Το τρένο είχε ξεκινήσει και εμείς είμασταν τέσσερεις. Άδειο βαγόνι και έξω είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα. Καλοκαιρινή νύχτα, στα τέλη του Αυγούστου. Είμασταν ενθουσιασμένοι. Εγώ ήμουν ερωτευμένος. Καθώς το τρένο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα πάνω στις ράγες, εγώ ένιωθα να πετάω. Κάτι μοναδικό γεννιόταν σε αυτό το βαγόνι. Γεννιόταν η αρχή μιας μεγάλης ιστορίας. Για την ακρίβεια δεν γεννήθηκε τότε, όμως εκείνη ήταν η στιγμή που άρχισε να γίνεται κάτι παραπάνω. Που άρχισε να παίρνει σχήμα.
Διασκορπιστήκαμε στα καθίσματα, σαν σχολιαρόπαιδα σε εκδρομή. Είχαμε το βαγόνι δικό μας και αυτό ήταν όλο που μας ένοιαζε. Εμένα με ένοιαζε που ήμουν στο ίδιο βαγόνι μαζί σου. Το ήξερα από την αρχή που θα ήσουν κάτι εφήμερο. Ένας εφήμερος εραστής. Εκεί βρισκόταν και η γοητεία όμως. Άλλωστε το εφήμερο και το απαγορευμένο, είναι δυο από τους πιο καταλυτικούς παράγοντες στον έρωτα. Εσύ τα είχες και τα δυο.
Μιλούσαμε, γελάγαμε και σχεδιάζαμε τι θα κάνουμε για να περάσει η ώρα. Εγώ δεν ένιωθα βαρεμάρα. Ήμουν μαζί σου και αυτό μου αρκούσε. Πως θα μπορούσα να βαρεθώ εξάλλου, τη στιγμή που η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά. Τόσο γρήγορα. Η ώρα περνούσε και εμείς θέλαμε να καπνίσουμε. Εσύ ήθελες περισσότερο και εγώ ήθελα ότι και εσύ. Φυσικά και απαγορευόταν. Όμως το ήθελες πολύ και εγώ πέθαινα να μείνω μόνος μου μαζί σου. Έτσι πρότεινα κάτι απαγορευμένο. Όπως ήσουν και εσύ. Είπα την ιδέα και εσύ πείστηκες αμέσως. Οι άλλες δίστασαν. Αποφάσισες όμως να ακολουθήσεις την πρόταση μου. Να ακολουθήσεις εμένα και εγώ ένιωσα να πετάω. Σηκωθήκαμε διστακτικά. Εγώ γιατί σε έπαιρνα από την παρέα και εσύ δεν ξέρω γιατί. Ποτέ δεν έμαθα γιατί έκανες ότι έκανες. Έτσι αρχίσαμε να περπατάμε αργά, μέχρι που φτάσαμε στις τουαλέτες του τρένου.
Αγχώθηκα. Το ίδιο και εσύ.
Κοιτάξαμε δεξιά και αριστερά. Αμήχανα και διστακτικά.
Κανείς.
Σύραμε την πόρτα και τρυπώσαμε μέσα.
Ανάσες. Έπρεπε να υπενθυμίζω στον εαυτό μου να ανασαίνει. Όταν σε κοιτούσα, ξεχνούσα πως έπρεπε να κάνω και κάτι ακόμα για να μείνω ζωντανός. Ο χώρος στενός και εσύ ήσουν πιο κοντά, από όσο είχες υπάρξει μέχρι τότε. Μερικά διστακτικά δευτερόλεπτα, που όμως ήταν φορτισμένα με ηλεκτρισμό. Με μια αθώα εκδοχή ερωτισμού. Βγάλαμε το καπνό και αρχίσαμε να στρίβουμε. Αμήχανα γελάκια και σχόλια για το ότι θα ήταν πολύ κακό αν κάποιος μας έπιανε. Θα ήταν όντως κακό αν κάποιος διέκοπτε αυτή την στιγμή. Αυτή την στιγμή που σε είχα όλο δικό μου. Που είμασταν οι δυο μας. Σε ένα τόσο δα χώρο. Κάνοντας κάτι απαγορευμένο. Είπες να στρίψουμε μόνο ένα. Για οικονομία χρόνου. Ακόμη καλύτερα σκέφτηκα από μέσα μου. Θα μοιραζόμουν κάτι μαζί σου. Θα γευόμουν κάτι που είχες γευτεί.
Το τσιγάρο ακούμπησε τα χείλη σου και η φωτιά έγλυψε την μύτη του. Πήρες βαθιά ανάσα και εκείνο κάπνισε. Ο χώρος γέμισε καπνό. Σαν να έφτιαχνες άθελα σου ατμόσφαιρα. Με κοίταξες με βλέμμα ικανοποίησης. Με βλέμμα συνωμοτικό. Ήταν η πρώτη φορά που κάναμε κάτι μαζί. Ένιωθα τόσο όμορφα που χαιρόσουν. Το βλέμμα σου με διαπερνούσε. Γιατί να μην μπορούσα να σε φιλήσω εκείνη την στιγμή; Μου έδωσες το τσιγάρο. Το έβαλα στο στόμα μου και ρούφηξα. Προσπάθησα να γευτώ εσένα. Αντί αυτού, γεύτηκα νικοτίνη. Αργότερα θα διαπίστωνα πως της έμοιαζες πολύ. Είχες όμορφη γεύση, όμως με σκότωνες αργά.
Το τρένο από κάτω μας κλυδωνιζόταν. Τρανταζόταν πάνω στις ράγες, καθώς μας πήγαινε στον προορισμό μας. Στο χωρίο της ξαδέλφης σου. Στο χωριό της φίλης μου. Ήταν αυτό το ταξίδι, που έμελλε να σηματοδοτήσει την αρχή της ιστορίας αυτής. Της ιστορίας μας. Υπήρχε όμως όντως ιστορία; Εσύ το αρνιόσουν κατηγορηματικά. Ακόμα και την στιγμή που οι πράξεις σου ούρλιαζαν το αντίθετο. Όλος ο κόσμος έβλεπε κάτι που εσύ του έκλεινες τα μάτια σου πεισματικά.
Το τσιγάρο τελείωνε, εγώ όμως δεν ήθελα να τελειώσει αυτή η στιγμή μαζί σου. Ήθελα να μας παγώσω μέσα στον χρόνο, ώστε να μπορώ να κοιτάζω για πάντα τα μάτια σου. Το μπλε των ματιών σου ήταν ικανό να με κάνει να χαθώ. Να πνιγώ μέσα του και να χάσω την αίσθηση του χρόνου. Τα μάτια σου ήξεραν καλά να κρύβουν μυστικά. Πίσω από αυτό το υπνωτιστικό μπλε χρώμα τους, είχαν την μαγική ικανότητα να κρύβουν τι σκεφτόσουν. Να κρύβουν εσένα. Να βγάζουν προς τα έξω έναν αθώο αισθησιασμό, που μπορούσε να με τρελάνει.
Το τσιγάρο άφησε την τελευταία του πνοή και εσύ το πέταξες από το παράθυρο. Με κοίταξες με βλέμμα χαρούμενο και εγώ ξεροκατάπια. Έκανες δυο βήματα για να ανοίξεις την πόρτα και καθώς στριμωχτήκαμε στην έξοδο, ήρθες σε απόσταση αναπνοής. Σε κοίταξα και τα μάτια μου χάθηκαν στο μπλε σου. Με κοίταξες και εσύ και κατάλαβες. Με μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη κίνηση, με κόλλησες στον τοίχο και με φίλησες. Η καρδιά μου σχεδόν σταμάτησε να χτυπάει, καθώς ένιωσα τα χείλη σου να αγκαλιάζουν τα δικά μου. Ήταν λες και είχες διαβάσει την σκέψη μου. Ένιωθα την ανάσα σου στο στόμα μου και την γεύση σου στα χείλη μου, ανακατεμένη με την γεύση του τσιγάρου. Ήταν ακριβώς όπως το είχα φανταστεί.
Διότι όντως το είχα φαντασθεί. Δεν με φίλησες εκείνη την στιγμή. Αυτό έγινε αρκετά αργότερα. Μακάρι να το είχες κάνει τότε. Κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ίσως πολλά να ήταν διαφορετικά τώρα. Όμως τότε απλά άνοιξες την πόρτα και εγώ σε ακολούθησα έξω.
Είπα πως ήταν η αρχή και ήταν όντως το ξεκίνημα για μια υπέροχη περίοδο. Μαζί θα ξεκινούσαμε κάτι ξεχωριστό. Όμως εκεί δημιουργήθηκε το πρόβλημα. Μαζί το ξεκινήσαμε, αλλά μόνος σου το τελείωσες. Διότι έγινα άπληστος και ενώ ήξερα πως ήσουν κάτι εφήμερο, θέλησα να σε δέσω. Θέλησα να σε κρατήσω κοντά μου. Ανθρώπινη αδυναμία.
Καθώς περπατούσαμε στον διάδρομο του τρένου, έκανα πολλές σκέψεις. Είχα μόλις ζήσει κάτι πολύ όμορφο και ένιωθα χαρά για αυτό, όμως και θλίψη που τελείωσε. Μπορεί να φαντάζει ως κάτι πολύ ασήμαντο, όμως όταν είσαι ερωτευμένος, ακόμη και το πιο ασήμαντο πράγμα, φαντάζει μοναδικό. Αρκεί να είσαι με αυτόν που πρέπει. Και εγώ ήμουν με το πρόσωπο που έπρεπε. Αυτό το ταξίδι είχε ξεκινήσει με τον καλύτερο τρόπο. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα μαζί σου. Πολλά πράγματα έκανα για πρώτη φορά μαζί σου και όλα μου προκαλούσαν ταχυκαρδία.
Έκανα σκέψεις για αυτό το ταξίδι. Θα τολμήσω να πω, όνειρα. Θα μέναμε μαζί στο ίδιο σπίτι και από όσο μπορούσα να ψυχανεμιστώ και στο ίδιο δωμάτιο. Δεν φαντάζεσαι το πόσο οργίαζε η φαντασία μου. Δεν φαντάζεσαι πόσο ήθελα να σε πάρω αγκαλιά και να κοιμηθούμε μαζί. Και το πιο εντυπωσιακό, το πιο απρόσμενο είναι πως ότι είχα φανταστεί, θα συνέβαινε. Τολμώ να πω και πολύ περισσότερα από όσο τόλμησα να φανταστώ τότε. Όμως τότε δεν το ήξερα. Έτσι απλά αρκέστηκα στο να στριφογυρίζω την στιγμή μας, το τσιγάρο μας, στο μυαλό μου.
Γυρίσαμε με ένα καρδιοχτύπι στις θέσεις μας. Αυτό το μοναδικό συναίσθημα αδρεναλίνης που μου προκαλούσες, δεν το άλλαζα με τίποτα. Όλοι ήταν από κάτι ενθουσιασμένοι. Τα κορίτσια που όντως τα καταφέραμε και καπνίσαμε κρυφά και εγώ που έκλεψα αυτή την στιγμή μαζί σου. Ήσουν και εσύ ενθουσιασμένος. Όμως κανείς δεν έμαθε ποτέ, από τι.
Θα έπρεπε από τότε να είχα καταλάβει, πως το υπέροχο μαζί σου, ήταν το εφήμερο. Ήταν αυτές οι μικρές, απαγορευμένες στιγμές. Αυτές οι στιγμές που όλα γύρω έμοιαζαν παγωμένα και το μόνο που με ένοιαζε ήσουν εσύ. Αυτές μόνο μου έμειναν από εσένα και σε ευχαριστώ για αυτό.