Εκείνη τη στιγμή έγραφε κάτι στο δερμάτινο σημειωματάριό της με έναν απλό μαύρο στυλό. Ήταν τόσο απορροφημένη στις σημειώσεις της που δεν πρόσεξε την κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά και το σακίδιο πόλο που στεκόταν από πάνω της εδώ και τρία λεπτά.
Η κοκκινομάλλα καθάρισε το λαιμό της, σε μία προσπάθεια να αποσπάσει την προσοχή της καστανομάλλας κοπέλας από το γραπτό της, αλλά απέτυχε.
«Εμ, Ζωή, το κουδούνι έχει χτυπήσει εδώ και πέντε λεπτά.», η κοπέλα γύρισε και την κοίταξε παραξενεμένη.
«Αλήθεια;», ήλεγξε την ώρα στο κινητό της για να βεβαιωθεί και όντως η ώρα ήταν δύο και πέντε το μεσημέρι, άρα η κοπέλα της έλεγε την αλήθεια. «Ευχαριστώ που μου το είπες, Χριστίνα.», έκλεισε το στυλό με το καπάκι και μαζί με το σημειωματάριο τα τοποθέτησε ευλαβικά μέσα στο σακίδιό της.
«Ζωή.»
«Παρακαλώ.»
«Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;»
Η Ζωή φόρεσε τη ζακέτα της και έκανε νεύμα στην Χριστίνα να συνεχίσει.
«Όπως γνωρίζεις, το σχολείο μας έχει δική του θεατρική ομάδα και κάθε χρόνο ανεβάζουμε και από ένα έργο. Σίγουρα θα θυμάσαι το περσινό.», άρχισε να λέει η κοκκινομάλλα.
«Ναι, το θυμάμαι, ήταν πολύ ωραίο.», τη διέκοψε η Ζωή.
«Σε ευχαριστούμε, αλλά ο λόγος που σε θέλω δεν είναι για να σου πω για το περσινό θεατρικό, κατά κύρια βάση, διότι γνωρίζω πως εσύ βοήθησες την κυρία Μαίρη στην ανασκευή του.», πήρε μία ανάσα και συνέχισε, «Λοιπόν, με τα παιδιά σκεφτήκαμε πως θα ήταν ωραία ιδέα, μιας και φέτος αποφοιτούμε, να γράψουμε ένα βιβλίο για τη θεατρική μας ομάδα.»
«Εξαιρετικά καλή ιδέα, αλλά εμένα τι μου το λες αυτό, χωρίς παρεξήγηση.»
«Στο λέω, επειδή θα θέλαμε να το γράψεις εσύ, Ζωή!», απάντησε η Χριστίνα και της χάρισε ένα από τα λαμπερά της χαμόγελα.
«Τι; Από πού κι ως πού να το γράψω εγώ;»
«Διότι έχεις το χάρισμα του λόγου! Και μη νομίζεις πως το λέω για πλάκα, γιατί είμαι οπαδός του blog σου, το σενάριο πέρυσι τα έσπαγε και δεν είναι τυχαίο που διακρίθηκες σε λογοτεχνικό διαγωνισμό!»
Η Ζωή ανοιγόκλεισε τα γαλανά της μάτια και το κοκκίνισμα ανέβηκε από τη βάση του λαιμού της ως τα μάγουλά της. «Εμ, ναι, μάλιστα…»
«Λοιπόν, τι λες; Θα το αναλάβεις;», ο ενθουσιασμός ήταν εμφανής στη φωνή της Χριστίνας και έσφιξε το λουρί του σακιδίου της. Μακάρι η Ζωή να έλεγε το ναι!
«Κοίτα, πολύ θα το ήθελα, αλλά-»
«Σε παρακαλώ!», ικέτεψε η κοπέλα.
«Εντάξει, αφηγηθώ την ιστορία σας.»
Τα δύο κορίτσια κατέβηκαν τα σκαλιά των τριών ορόφων που τους χώριζαν από την τάξη τους μέχρι το ισόγειο του σχολείου, εκεί, δηλαδή, που κάθε Παρασκευή μεσημέρι από τις δύο μέχρι τις τέσσερις έκανε πρόβα η θεατρική ομάδα.
«Παιδιά!», φώναξε η Χριστίνα, τοποθετώντας τα χέρια της μπροστά από το στόμα της σαν χωνί, «Δέχτηκε!»
Ακούστηκαν επευφημίες από τα είκοσι παιδιά της ομάδας και τη σκηνοθέτρια, η οποία πλησίασε τις δύο κοπέλες. Ήταν μία κοπέλα με ξανθά μακριά μαλλιά, αδύνατη, μετρίου αναστήματος και φιλικό χαμόγελο.
«Ζωή, χαίρομαι που θα σε έχουμε για ακόμη μία χρονιά μαζί μας!»
«Ευχαρίστησή μου, Μαριάννα!»
Τα παιδιά ζητωκραύγασαν για άλλη μία φορά.
Η Μαριάννα πέρασε το χέρι της γύρω από τους ώμους της Ζωής και την έβαλε να καθίσει σε μία ξύλινη καρέκλα λίγο πιο δίπλα από τις σκάλες που οδηγούσαν στο υπόγειο.
«ΠΑΙΔΙΑ! ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΖΕΣΤΑΜΑ!», φώναξε η σκηνοθέτρια και χτύπησε δυο φορές τα χέρια της και μετά γύρισε στη Ζωή, «Αν θες μπορείς να τραβήξεις βίντεο και φωτογραφίες για τη δουλειά σου.», της πρότεινε, κλείνοντάς της το μάτι με νόημα.
Στο πρόσωπο της κοπέλας χαράχτηκε ένα χαμόγελο και τα μάτια της έλαμψαν. Ξεκρέμασε την τσάντα από τους ώμους της, σήκωσε τα μανίκια από τη μαύρη ζακέτα και πήρε στα χέρια το κινητό της, έτοιμη να αναλάβει δράση.
Στην αρχή απλά παρακολουθούσε την ομάδα να κάνει τις καθιερωμένες ασκήσεις για ζέσταμα, ενώ ταυτόχρονα το μυαλό της έπαιρνε στροφές για την εισαγωγή και τη δομή του βιβλίου. Αριθμός κεφαλαίων, ενότητες, περιεχόμενο.
Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει και η Ζωή βρέθηκε να περπατάει κατά μήκος της οδού Τσιμισκή, χαζεύοντας τις φωτογραφίες τις οποίες είχε τραβήξει νωρίτερα στο κινητό της.
Κάθισε στο γραφείο της και αντί να λύσει την άσκηση των μαθηματικών κατεύθυνσης που είχε μπροστά της, άρχισε να γράφει μία υποτυπώδη εισαγωγή για το έργο το οποίο της είχε ανατεθεί. Τα μαθηματικά μπορούσαν να περιμένουν.
Κι έτσι, κάθε Παρασκευή έμενε στις πρόβες της θεατρικής ομάδας παρέα με ένα τετράδιο και ένα στυλό.
Όπως κι εκείνη την Παρασκευή, δύο βδομάδες πριν τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές.
«Ζωή!»
Η κοπέλα σήκωσε το γαλανό της βλέμμα και αντίκρισε τη Μαριάννα, η οποία κατευθυνόταν προς το μέρος της με δύο χάρτινα ποτήρια γεμισμένα ως πάνω με καφέ και της πρόσφερε το ένα.
«Πώς τα πάς με τη συγγραφή;»
«Ποια συγγραφή;», ρώτησε η Ζωή φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη της και η ξανθιά κοπέλα ύψωσε το φρύδι της.
«Τη συγγραφή του βιβλίου για τη θεατρική ομάδα λέω!»
«Α! Κοίτα, θεωρώ πως είναι περισσότερο αφήγηση, και πάει σχετικά καλά.»
«Αφήγηση;», αναφώνησε μία καινούρια φωνή και οι δύο κοπέλες γύρισαν να δουν τον κάτοχό της. «Θα έλεγα πως τα έργα σου, Ζωή, είναι κατάλληλα μόνο για παιδικά παραμύθια. Υπερβολικά απλοϊκά.»
Ήταν ένας συμμαθητής της Ζωής, ψηλός, μελαχρινός, με καστανά μάτια και μαύρα γυαλιά.
Και γυρνώντας στη νεαρή σκηνοθέτρια: «Από λάθος άτομο ζητήσατε να αφηγηθεί την ιστορία σας. Τίποτα δεν είναι έτοιμο στην ώρα του από τη Ζωή και σίγουρα λείπει αυτή η φινέτσα στα έργα της.»
«Φίλιππε, το έχω απορία εδώ και τρία χρόνια τώρα: σκέφτεσαι πριν ανοίξεις το στοματάκι σου;», ρώτησε η Ζωή και σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της.
Ο Φίλιππος πήγε να απαντήσει, αλλά η κοπέλα σήκωσε το χέρι της, σταματώντας τον.
«Άσε, μην κάνεις τον κόπο, ρητορική ήταν η ερώτηση.» , είπε και τον περιέλουσε με τον καφέ κερδίζοντας την προσοχή των παιδιών της ομάδας. Πέταξε το άδειο, πλέον κύπελλο στον κοντινότερο κάδο που βρήκε και ανέβηκε σαν σίφουνας στο δεύτερο όροφο, εκεί που ήταν οι γυναικείες τουαλέτες του σχολείου.
«Σου άξιζε το λούσιμο με τον καφέ. Δεν είπες και τα καλύτερα λόγια για την κοπέλα, Φίλιππε.», σχολίασε η Μαριάννα και σηκώθηκε κι εκείνη με τη σειρά της από τη θέση της.
«Εγώ την αλήθεια είπα.»
«Αυτή δεν είναι η αλήθεια και το γνωρίζουμε πολύ καλά και οι δυο μας αυτό. Και καλύτερα να πας να απολογηθείς.»
Την ίδια στιγμή στις τουαλέτες, η Ζωή προσπαθούσε να ελέγξει το θυμό της. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα ξενύχτια που είχε κάνει για το βιβλίο δεν της έκαναν καλό και αυτό φαινόταν από τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Είχε ξενυχτήσει για να διορθώσει αυτά τα οποία είχε γράψει, να διαμορφώσει τα κεφάλαια, να σβήσει ή να προσθέσει διάφορα πράγματα, να αντλήσει έμπνευση από τα βιντεάκια και τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει.
«Και τώρα ήρθε αυτός για να μου τα χαλάσει όλα!», μουρμούρισε και τον είδε μέσα από τον καθρέφτη να στηρίζεται στο κούφωμα της πόρτας και να την κοιτάει επίμονα. Τα μαλλιά του ήταν βρεγμένα, το πρόσωπο και τα γυαλιά του καθαρά, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για τα ρούχα του.
«Τι διάολο θες; Νομίζω έχεις πει αρκετά για σήμερα. Ή καλύτερα, έχεις πει υπέρ αρκετά από την πρώτη λυκείου μέχρι τώρα που κοντεύουμε να τελειώσουμε!»
Ο Φίλιππος δε μίλησε, είχε αποφασίσει πως θα την άφηνε να ξεσπάσει, να εκφραστεί ελεύθερα.
«Πάντα με υποτιμούσες! Θεωρείς πως εσύ είσαι ο κορυφαίος συγγραφέας, με τις αναρίθμητες διακρίσεις, ο ξερόλας της λογοτεχνίας! Αλλά δεν είναι έτσι!»
«Και πώς είναι δηλαδή;», ρώτησε εκείνος.
«Θες όντως να σου πω;»
«Ναι.»
«Είσαι ένας ηλίθιος, ψηλομύτης, ξερόλας, ο οποίος ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτούλη του χωρίς να δίνει δεκάρα για τους άλλους!», απάντησε η Ζωή έξαλλη.
«Κάτι καινούριο έχεις να προσθέσεις; Αυτά τα ξέρω ήδη.», της αντιγύρισε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
«Αυτά έχω να πω.»
«Εγώ, όμως, δεν είπα αυτό που ήθελα.»
Τον κοίταξε μπερδεμένη κι εκείνος συνέχισε. «Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη.»