Το γυάλινο κάστρο μας

το γυάλινο κάστροΉταν μικρό αλλά μάλλον λειτουργικό, αυτό το γυάλινο κάστρο. Τις κουρτίνες τις κρέμασες εσύ, τις κουρτίνες που διάλεξα εγώ. Ήταν κάτασπρες για να φέρνουν μέσα όλο το φως του κόσμου. Τα μήκη κύματος του ορατού, όσα μήκη κύματος δεν εξέπεμπες εσύ.

Με έλεγες παράφωνη, όταν τραγουδούσα και σιδέρωνα, όταν τραγουδούσα και μαγείρευα, όταν τραγουδούσα.  Δεν ξέρω αν είμαι… Το κλιματιστικό ήταν χαλασμένο, έκανε έναν παράξενο θόρυβο και δεν έβγαζε αέρα. Το καλοκαίρι λιώναμε, μας έπαιρνε ο ύπνος στον καναπέ, αλλά δε βρίσκαμε κουράγιο να σηκωθούμε κι ας καιγόμασταν αγκαλιά, αφού καιγόμασταν αγκαλιά.

Πετούσες παντού τα ρούχα σου κι εγώ είμαι ψυχαναγκαστική. Τα χρήματα ήταν λίγα, ο χώρος είχε λιγότερα. Ένα παλιό τραπέζι του μπαμπά σου που το λούστραρες και μία κουνιστή πολυθρόνα, παλιά, με ένα κατακίτρινο ύφασμα, ένα ύφασμα που μισούσα, ένα που λάτρευε η Μίσα να ξαπλώνει.

Η γάτα σου δε με συμπαθεί. Αμοιβαία τα αισθήματα. Ήταν πιο ξινή από όλες τις ξινές γάτες. Ήταν αδιάφορη και τεμπέλα. Αλλά τη λάτρευες, εγώ λάτρευα πως την αγαπούσες. Ακόμη δεν ξέρω γιατί την έβγαλες Μίσα, ίσως γιατί είναι μισάνθρωπος. Νευρίαζες που το έλεγα αυτό. Εγώ γελούσα…

Advertising

Advertisements
Ad 14

Μαγείρευα κι έπλενες τα πιάτα. Ώσπου κάηκε η κουζίνα. Λες πως φταίω εγώ. Λες πως τα χαλάω όλα. Λες ότι σφουγγαρίζω συνέχεια. Το γιασεμί μου ξεχνούσες να το ποτίσεις και η γάτα σου το μαδούσε.

Διαβάστε επίσης  Η εποχή του «έχε το στόμα σου κλειστό»

Εσύ έβλεπες αγώνες κι εγώ διάβαζα βιβλία με ακουστικά, καμιά φορά σταματούσα και σε κοιτούσα, θα ήθελα να βάψω τον τοίχο βιολετί αλλά το μισείς, θα ήθελα να σου πω πως σε αγαπάω, αλλά δε θα μισείς το βιολετί.

Όταν τσακωνόμαστε φωνάζω, γιατί είμαι φωνακλού. Κλείνω πίσω μου την πόρτα και βγαίνω μια βόλτα, θέλω χώρο χρόνο και να μάθω να έχω την υπομονή σου. Το ξέρεις πια, μου αφήνεις χώρο και χρόνο, μέχρι να αποκτήσω υπομονή. Και γυρίζω με μια χούφτα πασχαλιές κι ένα ροζέ ξηρό που πίνουμε σε κούπες.

Το βράδυ φτιάχνεις ιστορίες και μου λες. Έχουν πάντα κάστρα που μου αρέσουν κι έχουν πάντα δυστυχή τέλη που μου αρέσουν.

Advertising

Φτιάχνω σπιτική λεμονάδα και πίνουμε στο μπαλκόνι και τσουρέκια γεμιστά με σοκολάτα. Φτιάξαμε την κουζίνα. Όχι εσύ, εσένα δεν πιάνουν τα χέρια σου ούτε να κρεμάσεις ένα κάδρο. Η τηλεόραση έχει πάλι 10η εντολή. Το βάζουμε αθόρυβο και ντουμπλάρουμε τους διαλόγους. Γελάω πολύ. Γελάς πιο πολύ που γελάω.

Φτάνεις πάντα τα ψηλά ράφια και θυμάσαι να κλειδώσεις την πόρτα. Είμαι παράφωνη λες. Επειδή τραγουδάω όταν πλένω τα δόντια.

Γυρίζεις με νεύρα από τη δουλειά, είσαι σκυθρωπός και σκοτεινιασμένος. Δε θες να μιλήσεις και μετά θες. Θες να σου πω γιατί αυτά τα 54 τετραγωνικά είναι σπίτι σου. Μάλλον δε θες να στο πω, θες να το νιώσεις. Σου αφήνω την αγαπημένη σου γωνία στον καναπέ και βάζω να δούμε την αγαπημένη σου κωμωδία. Θα μιλήσεις όταν θες κι όταν, θες θα σε ακούσω. Τα δυο μικρά μου χέρια θα σε πάρουν αγκαλιά κι ας μη σε χωράνε ολόκληρο, σαν ένα παιδί που προσπαθεί να αγκαλιάσει έναν μεγάλο. Τόσο αποτυχημένα, με τόση τρυφερότητα, με περισσότερη αγάπη.

Διαβάστε επίσης  Μια single τα Χριστούγεννα, αποκαλύπτει...

Έψαχνα καιρό για κάστρα γραφικά και όμορφα, παλιά και νοσταλγικά. Ταξίδευα τον κόσμο να τα βρω. Έχτισα ένα γυάλινο κάστρο μαζί σου, με λευκές κουρτίνες, μία κακιά γάτα και ένα καναπέ που τρίζει, έναν τοίχο που δεν έγινε ποτέ βιολετί και ένα σκράμπλ που δεν παίξαμε.

Advertising

Έχτισες ένα γυάλινο κάστρο μαζί μου. Εσύ που δεν άντεχες κανέναν κι εγώ που τους φοβάμαι όλους.

Από αυτό το μπαλκόνι βλέπεις παντού. Βλέπεις τον κόσμο που απλώνεται έξω από το γυάλινο κάστρο μας. Μας ξυπνάει το φως που διέρχεται το γυαλί και φτιάχνει χρώματα και σχήματα.

Ξυπνάμε μαζί.

Γιατί είναι τόσο λευκές οι κουρτίνες;  Γιατί δε ζούμε εδώ για πάντα;

Advertising

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Μύθος λογοτεχνία

Ο μύθος στην τέχνη του λόγου

Ανάμεσα στους πολλούς και ποικίλους δυισμούς που διέπουν και καθορίζουν

Άγιοι Δέκα: το ιστορικό χωριό της Κέρκυρας

Άγιοι Δέκα Οι Άγιοι Δέκα είναι ηπειρωτικός οικισμός της Κεντρικής