Εκείνο το βράδυ, τα νυκτόβια πλάσματα της πόλης, δεν τον ήθελαν κοντά τους. Ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος για τις κατσαρίδες και ενοχλητικά αδέξιος για τις αγριόγατες. Ήταν πολύ ελεύθερος για τα αδέσποτα σκυλιά και κατάδικος στα μάτια των κουρούνων. Σκέφτομαι όμως, πως τα νυκτόβια πλάσματα θα έπρεπε να το βουλώσουν. Εκείνα ήταν παράταιρα, θα έπρεπε να λείπουν, να είχαν βρει από πάντα καλύτερο σπιτικό από την βρώμικη γιγαντούπολη. Η δική του αθλιότητά, άρμοζε εξαίσια στην γεμάτη βόμβους σιωπή του νυχτερινού αστικού τοπίου.
Λίγες ώρες πριν, προμηνυόταν ένα καθ’ όλα συνηθισμένο απόγευμα. Γδύθηκε. Έφτιαξε καφέ. Έκατσε στον υπολογιστή. Άνοιξε το ίντερνετ. Ενεργοποίησε την εφαρμογή που τον έκανε να φαίνεται συνδεδεμένος από Αγγλία. Ενεργοποίησε την εφαρμογή που μπλοκάρει το «Διαβάστηκε» από τα μηνύματα του Facebook. Κοίταξε το κινητό του. Ο συγχρονισμός αυτός ήταν απολύτως καίριος. Αν την ώρα που εκείνη ήταν συνδεδεμένη, συνδεόταν κι αυτός, θα της ερχόταν ειδοποίηση ότι ο λογαριασμός της παραβιάστηκε. Ωραία. Δεν ήταν online εδώ και αρκετά λεπτά. Άνοιξε το Facebook. Πληκτρολόγησε το e-mail και τον κωδικό της. Συνδέθηκε στον λογαριασμό της. Όπως κάθε απόγευμα, τους τελευταίους έξι μήνες.
Πώς να αποτολμήσω να συνοψίσω την σχέση τους; Εκείνη, μια σπιτίσια γατούλα, γεννημένη μέσα σε κουτί, μεγαλωμένη με συσκευασμένο γάλα, σανίδες για να ξύνει τα νυχάκια της και χάδια ατελείωτα. Όταν μεγάλωσε και δεν ήταν πια μικρή και χαριτωμένη, την πέταξαν στον δρόμο. Για να ενηλικιωθεί, της είπαν. Για χρόνια περιπλανιόταν, όψιμο αγριόγατο, αδύναμο, παγωμένο. Τότε την βρήκε εντελώς τυχαία, εκείνος. Ήταν από τους άντρες που για να ανάψουν το τσιγάρο τους δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ αναπτήρα. Θα άναβε το τζάκι, θα πήγαινε στο χείλος κάποιου ηφαιστείου, θα πέθαινε περιμένοντας τον κεραυνό για να το κάψει. Έβλεπε την ποίηση, στα πάντα. Και όταν είδε πόσο παγωμένη ήταν, λαμπάδιασε τον εαυτό του, για να κουρνιάσει εκείνη μέσα του, στα ζεστά.
Ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον παράφορα, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, όπως άλλωστε συνήθως συμβαίνει. Εκείνος έλεγε πως η σχέση τους ήταν σαν καυτή καραμέλα. Γλυκιά σαν τους ατέλειωτους ύπνους του πάνω στο κωλαράκι της. Αψιά, σαν τις ωμές, ευεργετικές συζητήσεις αλληλοκριτικής που έκαναν σαν σύμμαχοι. Καυτή, σαν τις κατά συρροή πράξεις παραβίασης των χρηστών ηθών που διέπραξαν. Ω, δεν θα ήθελα να κοκκινίσω τα μάγουλά σας περιγράφοντας αυτές τις πράξεις.
Μην γελιέστε όμως· οι ποιητές με τα αγριόγατα δεν γίνεται να στεριώσουν για πάντα μαζί. Για εκείνον, μια λέξη ήταν χίλιες εικόνες. Για εκείνη, μια εικόνα ήταν χίλιες λέξεις. Και όταν εκείνος την πίεσε για περισσότερες λέξεις, εκείνη στράφηκε στην εικόνα κάποιου άλλου άντρα για να τις βρει. Και όταν του τις είπε, ο μόνος τρόπος να διαχειριστεί την πληγή του, ήταν να την μετατρέψει σε κάτι άλλο. Σε έλεγχο. Σε μαζοχισμό. Σε εμμονή.
«Πέρασα πολύ όμορφα χθες… Αν και θα ήθελα να είχαμε περισσότερο χρόνο, να χόρταινα τα φιλιά σου…».
«Αλήθεια, θα χόρταινες μόνο με τα φιλιά μου;»
«Τι άλλο θα προσέφερες;»
«Χμμμ… Ας πούμε πως το στοματάκι μου δεν προσφέρεται μόνο για φιλιά…»
«Άκου την τι λέει. Λοιπόν, δεν αντέχω. Σηκώνομαι κι έρχομαι. Δεν με νοιάζει που δεν έχουμε σπίτι, θα εξερευνήσουμε τα στενά γύρω απ’ το σπίτι σου. Τι λες;».
Μονολογούσε την λέξη «πουτάνα», ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι που τα χείλη του μούδιασαν και το μυαλό του ξέχασε την σημασία της λέξης. Πληκτρολόγησε «Μην έρθεις καλύτερα». Ήθελε απλώς να το δει γραμμένο. Ξεκίνησε να το σβήνει. Πάτησε το enter, αντί για το backspace. Σχεδόν ταυτόχρονα, απάντησε εκείνη.
Στην συνομιλία τώρα ήταν γραμμένο «Μην έρθεις καλύτερα» και ακριβώς από κάτω «Μμμμ, σε περιμένω, μην αργήσεις…».
«Τι διάολο; Σόρι μωρό μου, το δεύτερο ισχύει. Σε περιμένω…».
Ένα λεπτό αργότερα, το Facebook τον πέταξε έξω. Εκείνη, είχε μόλις αλλάξει τον κωδικό της.
Έχασε τον έλεγχο στην ζωή της, και αμέσως, έχασε τον έλεγχο στην δική του. Εισήλθε σε εκείνη την γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην εμμονή, την συναισθηματική κατάρρευση, τον βρασμό ψυχικής ορμής, την καύλα. Σας φάνηκε περίεργο το τελευταίο; Αλήθεια, είχατε ποτέ εμμονή με ένα ερωτικό αντικείμενο το οποίο δεν μπορούσατε να έχετε δικό σας;
Αλαφιασμένος, ξεχύθηκε μέσα στην νύχτα. Έμεναν κοντά. Η Λεωφόρος ήταν σχεδόν έρημη, υγρή ακόμα από την απογευματινή βροχή. Καλό αυτό· τα βήματά του θα ακούγονταν λιγότερο έτσι. Έστριψε στα στενά της γειτονιάς της. Ένα σκυλί μυρίστηκε τον φόβο του και άρχισε να του γαβγίζει, μέσα από την αυλή ενός σπιτιού. Μια ηλικιωμένη κυρία τον κοίταξε με απέχθεια από το μπαλκόνι του πρώτου ορόφου και ξεκίνησε να κατεβάζει τα στόρια επιδεικτικά. Μπροστά από το εφημερεύον νοσοκομείο, δύο γιατροί έκαναν το τσιγάρο τους. Ανασκουμπώθηκαν όσο πλησίαζε, περνώντας τον για κάποιο από τα περίεργα στοιχεία της νύχτας. Παραπέρα, ένας αρουραίος ροκάνιζε με λαιμαργία από μια πεσμένη σακούλα σκουπιδιών.
Το παρκάκι έξω από το σπίτι της είχε μόνο έναν ένοικο. Κάτω από την βρώμικη μάζα ξεφτισμένων ρούχων κοιμόταν κάποιος. Κάθισε στο απέναντι παγκάκι. Δυστυχώς μεσολαβούσαν αρκετά παρκαρισμένα αμάξια και κάποια δέντρα μπροστά από την πολυκατοικία της. Για να βρει την καλύτερη γωνία θέασης, έγειρε και ξεκίνησε να δοκιμάζει διάφορες στάσεις. Τελικά διάλεξε μία εντελώς αλλόκοτη, καθώς έμοιαζε σαν να είχε λιποθυμήσει. Ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα ντροπής. Όμως είχε βρει το τέλειο ύψος και γωνία, ελάχιστα χιλιοστά ανάμεσα από ένα μαύρο τζιπ και μία κολώνα φωτισμού, καρφώνοντας σε μία απόλυτη ευθεία την είσοδο του σπιτιού της. Και αυτό αρκούσε για να ξεπεραστεί κάθε ντροπή.
Μια αυλόπορτα ακούστηκε. Ήξερε, ότι ήταν η δική της. Μαρμάρωσε, χωρίς να βγάζει άχνα, σαν παιδάκι που προσποιείται ότι κοιμάται για να μην το μαλώσει η μαμά του. Η στάση ήταν εντελώς άβολη. Σχεδόν άκουγε τους τριγμούς των χόνδρων του και τα μικρά κρακ στα κόκαλά του. Ένας άνδρας πλησίασε το τζιπ μπροστά στο παγκάκι του και άρχισε να τακτοποιεί πράγματα στο πορτ μπαγκάζ. Ήταν ο πατέρας της. Τα βλέμματά τους, αναπόφευκτα, συναντήθηκαν.
Η ντροπή άρχισε να σφυροκοπά στα μηνίγγια του. Αλλά δεν αντέδρασε. Κατάπιε το απορημένο βλέμμα του πατέρα της, σφάλισε ορμητικά τα μάτια του, και απλά προσευχόταν να τελειώσει γρήγορα το μαρτύριο. Τα άνοιξε ξανά, μόνο όταν άκουσε την αυλόπορτα ξανά.
Ίσα που πρόλαβε να δει το αέρινο φορεματάκι της να στρίβει στο απέναντι στενό.
Ξαφνικά, μπορούσε να δει, να ακούσει, να μυρίσει καλύτερα.
Ο άλλος, την περίμενε στην γωνία. Έπεσε στην αγκαλιά του. «Πουτάνα», ψέλλισε ξανά. Έπεσε στην αγκαλιά του, όπως είχε πέσει τόσες φορές στην δική του, λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα. Τα μάγουλα του κοκκίνισαν από μίσος, ντελιριακό μίσος, μίσος σαν ακαριαίος πυρετός. Δεν ένιωθε τίποτα για τον άλλον. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, και οι έξυπνοι άνθρωποι δεν κατηγορούν ποτέ τον τρίτο. Αντιθέτως, εκείνη την ώρα ένιωσε οικεία συναισθήματα για τον άλλον. Ένιωθε πως ανήκαν μαζί σε αυτόν τον σωρό από θύματα που τσουβάλιαζε εκείνη. Η ιδέα του σωρού όμως, τον θόλωσε ακόμη περισσότερο.
Την τράβηξε από το χέρι και τα χέρια τους χάθηκαν στην στροφή. Τους ακολούθησε περπατώντας φανερά, κοιτώντας δήθεν το κινητό του. Ο παράδρομος ήταν ευτυχώς έρημος. Τα αυτιά του ήταν αφύσικα τεντωμένα. Του φάνηκε πως άκουγε διάφορους ήχους, βήματα, φιλιά, γέλια, γδαρσίματα. Δεν ήταν απολύτως σίγουρος για το τι άκουγε στ’ αλήθεια. Ακολουθώντας αυτούς τους ενστικτώδεις ήχους, είδε τις σκοτεινές μορφές τους να χώνονται στην πυλωτή μιας πολυκατοικίας. Γύρισε την πλάτη του, για να μην τον πάρουν χαμπάρι και έσβησε την οθόνη του κινητού.
Ήξερε τι πήγαιναν να κάνουν εκεί. Αυτό που δεν ήξερε, είναι το πώς να αντιδράσει. Μόνο ένα πράγμα τον είχε κυριέψει και αυτό είναι το απόσταγμα όλων των συναισθημάτων που ένιωθε. Ήθελε απλά, να παρακολουθήσει.
Εκείνες τις στιγμές έγινε κι εκείνος αγριόγατο. Γλίστρησε μειλίχια στην πυλωτή, κόλλησε στο αμάξι ακριβώς από πίσω τους και έκατσε σαν βατραχάκι ακριβώς πίσω από την ρόδα του αυτοκινήτου, ώστε να μην φαίνονται τα πόδια του. Και τότε, άκουσε καθαρά.
Άκουσε υγρά. Πλαταγίσματα υγρού δέρματος πάνω σε δέρμα, σάλια πάνω σε σκληρά δάχτυλα, ιδρωμένα πόδια, βρεγμένα χείλη, λερωμένους λαιμούς. Άκουσε μια επαναλαμβανόμενη, άτακτη, υγρή συμφωνία. Και εκείνη δεν ακουγόταν καθόλου, παρά μόνο τα υπόκωφα, ελάχιστα βογγητά του άλλου.
Κόντρα σε κάθε λογική μέσου ανθρώπου, ερεθίστηκε όσο ποτέ άλλοτε στην ζωή του. Ακόμα και σήμερα, θυμάται εκείνη την καύλα, εκείνο το κάψιμο, σαν το πιο ισχυρό που ένιωσε ποτέ. Οι ηδονές κρύβονται πάντα στα πιο σκοτεινά μέρη.
Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μακρηγορήσω άλλο. Άλλωστε το τέλος αυτής της ιστορίας με θλίβει βαθύτατα.
Ένα τέταρτο αργότερα, όταν ο άλλος έφυγε, η αυλόπορτα ακούστηκε ξανά. Εκείνος, ακόμα συντετριμμένος, αποθεωμένος και κρυμμένος, ήθελε να την δει να μπαίνει μέσα, ασφαλής, όπως έκανε κάθε βράδυ. Τότε, λες και όλα τα δεινά των σύγχρονων, άθλιων, αστικών ζωών μας συνωμότησαν ταυτόχρονα, χτύπησε το κινητό του. Η δεύτερη φορά που η τεχνολογία τον πρόδωσε εκείνη τη μέρα, αλλά μόνο αυτός που δεν έχει τίποτα να κρύψει δεν προδίδεται ποτέ.
Τον καλούσε εκείνη. Ήθελε να του πει ότι δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα για κανέναν άλλο. Ναι τόσο καιρό μετά. Ήθελε να του πει, να ξαναδοκιμάσουν.
Όμως το κινητό του έσκισε την σιωπή της νύχτας και τον ξεσκέπασε. Και ακόμα και στο λυκόφως της νύχτας, εκείνη είδε ένα νυκτόβιο πλάσμα αντί για αυτόν που ερωτεύτηκε.
Και τότε, την έχασε για πάντα.