Άνοιξε τα μάτια του και το φως που έμπαινε από τα παντζούρια του φάνηκε διαφορετικό, σαν να είναι πιο δυνατό από τα άλλα πρωινά. «Κάτι δεν πάει καλά» σκέφτηκε και έψαξε να βρει τα γυαλιά του. Το μάτι του πήγε στο ρολόι πάνω στο κομοδίνο και είδε το κόκκινο 7:20 που φώτιζε αμείλικτο, σαν φάρος που δείχνει όχι κάποια ξέρα, αλλά την αργοπορία. Του ξέφυγε μια δυνατή βρισιά, η οποία έκανε την κοπέλα του, που κοιμόταν ακόμα, να πεταχτεί ξαφνιασμένη.
-Τι έγινε;
-Τι να γίνει; Δεν άκουσα ποτέ το ξυπνητήρι και έχω αργήσει πολύ. Πάλι.
Εκείνη κάτι μουρμούρισε, αναδεύτηκε και σύντομα επέστρεψε στον ύπνο της. «Να πάρει η ευχή! Πώς τα κατάφερα έτσι; Έπρεπε να έχω σηκωθεί 6:30», σκέφτηκε και κοίταξε το κινητό του: 5 φορές «snooze» επί 2 φορές «πέντε λεπτάκια ακόμα, το υπόσχομαι» συν ένα μεγαλειώδες «άει παράτα μας», εξηγούσαν με απλά μαθηματικά τι συνέβη. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, πάτησε το κουμπί της μηχανής μήπως προλάβει να πιει δύο γουλιές καφέ και μπήκε στο μπάνιο.
Το μαλλί του δεν θα μπορούσε να πετάει πιο πολύ, ακόμα και να το είχε προσπαθήσει. Έκανε ό, τι καλύτερο μπορούσε με μπόλικο νερό και νευρικές κινήσεις, κοιτάζοντας παράλληλα το ρολόι στο χέρι του, του οποίου οι δείκτες δεν έδειχναν να συμμερίζονται τον πόνο του. Ήπιε βιαστικά μεγάλες γουλιές από τον καφέ χορεύοντας στο ένα πόδι για να βάλει το παντελόνι του και φόρεσε το πρώτο πουκάμισο που μύρισε και ήταν σε κατάσταση «μπορείς να συναναστραφείς με άλλους ανθρώπους», ανεξαρτήτως χρώματος και τσαλακώματος. Για πρωινό ούτε λόγος, κι ας διαμαρτυρόταν το στομάχι του σαν συνταξιούχος έξω από τη Βουλή.
Δεν ήταν μόνο ότι θα αργούσε στη δουλειά και θα άκουγε το κλασικό λεκτικό της καθυστέρησης («Πάλι καθυστερήσατε κύριε Γεωργίου; Σας έχω πει τόσες φορές ότι θα πρέπει να είστε συνεπής και..») με τον προϊστάμενο να τον κοιτάει πάνω από τα γυαλιά του, με αυτό το υποτιμητικό βλέμμα που θα μπορούσε να είναι η οπτικοποίηση του «τς, τς, τς». Ήταν ότι τέτοια ώρα όλα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς θα ήταν πιο γεμάτα και από την βαλίτσα της κοπέλας του στο πλοίο για τις καλοκαιρινές διακοπές. Και σαν να μην έφταναν αυτά, θα έπρεπε να κάτσει παραπάνω ώστε να αναπληρώσει τον χρόνο καθυστέρησης, επιστρέφοντας πάλι με τα μέσα σε ώρα αιχμής. Ένα ντόμινο συνωστισμού, εκνευρισμού και ταλαιπωρίας μόνο και μόνο επειδή παρακοιμήθηκε.
Έκανε τις τελευταίες φιλότιμες προσπάθειες να στρώσει το μαλλί στον καθρέφτη του ασανσέρ, χρησιμοποιώντας σάλιο και φαντασία, αλλά το τελικό αποτέλεσμα στον χρόνο των 6 ορόφων δεν άλλαξε και πολύ την εικόνα του τσαλαπετεινού που παρουσίαζε. Περπάτησε με γρήγορο ρυθμό μέχρι τον σταθμό του ηλεκτρικού, μόνο και μόνο για να δει το τρένο να φεύγει από την πλατφόρμα την ώρα που πλησίαζε. Στα επόμενα 7 λεπτά που χρειάστηκε ο επόμενος συρμός για να έρθει, ο κόσμος στην πλατφόρμα είχε πολλαπλασιαστεί. Μπήκε στο βαγόνι νιώθοντας τη ζέστη της αυτοσχέδιας σάουνας που είχαν δημιουργήσει τα κλειστά παράθυρα, ο πολύς κόσμος και η απουσία κλιματισμού. Προσπάθησε να κρατηθεί από τον πιο κοντινό στύλο, που ήταν σε απόσταση «ενοχλώ μόνο 3 επιβάτες», αλλά η ιδρωμένη πλάτη του συνεπιβάτη του που είχε απλωθεί σε όλη την επιφάνεια, το έκανε δύσκολο. «Συγγνώμη κύριε, θα κάνετε pole dancing ή μπορούμε να κρατηθούμε κι άλλοι;» σκέφτηκε να τον ρωτήσει, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει, όσο δελεαστικό κι αν έμοιαζε. Ο φανταστικός διάλογος που εξελίχθηκε στο κεφάλι του με όλες τις πιθανές καταλήξεις, είχε αποτελέσματα που κυμαίνονταν από αστεία μέχρι επώδυνα.
Σε κάθε μια από τις 5 στάσεις που μεσολάβησαν μέχρι να κατέβει και να πάρει το μετρό, έβγαιναν 3 επιβάτες και έμπαιναν 8, με τον ίδιο να συνειδητοποιεί δύο πράγματα:
Α. Δεν είναι δίκαιη ανταλλαγή αυτή και
Β. Κάθε φορά που πιστεύεις ότι δεν χωράει να μπει άλλος, διαψεύδεσαι
Ήταν αλήθεια. Κάθε φορά που σκεφτόταν «Μα πού πάει να μπει κι αυτός; Δεν χωράμε άλλοι», διαπίστωνε σαν άλλος Γαλιλαίος ότι «κι όμως χωράει» κι ίσως δεν έχουν ρουφήξει αρκετά την κοιλιά τους όλοι, ή δεν έχουν κρατήσει αρκετά την ανάσα τους. Σαν ένα νέο ολυμπιακό αγώνισμα: Συγχρονισμένο κράτημα ανάσας στο τρένο, μέχρι να μπουν όλοι οι επιβάτες. Και να σκεφτείς ότι κάποτε γελούσε με τα βίντεο για τα «πόσα άτομα χωράνε σε ένα Cinquencento, τηλεφωνικό θάλαμο και άλλα κλειστοφοβικά μέρη».
Με το που κατέβηκε στην Ομόνοια για να αλλάξει από τον ηλεκτρικό και να πάρει το μετρό ήταν έτοιμος να πέσει στα γόνατα και να φιλήσει το χώμα, έστω πλακάκι, μόνο και μόνο επειδή πατούσε σε σταθερό έδαφος και όχι σε πόδια άλλων επιβατών. Η διαδρομή με το μετρό ήταν σύντομη, σχετικά ευχάριστη και με μόνο ένα μουσικό διάλειμμα από τύπο με ακορντεόν που έπαιζε χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας το «Άστα τα μαλλάκια σου». Είχε ήδη καθυστερήσει μισή ώρα και έτσι όπως φαινόταν, θα έκανε νέο ατομικό ρεκόρ, αυξάνοντας παράλληλα και τον χρόνο κατσάδας από τον προϊστάμενο. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά στο σταθμό «Συγγρού-Φιξ», σταματώντας σε κάθε 3ο σκαλί για να βρει την ανάσα του και για να σταματήσουν να τρέμουν τα πόδια του. Με το που έφτασε πάνω, είδε το λεωφορείο να φορτώνει επιβάτες στη στάση και έτρεξε πανικόβλητος για να το προλάβει.
Ο οδηγός του λεωφορείου έκλεισε τις πόρτες και ξεκίνησε, πάνω που αυτός έφτανε στη στάση. Ήταν τόσο σίγουρος ότι ο οδηγός τον είχε δει να πλησιάζει όσο σίγουρος ήταν και για τα αστεράκια που είδε, μαζί με ένα φως στην άκρη του τούνελ, μετά από όλο αυτό το τρέξιμο. Τουλάχιστον η λεωφόρος Συγγρού δεν είχε «πήξει» ακόμα, οπότε το επόμενο λεωφορείο δεν άργησε πολύ και μπήκε μέσα λαχανιασμένος και ιδρωμένος σε βαθμό «για να βγει η μπλούζα θα χρειαστεί εγχείρηση». Αν ο προηγούμενος οδηγός ήταν βιαστικός, ο οδηγός αυτού του λεωφορείου ήταν λες και προσπαθούσε σαν άλλος τερματοφύλακας να κάνει όση καθυστέρηση γίνεται, χωρίς να πάρει κάρτα. Κοίταζε το ρολόι αγχωμένος και μουρμούριζε «πάμε, πάμε λίγο ρε παιδιά», λες και αυτό θα έκανε τον οδηγό να πάει πιο γρήγορα. Με τρόμο έβλεπε ότι σε κάθε στάση μόνο που δεν ανέβαινε στο λεωφορείο κάποια πολυμελής μπάντα με όργανα στα χέρια και τους ώμους ή κάποια ολόκληρη σχολική τάξη, καθυστερώντας όσο περισσότερο γίνεται το λεωφορείο.
Έφτασε στην εργασία του στις 9, καθυστερημένος κατά μία ώρα και με όψη ταλαιπωρημένη, ιδρωμένη και μοιάζοντας με σαρδέλα που μόλις έχει βγει από το κουτί. Με το που κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του και ξεφύσηξε ανακουφισμένος, τον κάλεσε ο προϊστάμενος και του ζήτησε να τον δει. Μπαίνοντας στο γραφείο, τον είδε στην κλασική στάση κατσάδας, την οποία είχε ξεσηκώσει από διάφορες σειρές και κυρίως τον Γιάγκο Δράκο: Όρθιος και με γυρισμένη την πλάτη να έχει τα χέρια του πλεγμένα πίσω. «Θυμηθήκατε να έρθετε στην εργασία σας κύριε Γεωργίου; Σας ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας κάνατε. Καφεδάκι ήπιατε ή να σας κεράσω;» είπε με την ειρωνεία να στάζει από κάθε λέξη του και γύρισε όσο πιο αργά και θεατρικά μπορούσε προς το μέρος του και τον κοίταξε. «Μην ετοιμάζεστε να κάτσετε, δεν θα χρειαστεί. Μαζέψτε τα πράγματα σας παρακαλώ. Απολύεστε». Δεν πρόλαβε να πει κάτι, πριν ο προϊστάμενος τον πετάξει έξω από το γραφείο και κλείσει την πόρτα με ένα δυνατό «μπαμ».
Ξύπνησε με τον ήχο του «μπαμ» να ηχεί ακόμα στα αυτιά του, ίσως από κάποια πόρτα που έκλεισε απότομα από τον αέρα. Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο και είδε ότι έγραφε 7:20. «Όχι ρε γαμώ το!».