«Οι οικογένειες των δύο ατόμων συνήθως αποτελούνται από ένα άτεκνο πατέρα και μία άτεκνη μητέρα. Ένας τέτοιος άτεκνος πατέρας είμαι και εγώ. Πραγματικά δεν ξέρω αν τα παιδιά μου θέλουν να γίνουν επιστήμονες, καλλιτέχνες, αθλητές, αν θα θέλουν να μοιάσουν στον πατέρα τους. Σε λίγες μέρες, σε λίγες μέρες, αν και ανύπαρκτα θα ήθελαν σίγουρα να μου μοιάσουν.
Κάθε πρωί στη δουλειά. Δεν πιστεύω πως οι συνάδελφοί με θεωρούν τίποτα. Μα θα μεγαλώσω, σίγουρα ο διευθυντής έχει καταλάβει την αξία μου. Πάνε λίγοι μήνες τώρα. Περιμένω. Θέμα χρόνου η προαγωγή. Μετά από αυτή μια ζωή άλλη με περιμένει. Είναι η αρχή! Μια λαμπρότατη σταδιοδρομία. Σκέψου μόνο το χαμόγελο της γυναίκας μου στην αναγγελία του ευαγγελίου!
Καλημέρα. Καλημέρα. Τι νέα; όλα καλά. Τι έχουμε για σήμερα;
Ωραία η μέρα σήμερα, μα ακόμη δεν ακούσαμε τίποτα για την προαγωγή.
Τώρα επιστρέφω σπίτι. Η γυναίκα μου θα με περιμένει.
Φάγαμε μεσημεριανό, ξεκουραστήκαμε, μια καλή καθημερινότητα. Ένας όμορφος περίπατος λίγο πριν τη δύση. Κοντά στο σπίτι πάντα. Όλα ήταν ωραία όταν σκεπτόμουν πως ένιωθε ωραία κοντά μου. Βραδινό; βραδινό. Μετά απ’ όλα καταλήξαμε στο κρεβάτι. Οχτώ χρόνια τώρα μαζί και ήταν ακόμα για μένα τέλεια. Και εγώ γι αυτή θέλω να πιστεύω. Αν και τώρα τελευταία δεν είναι τόσο εκδηλωτική. Δεν ξέρω αν εγώ άρχισα να χρειάζομαι όλο και περισσότερο το «σε αγαπώ» ή το ίσως γελοίο «είσαι ο καλύτερος» ή αν αυτή το μείωσε. Καληνύχτα. Καληνύχτα.
Καλημέρα. Φιλί; Χωρίς να ξέρω το γιατί, βρήκα τον εαυτό μου λίγο απόμακρο εκείνο το πρωί. Είχα ανάγκη την προαγωγή. Δουλειά. Η προαγωγή ήρθε. Μα δεν ήταν για μένα. Τελικά ούτε καν ο διευθυντής δεν εκτιμούσα τη δουλειά μου. Τι σκατά; όντως δεν το αξίζω; τώρα όλοι θα με θεωρούν άχρηστο. Ίσως να υπερβάλλω. Η αναστάτωση ήταν τεράστια. Ένιωθα λες και με είχαν αμφισβητήσει σαν άνθρωπο. Συντετριμμένος. Η δουλειά τελείωσε. Όχι. Δεν μπορώ να φύγω έτσι. Αν δεν με αναγνωρίζουν ίσως και να μην με αξίζουν. Εγώ τους αηδίασα. Θα παραιτηθώ. Θα παραιτηθώ. Η γυναίκα μου; θα καταλάβει. Ξέρει πόσο σημαντικό είναι για μένα να με εκτιμούν. Δεν είμαι κανένας ηλίθιος να κάθομαι και μπροστά μου να κλέβουν τις ευκαιρίες αυτοί που δεν το αξίζουν! Τι προσβολή! Σοβαρά! Και αν τα βάλει μαζί μου η γυναίκα, πραγματικά, λες να πιστεύει ότι δεν αξίζω; Με ξέρει τόσα χρόνια. Πώς είναι δυνατόν να πει τέτοιο πράγμα; Αποκλείεται. Θα παραιτηθώ!
Έτσι έγινε. Παραιτήθηκα. Επιστρέφω τώρα σπίτι.
Τι έγινε; Μου φαίνεσαι λίγο αναστατωμένος. Παραιτήθηκα. Τι; Γιατί; τι έγινε; της είπα. Της εξήγησα. Της εξήγησα και πόσο σημαντική είναι η δική της θέση. Πόσο πολύ χρειαζόμουν την συμπαράστασή της. Πόσο πολύ την αγαπώ. Πόσο ξεκίνησα και αμφισβητώ τον εαυτό μου. Πως άρχισα να τον μισώ.
Αγάπη μου θα είμαι εδώ. Μην ανησυχείς, και ξέρεις πολύ καλά ποιος είσαι και τι σημαίνεις για εμένα.
Οι μήνες περνούσαν. Δεν έβρισκα δουλειά. Η διάθεση μου χάλια και αυτή δεν ασχολείται πλέον. Κουράστηκα. Κουράστηκα. Αγάπη μου σε παρακαλώ μην είσαι έτσι. Φτιάξε λίγο τη διάθεσή σου. Έλα να πάμε λίγο έξω. Θα βρεθεί δουλειά, μην ανησυχείς.
Εσύ μια χαρά έχεις τη δουλειά σου! Δεν είσαι ο άχρηστος του σπιτιού! Εγώ είμαι αυτός!
Αγάπη μου ηρέμησε.
Τι να ηρεμήσω; Όλη μέρα εδώ μέσα. Ξέρεις πως είναι για μένα όταν λείπεις; Όταν είσαι μια χαρά σου φαίνονται όλα μια χαρά.
Συγνώμη αλλά και εσύ είχες μια καλή δουλειά και έφυγες! Σταμάτα να με γεμίζεις ενοχές για την κατάστασή σου! Προσπάθησε να με καταλάβεις λίγο.
Αυτό! Αυτό είναι. Ναι! Εγώ φταίω! Τα παράτησα όλα και έφυγα!. Άι στο διάολο! Δεν καταλαβαίνεις τίποτα. ΤΙΠΟΤΑ. Δε έχεις ιδέα πως νιώθω. Σκατά! Άχρηστος! Τώρα ξέρω και επίσημα πως με θεωρείς υπεύθυνο. Πως άδικα παραιτήθηκα. Ή πως είναι επιλογή μου η κατάστασή μου! Πως ήμουν υπερβολικός. Πως δεν αξίζω. Ξέρεις πόσο άσχημο είναι αυτό που λες; Ξέρεις πόσο ένοχος νιώθω για όλα; Πόσο άσχημα νιώθω να ξέρω ότι σε δυσκολεύω. Ότι έγινα βάρος; Δεν τω αντέχω άλλο. Είμαι παράσιτο. Σου καταστρέφω τη ζωή.
Δεν είπα τίποτα από αυτά και το ξέρεις! Σταμάτα να γίνεσαι δραματικός! Και ναι κουράστηκα! Λυπάμαι αλλά δεν το αντέχω άλλο. Κουράστηκα. Δεν είναι τρεις μέρες ούτε μια βδομάδα. Είναι μήνες τώρα. Νοιώθω πως δεν μπορώ να βοηθήσω. Ψάχνεις συνεχώς την επιβεβαίωση. Και τώρα την ψάχνεις αποκλειστικά από εμένα. Κάθε μου λέξη φαίνεται αιτία να σε πληγώσει. Δεν είναι έτσι. Αν νομίζεις πως αυτές είναι οι προθέσεις μου καλύτερα να φύγεις.
Ξέρω πως δεν είναι αυτές οι προθέσεις σου. Ξέρω πως κουράστηκες. Συγνώμη. Νομίζω πως όντως πρέπει να φύγω.
Έφυγα. Δεν θα ξημερώσει ποτέ.
Δεν μπορώ να επιστρέψω. Δεν θα θέλει να με ξαναδεί. Είμαι βέβαιος. Για δυο λεπτά φανταζόμουν τον εαυτό μου νεκρό. Ανακούφιση. Τι ανακούφιση να ξέρεις ότι όσο άσχημα και αν είναι τα πράγματα, όλο αυτό θα τελειώσει κάποτε. Η σκέψη του θανάτου με επισκεπτόταν συχνά τώρα τελευταία. Μα για πρώτη φορά με επισκέφτηκε μια νέα σκέψη, της αυτοκτονίας.
Σταμάτησα. Σκέφτηκα λίγο όλα τα άσχημα. Αγόρασα αλκοόλ. Λες και είμαι κανένας νεαρός μετά από ερωτική απογοήτευση. Είμαι ειλικρινά αξιολύπητος. Ήπια. Το σχέδια ήταν να πιώ. Να πιώ τόσο που δεν θα ξυπνούσα ποτέ. Δεν ξέρω καν αν είναι εφικτό. Δεν είχε σημασία. Απλός έκανα ότι έκανα πλέον. Οι ώρες περνούσαν. Θόλωσα. Όλα μπερδεμένα. Το κλάμα ασταμάτητο. Την ήθελα. Είμαι άχρηστος. Ζούσα ξανά και ξανά τον τελευταίο μας καυγά και κάθε φορά ήθελα να ξεριζώσω τα έντερά μου. Απελπισία. Άρχισα να κτυπώ το κεφάλι μου με το χέρι. Όσο δυνατά μπορούσα. Ξανά. Ξανά. Μέσα στο κλάμα το αριστερό έδωσε στο δεξί την μπουκάλα που κρατούσε. Την κρατούσα από το στόμιο και την έσπασα. Τι βολικό. Ούτε καν το σκέφτηκα. Κάρφωσα το γυαλί όσο πιο βαθιά στο στέρνο έμπαινε, και μετά μια δεύτερη φορά λίγο ποιο ψηλά, στη ρίζα της κεφαλής. Ένιωθα το αίμα ζεστό να κυλάει πάνω μου. Τα ρούχα μου είχαν καταβρεχτεί. Η ζεστασιά.»
«Πριν λίγες ώρες με κάλεσαν για την ταυτοποίηση του σώματος. Πως γίνετε να τον αναγνώρισα αφού ακόμη δεν πίστεψα πως πέθανε; Από τη στιγμή που άκουσα τα νέα δεν ξέρω τι μου συμβαίνει. Ο κόσμος φαίνεται απλώς να κινείται γύρω μου. Χωρίς λόγο. Όπως και εγώ νομίζω πως ότι κάνω το κάνω αυτόματα. Στο νεκροτομείο έβαλα τα κλάματα. Δεν είμαι σίγουρη αν σταμάτησα να κλαίω. Δεν έχω ιδέα. Αποκλείεται να πέθαινε. Είχε όνειρα. Ήταν ο άνθρωπός μου! Είπαν πως ήταν αυτοκτονία. Είχε πιεί. Είχε πιεί πολύ. Δεν γίνεται! Ποτέ δε έπινε!
Έχασα επαφή με το χρόνο. Έρχονται συγγενείς και φίλοι. Συλλυπητήρια. Σταματήστε! Φτάνει με τα συλλυπητήρια! Έχασα τον άντρα μου, τα συλληπτήρια δεν τον φέρνουν πίσω. Τον έδιωξα! Εγώ τον έσπρωξα! Ίσως αν δεν έλεγα αυτά που είπα. Αν, ξέρω ’γω, αν δεν τον άφηνα να φύγει. Αν μπορούσα τώρα να τον πάρω αγκαλιά και να του πω πως όλα θα πάνε καλά. Να του πω πόσο πολύ τον αγαπώ. Πάει έχασα τη ευκαιρία μου. Όλο το φταίξιμο δικό μου. Το ξέρουν όλοι. Τσακωθήκαμε.
Ο χρόνος περνά αργά και βασανιστικά. Δυσκολεύομαι σε όλα. Μακάρι να μπορούσα να κοιμάμαι όλη μέρα. Η μυρωδιά του φαγητού με αηδιάζει. Η ζωή συνεχιζόταν και καλά.
Μέρες, βδομάδες, μήνες, δύο χρόνια πια. Καθημερινά με την πρώτη ευκαιρία κλαίω. Αγαπημένες ώρες το μεσημέρι μετά τη δουλειά και το βραδύ πριν τον ύπνο, όποτε υπάρχει ο δεύτερος δηλαδή.
Ένα πρωί στη δουλειά γνώρισα ένα άντρα. Φαινόταν στην ηλικία μου. Απέφυγα να του μιλήσω. Ήμουν μίζερη. Αλλά αυτός συστήθηκε. Προσπάθησε να με πιάσει στη κουβέντα αλλά οι λέξεις με δυσκολία έβγαιναν από το στόμα μου. Στον προσωρινό μάλλον αποχαιρετισμό μας μου είπε πως ήθελε να προσθέσει κάτι. «Είσαι πολύ όμορφη, να το ξέρεις». Τα λόγια δεν έδιωξαν τη μαυρίλα, αλλά το να ξέρω πως είμαι αρεστή σε κάποιον βοηθά. Ίσως να ήταν η αρχή.»
Τα χρόνια πέρασαν. Η γυναίκα δεν ευτύχησε ποτέ.