνταρ κολατσιό από το κυλικείο. Η κυρά Φιλίτσα τα «έγραφε» και οι γονείς πλήρωναν κάθε Παρασκευή. Αν υπήρχε λεωφόρος σε περνούσε η μάνα ή η γιαγιά απέναντι και μετά μόνος σου. Οι καλύτερες μέρες όμως ήταν εκείνες που είμασταν απογευματινοί στο σχολείο! Γλιτώναμε το ψυχολογικό θρίλερ του πρωινού ξυπνήματος.


Το σχολείο
Στο προαύλιο μαζευόμασταν όλοι με τις πλέον αντι-ανατομικές τσάντες στους ώμους. Ούτε ροδάκια ούτε βαλιτσούλες. Εικοσιπέντε κιλά το παιδί, εικοσιεφτά η τσάντα. Το κουδούνι χτυπούσε και στοιχιζόμασταν για προσευχή. Οι δάσκαλοι πλαισίωναν το διευθυντή, ωσάν κοινοτάρχες δίπλα στο νομάρχη και σηκώνονταν χέρια με εθελοντές για το Πάτερ Ημών. Δεν κουνιόταν μύγα. Με το τέλος της προσευχής ανεβαίναμε στις τάξεις. Γλώσσα, Γλώσσα, Μαθηματικά, Φυσικά, γυμναστική. Το γνωστό πεντάωρο της Δευτέρας. Βάζαμε τα μπουφάν μας στις κρεμάστρες και ανοίγαμε τσάντες. Συχνά μέχρι να μπει ο δάσκαλος συζητούσαμε τα κορίτσια για αλληλογραφίες και τα αγόρια Υπερατού. Κάποιες φορές αυτός που έκανε πάρτι γενεθλίων το Σάββατο μοίραζε σε όλα τα θρανία προσκλήσεις. Κανείς δεν έμενε ακάλεστος. Ντρεπόταν και η ντροπή να συμβεί αυτό. Ορθογραφία, αντιγραφή, λέξεις για την καρτέλα και κουδούνι για διάλειμμα. Όλοι έξω. Στην τάξη έμεναν οι επιμελητές και καμιά φορά με ΑΖΑΞ και χαρτί καθάριζαν τα θρανία. Εννοείται πως ήταν πεντακάθαρα. Αλίμονο μας αν γράφαμε τίποτα Σ+Κ=B.F.F.
Στο προαύλιο πολύ κυνηγητό, πολλή τσιρίδα και πολλή άσκοπη μετακίνηση γενικά. Τόση ενέργεια που τη βρίσκαμε; Στο κυλικείο ουρά για τυρόπιτα και κουλούρι. Τα ρέστα ήταν πάντα τσίχλες ή καραμέλες γάλακτος. Αναψυκτικά και σοκολάτες μόνο για τα εκτάκια. Οι δάσκαλοι στο προαύλιο σε ψιλή κουβεντούλα με το τσιγάρο στο χέρι. Όλοι ευχαριστημένοι.
Κουδούνι για μέσα. Εκείνη τη στιγμή όλοι θέλαν να πιούνε νερό ταυτόχρονα. Το στόμα κολλημένο στη βρύση ο ένας μετά τον άλλο και γρήγορα στην τάξη. Προτελευταία ώρα και είχε αρχίσει να δυσκολεύει το πράγμα. Άλλωστε μετά είχε γυμναστική. Ο γυμναστής κατά κανόνα με σακάκι και τζιν, ακίνητος έδινε οδηγίες. Δεκαετία 90 γαρ. Έπειτα εμφανιζόταν μία μπάλα και αμολιόμασταν στο προαύλιο. Εννοείται πως οι υπόλοιπες τάξεις που έκαναν μάθημα έκλειναν τα παράθυρα γιατί οι φωνές μας ήταν ανυπόφορες. Καμιά φορά έβγαιναν κι οι δάσκαλοι και φώναζαν ησυχία. Τους ακούγαμε εννοείται! Για πέντε λεπτά επικρατούσε σιωπή! Μετά επανερχόμασταν σε άκρατες τσιρίδες.

Σχόλασμα. Η πείνα είχε φτάσει το στομάχι στην πλάτη. Φτάνοντας στο στενό της γειτονιάς τα σπίτια μοσχομύριζαν φρεσκομαγειρεμένα φαγητά. Στο δικό σου είχε φακές. Άφηνες την τσάντα και άκουγες τη μάνα να φωνάζει «πλύνε χέρια και έλα για φαγητό». Τα χέρια σου ήταν πάντα μαύρα λες και είχες σκάψει σε ανθρακωρυχείο. Καθόσουν στο τραπέζι και άρχιζες τη γκρίνια για το φαγητό. Εννοείται πως οι φακές είχαν πάντα φέτα και ρέγγα. Γεύσεις που αγαπά κάθε 9χρονο άλλωστε. «Φάτες γιατί θα στις φέρω καπέλο» η παιδαγωγική μέθοδος, «Φάτες έχουν σίδηρο» και η ιατρική προσέγγιση. Έτρωγες με το ζόρι 10 κουταλιές και πήγαινες για διάβασμα. Ήταν μεσημέρι άλλωστε. Όλοι κοιμόντουσαν. Φτάσαμε 35 χρονών και ακόμα αναρωτιόμαστε πως γίνεται όλη η γειτονιά να έχει σχολάσει, να έχει φάει και να κοιμάται ήδη στις 15:00. Άλλα χρόνια! Διάβαζες τα μαθήματα και ανά μισάωρο άκουγες την ατάκα «Διάβασε καλά γιατί θα σε ελέγξω». Και εννοείται πως θα διάβαζες γιατί το απόγευμα ήθελες να πας στον ξάδερφό σου που έμενε από πάνω και να παίξεις ATARI. Όταν δε τσακωνόσουν με τον ξάδερφο για την σούπερ ουάου τιμονιέρα, η παντόφλα-ντρόουν έφευγε από την κουζίνα και προσγειωνόταν σε κεφάλι. Οι μανάδες τότε είχαν σημάδι, όχι αστεία. Τα δε Σαββατοκύριακα ήταν αφιερωμένα στα Μίκυ Μάους. Δε μιλάω για τη Disney. Όλα τα παιδικά τότε έτσι τα λέγαμε. Αξέχαστα Candy Candy, Αρκουδάκια της Αγάπης, Power Rangers, Τζιαϊτζό, Dragon Ball και γενικά Junior’s TV και Άγιος ο Θεός.
Παιδικό πάρτυ στη δεκαετία του 90
Τα πάρτυ είχαν πάντα πολύ κόσμο. Επίσης τα πάρτυ είχαν πάντα κόστος. Τότε δεν υπήρχαν μαγαζιά για να αγοράσεις ένα οικονομικό δώρο. Κάποια ψιλικατζίδικα έκαναν συνήθως τη δουλειά μαζί με ένα υποτυπώδες αμπαλάζ αλλά το χιλιάρικο ήταν σίγουρο. Κάποιοι γονείς έφερναν τα παιδιά και θα τα έπαιρναν στις 10 ακριβώς ενώ κάποιοι άλλοι κάθονταν μαζί με τους υπόλοιπους γονείς στην κουζίνα με τσιγάρο, ουισκάκι και ξηροκάρπια. Τα παιδιά στο σαλόνι, ντυμένα όλα σαν μικρές λατέρνες συμβιβάζονταν με αναψυκτικά, μπόμπες και τυρογαριδάκια ενώ το κασετόφωνο έπαιζε mixtape Αλκαίος, Ρουβάς, Μαντώ και Ace of base. Πολύ δειλά ξεκινούσε ο χορός και όταν ερχόταν η μάνα να σε πάρει στις 10 ακριβώς εσύ άρχιζες πάλι τη γκρίνια. Θα σε έλεγαν μαμόθρεφτο αλλά το βλέμμα της ήταν απειλητικό και εννοείται πως με τη μάνα δεν τα βάζεις, οπότε μπουφάν και καληνύχτα.

Η πλατεία, αχ η πλατεία!
Όταν ο καιρός “άνοιγε” άρχιζαν τα ποδήλατα και η πλατεία. Περίμενες να πάει 17:00 για να ξεχυθείς στους δρόμους δίχως αύριο. Μπασκετάκι, όταν σε άφηναν τα μεγαλύτερα παιδιά, φυσοκάλαμα, ποδήλατο σε ακτίνα μεγαλύτερη του επιτρεπόμενου που είχε θέσει η μάνα και εκεί κοντά στο Πάσχα δυναμιτάκια. Παραδόξως είμαστε όλοι αρτιμελείς. Παγωτά δεν έπαιρνες πριν από το Μάιο. “Είναι περσινά, δεν κάνει” σου έλεγε η μάνα. Πρώτη Μαΐου όμως ξεκινούσες το μέτρημα. Εννοείται πως μιλάμε για ξυλάκια των 100 δραχμών (πατούσα, τσοκο μπανάνα) άντε και καμιά καραμπόλα των 150. Εδώ δεκαετία 90! Κάποια Σαββατοκύριακα όμως έπαιρνες και πύραυλο και η ευτυχία ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό σου. Όταν τα φώτα από τις κολώνες της ΔΕΗ άναβαν έπρεπε να επιστρέψεις. Αν όχι άρχιζαν οι φωνές από τα μπαλκόνια. Γιάννηηηη, Ελενηηηηη… Τα γνωστά. Εννοείται ότι επέστρεφες.

Το περίπτερο, ο έμπορας και ο δοσάς
Το περίπτερο ήταν η τράπεζά σου. Εκεί κατέθετες το χαρτζιλίκι. Τι και Τι, δρακουλίνια, πίτσα μεξικάνα, φοφίκο, τάπες, γλειφιτζούρια που σφύριζαν, αυτοκόλλητα για το άλμπουμ της αγαπημένης σου ποδοσφαιρικής ομάδας, σακουλάκια με λαστιχένια ζωάκια που μύριζαν εθιστικά, κάτι πιπίλες πλαστικές που τις φορούσαμε με κορδόνι για κολιέ και φυσικά διχτάκια με μπίλιες. Το αντίστοιχο του δικού σου περιπτέρου ήταν ο έμπορας για τη μάνα σου. Από εκεί αγόραζε την προίκα σου και τη φυλούσε με ναφθαλίνες στην πάνω ντουλάπα. Τις Τετάρτες περνούσε και ο δοσάς για την εγκυκλοπαίδεια που είχατε αγοράσει 80.000 δραχμές και την οποία δεν άνοιξες ποτέ. Απλά διακοσμούσε τα πάνω ράφια της σουηδικής σου βιβλιοθήκης. Πολλά πράγματα στο σπίτι σου είχαν μια παράξενη χρήση. Τα ασημικά στο σκρίνιο, το κλειστό σαλόνι που άνοιγε μόνο για τις γιορτές, το σεμεδάκι στην τηλεόραση, τα κρυμμένα σοκολατάκια που ήταν για «μην έρθει κανένας ξένος να κεράσουμε» και που έτρωγες κρυφά μέχρι να αδειάσει η φοντανιέρα. Όταν όμως σε έπιανε η μάνα εννοείται άρχιζαν τα «ξέρεις τι γράφει εδώ;» δείχνοντας το χέρι της. Ποτέ δε μας είπε τι έγραφε. Υποθέσεις ήταν όλα.


Το καλοκαίρι σου
Το καλοκαίρι ξεκινούσε μία μέρα μετά από το κλείσιμο των σχολείων. Μπουγέλο δίχως αύριο, λίγη γκρίνια στο σπίτι για το Β στα Μαθηματικά αλλά δε σε πείραζε. Θα έφευγες για το χωριό και θα επέστρεφες τέλος Αυγούστου αγνώριστος. Μαυρισμένος, ακούρευτος, 10 πόντους ψηλότερος τα αγόρια. Τα κορίτσια γυρνούσαν γυναίκες. Ειδικά εκεί στην έκτη δημοτικού.
Στο χωριό είχες 10 αλλαξιές ρούχα για όλο το καλοκαίρι. Αγαπημένα τσόκαρα τα κορίτσια και λαστιχένιες παντόφλες τα αγόρια. Το αντηλιακό το είχες ακουστά αλλά δεν είχε τύχει να το δοκιμάσεις. Από παιχνίδια ένα τέτρις, το «Καλοκαιρινές Διακοπές» που σου έβαζε η μάνα με το ζόρι στη βαλίτσα, Ποπάυ, Άρτσι, Κατερίνα. Από φαγητό η κατσαρόλα είχε παραδοσιακή ελληνική κουζίνα, εννοείται παγωτό το απόγευμα και άπειρες τηγανητές πατάτες. Από γλυκά βρεγμένο ψωμί με ζάχαρη, καρπούζι, πεπόνι και καμιά μερεντούλα με χωριάτικο ψωμί. Μπάνιο στη θάλασσα, ντους με το λάστιχο και το μεσημέρι πάντα ύπνο. Παιχνίδι όλο το απόγευμα, ενόσω οι μανάδες έβλεπαν Λάμψη, Καλημέρα Ζωή, Τόλμη και Γοητεία και Santa Barbara. Οι γιαγιάδες εκείνη την εποχη το είχαν ρίξει κυρίως στο βελονάκι και τα μεξικάνικα σίριαλ. Ήθελες δεν ήθελες παρακολουθούσες κι εσύ, αν έμενες μέσα, με τη Maria la del Barrio να είναι τρεντ. Όταν όμως έπαιζε ο Κιτ οι γειτονιές είχαν νεκρική σιγή. Αυτά ήταν στανταράκια τη δεκαετία 90.


Τα Χριστούγεννα
Τα Χριστούγεννα έβγαινες για κάλαντα από τις 06:30. Ήταν σκληρό το μεροκάματο τη δεκαετία του 90 για τα δεκάχρονα. Γύρω στις 11 ήταν ήδη πολύ αργά και τα κατοστάρικα γίνονταν πενηντάρικα οπότε σιγά σιγά μαζευόσουν με τους υπόλοιπους για μέτρημα και μοιρασιά. Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά μας έπαιρναν μαζί σε κάτι κέντρα διασκέδασης με μουσική. Γύρω στις 12 είχαν ενώσει δύο καρέκλες και μας είχαν ξαπλώσει για ύπνο ενώ το συγγενολόι συνέχιζε τους χορούς με ΛΕΠΑ. Στις δε γιορτές στο σπίτι, φορούσες τα καλά σου, μόνιμα κακόγουστα ρούχα και στηνόσουν για φωτογραφίες με το σόι. Στο φόντο πάντα ένα κουτσουρεμένο δέντρο με κλαδιά χωρίς καμία αναλογία μήκους και πολύχρωμα λαμπάκια από αυτά με τα αγκαθάκια που σε τσιμπούσαν. Μπορεί να σε τίναζε και το ρεύμα, ποτέ δεν σιγουρεύτηκα. Πολύ φαγητό, δώρα, πεντοχίλιαρα στις τσέπες από τους θείους, τσιγαρίλα και γλέντι. Χόρευαν οι μεγάλοι κι εμείς ντρεπόμασταν που τους βλέπαμε. Όχι πια… Γιατί τώρα είσαι κι εσύ μεγάλος…
Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτό το άρθρο:
“Δεκαετία 90: Καλώς ήρθες στο μέλλον… εδώ που όλοι θέλουν να ζήσουν στο παρελθόν.” Ανακτήθηκε από https://www.facebook.com/groups/674703646517470 (τελευταία πρόσβαση 14/4/2021)