Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ήταν ο υπερήλικας άντρας, με τη ματιά του να πλανιέται, ονειρικά.
Σαν αμαρτία – φευγάτη από την κόλαση – η σκέψη του: λύτρωση που ψάχνει. Σα θεριό με ψυχή Αγγέλου, κείνος, περίμενε να βραδιάσει, να βγει και να αποκτηνωθεί, ξεσκίζοντας πρώτα της ψυχής του τις σάρκες.
Και ήρθε το λυτρωτικό σκοτάδι: το σκότος των αισθήσεων και των παραισθήσεων! Η νύχτα των παθών, των «άνομων» κι «άμωμων», αθόρυβων Ερώτων: Σκιά που σέρνονταν ένοχα – χωρίς κακό να έχει κάνει, χωρίς κανένα να βλάψει – διότι δε μπορούσε λεύτερο να αφήσει της ψυχής το διαφορετικό φτερούγισμα, λιμάνι να βρει, στης κοινωνίας τα «ακατέργαστα» καλούπια!
Το ημερολόγιο, έδειχνε 29 Απριλίου 1933.
«…Ένας εβδομηντάρης πια είσαι! Που ο Έρωτας και η Ηδονή βιάστηκαν να επαναστατήσουν μέσα του, και – εκτός εποχής – μάχονται να επιβιώσουν, χωρίς να εκθέσουν και να εκτεθούν!…», αναλογίστηκε.
Από μια φωτογραφία, ένας αρρενωπός νεαρός τον κοίταγε προκλητικά και τον καλούσε σε ένα ερωτικό παιχνίδι – έξω από τα μέτρα της κοινωνίας, που όμως δεν εννοούσε η πυρπολημένη του ύπαρξη – σε ένα πάθος, στο οποίο έστεργε ανεξέλεγκτα θαρρείς το κορμί του.
Όλη αυτή η παράταιρη ερωτική ενέργεια μέσα του, που σα λάβα ένοιωθε να τον καίει, ήθελε να εκτοξευτεί από τα έγκατα της ύπαρξής του!: «Λ ε ύ τ ε ρ ο ς», να ζήσει ήθελε!
«Αχ! Έρωτα, ιδιαίτερε!, γιατί χίμηξες μέσα μου απρόσκλητος;… Προγόνου μου, άραγε, πληρώνω το πάθος, ή αυτής της κοινωνίας της ζαβής, το λάθος;…», ψέλλισε κλείνοντας τα μακριά βλέφαρά του, και το πρώτο δάκρυ που ροβόλησε ανάμεσά τους, σαν ένας άλλος – μετουσιωμένος – αγγελιοφόρος έμοιαζε, που έκανε τη δική του, δραματική διαδρομή για να φέρει – από την ψυχή στο κορμί, τώρα – όχι το «νενικήκαμεν!», μα το: «νικηθήκαμε!».
Ένας άντρας, με τη δική του την τραγική μορφή, κρατώντας το σταυρό του μαρτυρίου του, ανέβαινε το δρόμο του Γολγοθά του Έρωτα, που μαύρο και απόκοσμο βουνό, έμοιαζε. Η μορφή του – άυλη θαρρείς – χάνονταν κι εμφανίζονταν σε φρικτές ανάμεσα φάτσες, και απλωμένα λαίμαργα χέρια.
Και γύρισε τη σακατεμένη ματιά του προς τη θολή κορφή του Γολγοθά, και είδε τον Έρωτα σταυρωμένο ψηλά, που τη μορφή του νέου άντρα της φωτογραφίας, κείνος είχε! Δεν ήταν δάκρυα: σταγόνες αιμάτινες τρέχανε από τα μάτια του! Βέλη καυτά έφταναν στα στήθια του, που απ’ τα στήθια του σταυρωμένου Έρωτα έφευγαν, και, που, αντί να τον πληγώνουν, δύναμη του έδιναν! Πόνος, αυτός, δεν ήταν! Λυτρωτική ηδονή ήταν, που γέμιζε της ψυχής του τις παντέρημες κόχες! Ξαποσταμένος, έφτασε κάτω απ’ το σταυρό, κι όπως τα χέρια του, τα άυλα, άπλωνε για να τον αγκαλιάσει, σα θεό: άλλα χέρια, μισητά, και μορφές σαν όρνεα, μακριά του τον έσερναν!…
… Κι ένας γέρος, ρακένδυτος, Ομηρικός λες κι ήταν ποιητής, που ξέμεινε – ‘πως τότε να γυρνάει – τούτα τα θαυμαστά, είπε, που με τα μάτια είδε, και της καρδιάς το Λόγο, που αράδιασε:
«Κι αστραπές αυλάκωναν τους ουρανούς, Φιδιών που’ χαν μορφή, χάλκινα ώτα!
Κι έπεφτε μαύρη κι ακαθόριστη βροχή, ‘κει που ’ρχονταν, εκεί θαρρείς χανόταν!
Κι έμοιαζε ο Έρωτας – στην ύστατη στιγμή – να παραδέρνεται, ψυχή να μη μπορεί να παραδώσει!
Κι η Α γ ά π η: Μάνα, Ερωμένη, κι Αδερφή, να μη μπορεί να τον αγγίξει, να τον σώσει!
Και βουητό, ατέλειωτο, τρομακτικό, σου ‘κοβε την ψυχή και στην τρυπούσε,
και η ομίχλη αταίριαστη, κυματιστή, όλα τα έπνιγε: Θανάτου πόρτα, που σφαλούσε!
Στο τέλος, μπερδευτήκαν οι μορφές, και τα κεφάλια, σαν με δυο όψεις, να θωρούσαν:
Μ’ αυτές, τον Έρωτα που κάνανε Θεό, και με τις άλλες, το χαμό του που ποθούσαν!
Και στήσαν’ κύκλο, αλλόκοτο χορό: Στη μέση, το Θεό του Έρωτα κρατούσαν!
Μπροστά, οι μορφές κάτι είχαν ιερό! Στην πίσω όψη: Σκελετοί, που λοιδορούσαν!».
Ο εβδομηντάρης, άνοιξε τα μάτια του κομματιασμένος. Η υπηρεσιακή κονκάρδα πάνω στη λευκή στολή που φορούσε, έγραφε: «Καθηγητής Dr ΚΚ63-33». Δίπλα του ήταν ανοιχτό ακόμα ένα παλιό βιβλίο που έγραφε: «Καβάφης Κωνσταντίνος, βίος και πολιτεία». Χαμογέλασε.
«Ω!…Πόσες γενιές ακόμα θα σέρνεται στην ψυχή μου, στην ψυχή μας!…, αυτός ο φαρμακερός «πολύποδας;…», είπε, και ανασηκώθηκε από το υπηρεσιακό κρεβάτι «μερικής ανάπαυσης». Έγλυψε τα – πετρωμένα στο υποσυνείδητο – «θέλω» του, που δάκρυ είχαν γίνει στο όνειρό του, και αναπάντεχα ο Έρωτας έγινε μέσα του «ψυχής και σάρκας πόθος». Η οθόνη του κινητού του, ήταν ενσωματωμένη στα γυαλιά που φορούσε και έδειχνε τρεις τα ξημερώματα, και παράλληλα τον ενημέρωνε ότι ήταν 29 Απριλίου του 2063.
Το Πολύκεντρο “Alter Ego”, σαν τεράστιο κρουαζιερόπλοιο φάνταζε, αραγμένο θαρρείς σε μια «απόρθητη» – όσον αφορά την προβολή της – σαγηνευτική παραλία της μακρινής Σαμοθράκης. Το σαν κεχριμπάρι φεγγάρι, προχωρούσε αρχοντικά εκείνη την έναστρη νύχτα για να κάνει το αισθησιακό του ταξίδι. Η γεμάτη στεναγμούς και ηδονή θάλασσα, τα λαμπιρίζοντα – σα μεγάλα μαύρα διαμάντια – χαλίκια, οι ευωδιές και τα λουλούδια, έκαναν την Άνοιξη να βιώνει μεθυσμένη από έρωτα το μαγικό της ταξίδι προς το Καλοκαίρι…
Ο Καθηγητής από τον έβδομο όροφο εκείνου του υπερσύγχρονου κτιρίου, αλλοπαρμένος από αυτό το μεγαλείο του απανταχού έρωτα, έστρεψε το κεφάλι του από το παραθύρι και έφερε τα ιδιαίτερα – όσον αφορά τις τεχνολογικές δυνατότητες – γυαλιά του στα μάτια του. Έδωσε εντολή δια ζώσης, και μέσα από τα γυαλιά του – που είχαν ενσωματωμένη μικροκάμερα – μεταφέρθηκε στους θαλάμους των «ασθενών, που στην πραγματικότητα ήταν οι κλώνοι κάποιων ανθρώπων που είχαν δώσει σχετική παραγγελία, ώστε, γερνώντας ή παθαίνοντας κάτι, να μπορούν να «σκαντζάρουν», να μεταβιβαστούν, στο «alter ego” τους, καθότι πλέον η μνήμη μπορούσε να καταγράφεται αυτόματα σε Υπέρ Υπολογιστές, και από κει στους κλώνους.
Η κλωνοποίηση των ανθρώπων ήταν πλέον νόμιμη, και στην ουσία, η πολυπόθητη Αθανασία των προηγούμενων γενεών, ήταν γεγονός. Οι ινστρούχτορες του ντουνιά και οι πακτωλοί χρημάτων από ζάμπλουτους για σχετικές έρευνες, έκαμψαν νόμους και θρησκοληψίες.
Χα!… Τώρα πια ούτε στο θάνατο απέναντι ήταν ίσοι οι ανθρώποι!…, γιατί μπορούσαν οι «έχοντες» και οι «φραγκάτοι» να προχωρούν σε αυτή τη λύση: να πληρώνουν όσα-όσα και να «εκκολάπτεται» για λογαριασμό τους σε ένα Ανώτερο Πολύκεντρο η «συνέχιση» τους. Οι νόμοι πάντα ήταν εργαλεία των δυνατών, και απλά πλασάρονται πρόστυχα στις κοινωνίες, για να νομίζουν και να παραμυθιάζονται οι «μάζες» ότι υπάρχει δικαιοσύνη.
Αμέσως, δίνοντας δια ζώσης, την εντολή: «ΚΚ29-4-2063», εμφανίστηκε το alter ego του που μεγάλωνε σαν άγραφος χάρτης, και ήταν μια σάρκινη μηχανή που λειτουργούσε άψογα, αλλά χωρίς «φορτωμένες» τις δυνατότητες σκέψης και αυτογνωσίας. Χαμογέλασε και βγήκε από το γεμάτο επιστημονικά όργανα Γραφείο του – ενώ τα ανθρωπόμορφα ρομπότ, γύρω, έκαναν όλες τις εργασίες – και εκστασιασμένος θαρρείς, βρέθηκε κοντά στο νεαρό της …ετεροχρονισμένης φωτογραφίας του ονείρου του, που τον περίμενε στην ταράτσα. «Έλα, πάρε, τώρα!, αυτό το «αμαρτωλό» κορμί, με τα πάθη, που δε θα υπάρχουν σε λίγο καλέ μου, και που τόσο πλήγωσαν την ψυχή μου, για χρόνια!…
«…Και σου μιλώ με γλώσσα μυστική,
Φωνή και Λόγος ν’ ακουμπήσουνε εντός σου.
Να υποκλιθώ με ένα Mea Culpa, τραγικό,
απ’ τ’ άγιο δισκοπότηρο, μεθώντας, στο ιερό σου…», ψέλλισε γεμάτος από ερωτική προσμονή και εγκαρτέρηση.
Μετά από λίγη ώρα, αποκαμωμένος γλυκά από τον Έρωτα, και θαυμάζοντας για μια ακόμα φορά τη μαγεία, έκανε βουτιά από την ταράτσα στο κενό, δίνοντας την εντολή: «Μετάβαση, τώρα!, στο alter ego μου!», πριν το «αμαρτωλό» κιβούρι του, γίνει κομμάτια».
Είχε ζήσει τη ζωή του ένοχα, σε μια κοινωνία που, ακόμα, δεν άντεχε εκείνη την ερωτική επιλογή του. Είχε υποφέρει για να επιβιώσει με «αξιοπρέπεια», κατά τα μέτρα της κοινωνίας, και περιχαρείς τώρα άφησε το σαρκίο του το «ένοχο», για να πορευτεί στην επόμενη ζωή του χωρίς αυτό το ρατσισμό που κατέφαγε την ψυχή του. Για να ζήσει όπως, και όσο, αυτός ήθελε, για να αγωνιστεί γι αυτό το δικαίωμα της «αυτοδιάθεσης», σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, αφού ήταν ο επιστήμονας που κατάφερε με τους αγώνες του τόσο τη νομιμοποίηση της κλωνοποίησης, όσο και την καταγραφή και μεταβίβαση της σκέψης, σαν επιστήμονας.
Σκοπός του μοναδικός: Να μπορέσουν όλοι οι άνθρωποι να έχουν ίσα δικαιώματα στις επιλογές τους, στη ζωή, και στην τεχνολογική αυτή «Επ – Ανάσταση», κυριολεκτικά.
Η ηδονή – σε οποιαδήποτε μορφή της – δε μπορεί να μπαίνει σε καλούπια, δε μπορεί να επιβάλλεται ή να απαγορεύεται… Οι κοινωνίες που καταδίκασαν αυτές τις επιλογές, στο μέλλον κρίνονταν σα βάναυσες, σαν απάνθρωπες, γιατί δεν άφηναν τον κάθε άνθρωπο, κάθε φύλου, να εκφραστεί – χωρίς να ενοχλεί κανέναν – όπως αυτός ήθελε. Οι θρησκείες πια ξεθώριασαν, ξεπεράστηκαν και δε μπορούσαν να κατευθύνουν το «ποίμνιο» – άρρωστα – σύμφωνα με τις δικές τους ξεπερασμένες απόψεις.-