“Απέθαντη αγάπη” της ΛΕΥΚΑΤΩ

Αν ήταν μια άλλη βραδιά, ο Πάτροκλος θ’ απολάμβανε εκστασιασμένος, μέσα σ’ αυτή την υποβλητική ατμόσφαιρα, τη συντροφιά του παππού Ερμή. Όχι όμως και τούτη. Τούτη τη βραδιά, μια άγρια θάλασσα κύκλωνε την ψυχή του κι ένιωθε φόβο,  οργή, θλίψη κι αβεβαιότητα για το αύριο.

«Οι βουλές της μοίρας είναι σκοτεινές κι ανεξιχνίαστες», άκουγε τον παππού να λέει.«Πόλεμος, θεριό παμφάγο, αχόρταγο, ακοίμητο, επεμβαίνει σε κάθε  σκέψη και περιγελά την ελπίδα του ονείρου. Τα κορμιά των παιδιών ξεγλιστρούν από την αγκαλιά των μανάδων. Στη στροφή συναντιούνται με εχθρικούς όλμους και χάνονται, γίνονται άνεμος που κραυγάζει… Τα χέρια των μανάδων τσακισμένες φτερούγες, οι καρδιές τους ερημώνουν και η κραυγή τους γίνεται σιωπή. Δεν αφουγκράζεται κανείς τούτη τη σιωπή…»

Ο Πάτροκλος, παρακολουθούσε το μονόλογο του παππού του, αναγνωρίζοντας με συντριβή αυτό που ήταν τόσο ευδιάκριτο στο ηχόχρωμα της φωνής του.

«Εκεί ψηλά», είπε κι έδειξε με το χέρι του πάνω απ’ τις τραχιές κι απόκρημνες πλαγιές του Πενταδάκτυλου, «βρίσκεται ο Θεός με τη μεγάλη ζυγαριά Του στο χέρι. Είμαστε ασήμαντοι μπροστά στο μεγαλείο Του, παραβαίνουμε κάθε μέρα το λόγο Του. Υπάρχει άραγε άδικη μοίρα; Υπάρχει μόνο μία, εσκεμμένη και χωρίς κανέναν ενδοιασμό παραμόρφωση της ουσίας της ζωής απ’ όσους έχουν συμφέρον να προκαλούν τέτοιες καταστροφές…  Αν πιστεύαμε στην αξία της ανθρώπινης ζωής, δε θα είχαμε σωριάσει πίσω μας ερείπια οικοδομημάτων τόσων χιλιετηρίδων…»

Advertising

Advertisements
Ad 14

«Αύριο το πρωί, πρώτα ο Παντοδύναμος, θα κάνουμε πάλι ό,τι καλύτερο… έστω και μέσα σ’ αυτή την ερημιά…»

 

Κερύνεια 20 Ιουλίου 1974

 

Ο ήλιος ετοιμαζόταν να προβάλει πάνω από το  βουνό για να λούσει με το φως του τη βορινή πλαγιά του Πενταδάκτυλου. Η προηγούμενη μέρα είχε τελειώσει ανήσυχα στο πολυτάραχο νησί. Τα ραδιόφωνα είχαν μεταδώσει την είδηση ότι, στην άλλη πλευρά της θαλασσινή λωρίδας που χωρίζει την Κερύνεια από τις νότιες ακτές της Τουρκίας, παρατηρήθηκαν ύποπτες κινήσεις.

«Πολεμικά σκάφη», έλεγαν οι εκφωνητές, «ξεκίνησαν από το λιμάνι της Μερσίνας προς άγνωστη κατεύθυνση.»

Advertising

Είχαν προηγηθεί το πραξικόπημα κατά του Μακάριου και οι απειλές της Τουρκίας ότι θα επέμβει για ν’ αποκαταστήσει την τάξη.

Διαβάστε επίσης  "Η Έξοδος" του Γιώργου Τουμανίδη

Έτσι, ο Πάτροκλος είχε ξυπνήσει με το πρώτο φως της αυγής κι άνοιξε το ραδιόφωνο σε χαμηλή ένταση για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά του, τον Πάμπο και την πεντάχρονη  Λευκατώ  του.

 

……………………………………………………………

…Από το παράθυρο ήρθε στα ρουθούνια του η ευωδιά της λεμονιάς, ανακατεμένη με τη θαλασσινή αύρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, όταν ξαφνικά τα πνευμόνια του ξεφούσκωσαν απότομα, καθώς ένας εκκωφαντικός κρότος τράνταξε το σπίτι. Ο παππούς κρατιόταν απ’ το κάσωμα της πόρτας κι ο Πάτροκλος έτρεξε προς το μέρος του.

Advertising

«Θεέ μου», είπαν μ’ ένα στόμα, όταν ένας δεύτερος δαιμονισμένος ήχος συγκλόνισε τα πάντα.

«Θεέ μου, Παντοδύναμε», είπε ξανά ο παππούς Ερμής, «ας μην είναι αυτό που φοβάμαι.»

Ένιωσε ένα κύμα πανικού να τον κυριεύει, ίσως για πρώτη φορά τόσο έντονα. Προσπάθησε να το καταπολεμήσει, γυρίζοντας τα μάτια του στον ουρανό, ζητώντας από το Θεό να διαψεύσει τους φόβους του.

Και τότε ξέσπασε το πανδαιμόνιο. Οι αιθέρες ξερνούσαν εκκωφαντικούς θορύβους και φωτιά.

Advertising

Ο Πάτροκλος άφησε το χέρι του παππού Ερμή και γύρισε να πάει στην κάμαρα των παιδιών του.

………………………………………………………………………………………………………………..

«Κρυσταλλιά;»

«Δε σ’ αφήνω μόνο σου», του είπε και τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Παντού μαζί.»

Advertising

Τα πάντα ήταν στη θέση τους, όταν ακούστηκαν βήματα και φωνές στην αυλή. Μια ριπή γάζωσε τα παράθυρα και γκρέμισε την πόρτα. Την επόμενη στιγμή το σπίτι γέμισε ένοπλους στρατιώτες. Ο Πάτροκλος και η Κρυσταλλιά ένωσαν τα χέρια τους, όπως τότε που τους ευλόγησε ο παπά – Δημήτρης στο γάμο τους, μένοντας ακίνητοι, ν’ ακούσουν τα λόγια… κι ύστερα να τους γνέψει προχωρώντας προς το μέρος τους με το ποτήρι το κρασί για να πιουν.

Τώρα όμως τα μάτια τους έβλεπαν απειλητικούς άντρες, που προχωρούσαν προς το μέρος τους με προτεταμένα όπλα. Με τον παπά – Δημήτρη ήξεραν τί να κάνουν, τώρα αναρωτιούνταν μέσα τους τί τους περιμένει.

Διαβάστε επίσης  "Δεν το 'κανα εγώ" του Θανάση Τσιλιγγούδη

Έσφιγγαν ο ένας το χέρι του άλλου, κοιτούσαν και άκουγαν δυο Τούρκους στρατιώτες να λένε κάτι στη γλώσσα τους: «Onlari alin! Evin etrafina bak!» (Πάρτε τους! Ψάξτε όλο το σπίτι!)

Και οι δύο κατάλαβαν τί έλεγε ο Τουρκαλάς.

Advertising

Το σπίτι άρχισε να γίνεται ρημαδιό· συρτάρια άνοιγαν κι έπεφταν κάτω, ρούχα πετάγονταν στον αέρα κι αυτοί ήταν τώρα σε μιαν άκρη, υπό την απειλή όπλου.

Ένας από δαύτους βγήκε απ’ το δωμάτιο χαμογελαστός. Κρατούσε την κούκλα της Λευκατούς από τα μαλλιά σαν τρόπαιο. «Çocuklar nerede? (Πού είναι τα παιδιά;)», τον ρώτησε.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Ο Τούρκος ήταν έτοιμος να ρίξει και στους δύο, όταν άκουσε τη διαταγή του ανωτέρου του: «Hayir! Kadin olsun! (Όχι! Πάρτε τη γυναίκα!)»

Advertising

Κάτω απ’ την καταπακτή, ο δεκατριάχρονος Πάμπος είχε βάλει το ένα χέρι του μπροστά στο στόμα της αδερφής του και την κρατούσε σφιχτά κοντά στο στήθος του, ενώ το άλλο το είχε τεντωμένο με το μαχαίρι που του είχε δώσει ο πατέρας του, κοιτάζοντας συνέχεια προς τα πάνω.

Ο παππούς Ερμής κούνησε τα χέρια του στον αέρα για να τον καταλάβει ο Πάμπος. Τα παιδιά μετακινήθηκαν αθόρυβα προς τον παππού, στο πίσω μέρος της αποθήκης, πίσω από κάτι πιθάρια. «Μη βγάλετε άχνα», τους είπε χαμηλόφωνα. Γνώριζε πως τώρα θ’ άρχιζε το μαρτύριο…

Πήρε στην αγκαλιά του τη μικρή Λευκατώ και προσπάθησε να βουλώσει τ’ αυτιά της με βαμβάκι. Είπε και στον Πάμπο να κάνει το ίδιο, μα εκείνος αρνήθηκε. Το βαμβάκι δε συγκρατούσε τα κλάματα και τα ουρλιαχτά που έβγαιναν απ’ το στόμα της μάνας της κι ο παππούς έσφιγγε όσο μπορούσε με τα γέρικα χέρια του τα αυτάκια της μικρής.

………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Advertising

Η Κρυσταλλιά ένιωθε κάθε φορά κι ένα μαχαίρι στον κόλπο… λιποθύμησε… οι Τούρκοι, όμως, συνέχιζαν την κτηνωδία τους αδιάφοροι, αναίσθητοι.

…………………………………….. Κάποιοι είχαν αφήσει τα όπλα τους στημένα στον τοίχο. Άρπαξε δυο στα χέρια του και όρμησε στο δωμάτιο. Πρόλαβε να σκοτώσει δυο – τρεις απ’ αυτούς. Μια χατζάρα έκοψε το λαιμό της Κρυσταλλιάς κι ένα στιλέτο καρφώθηκε στο στήθος αυτού του κτήνους.

Διαβάστε επίσης  "Παρασκευή βράδυ, Σάββατο πρωί" του Βασίλη Δ. Γόνη

Μες στη ζάλη του χρόνου και της στιγμής, αναγνώρισε το μαχαίρι αυτό. Πίσω του βρισκόταν, “άντρας” πλέον, ο δεκατριάχρονος γιος του που, παρά τις προσπάθειες του παππού να τον κρατήσει κάτω, εκείνος, ως γνήσιος Κύπριος, αψήφησε κάθε φόβο και ρίχτηκε στη μάχη.

………………………………………………………………………………

Advertising

«Φυλάω τη μάνα, πατέρα», του είπε ο Πάμπος, που τον έψαχνε ώρες μέσα στο σκοτάδι, πριν φύγουν απ’ το σπίτι τους. Ποιο σπίτι…; Μόνο ερείπια είχαν απομείνει… όμως δεν έφυγαν. Δεν εγκατέλειψαν. Έμειναν εκεί κάτω σαν τα ποντίκια, κρυμμένοι.

Ο Πάτροκλος, το ίδιο βράδυ, πήρε στην αγκαλιά του το άψυχο κορμί της Κρυσταλλιάς, αφού πρώτα το είχε πλύνει, το είχε ντύσει με την παραδοσιακή φορεσιά που του είχε αφήσει η μάνα του, έβαλε ένα μαντήλι στο σφαγμένο της λαιμό και την πήγε στο κοιμητήριο· εκεί που είχε τις υπόλοιπες ψυχές που ζούσαν μέσα του. Την κουβάλησε σα νύφη, τυλιγμένη σ’ ένα λευκό σεντόνι.

Έσκαβε όλη νύχτα. Αφού την τοποθέτησε μαζί με τους άλλους, γύρισε στα παιδιά του. Τα μάτια του είχαν βουρκώσει. Ο Πάμπος του μισοκαθισμένος πάνω απ’ το μνήμα, κρατώντας το μαχαίρι που σκότωσε το δολοφόνο της μάνας του. «Φυλάω τη μάνα… και όλους, πατέρα. Οι άπιστοι Τουρκαλάδες, αν φύγουμε, θα διαγουμίσουν και θα ρημάξουν τα μνήματα… Έφυγε η μάνα μου, πατέρα, δίχως να προλάβω να της πω “Να ‘ξερες πόσο σ’ αγαπώ!”, να τ’ ακούσει. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα πέθαινε, γιατί για μένα ήταν η πιο δυνατή γυναίκα στον κόσμο. Οι μάνες είναι αθάνατες, πατέρα…».

~.~

Advertising

 

Πώς να ξεχάσει ο Πάτροκλος τα λόγια του γιου του; Πώς να ξεχάσει τα όσα άφησε πίσω; Τα λόγια του παππού του δεν τον παρηγορούσαν:

«Υπάρχει άραγε άδικη μοίρα;» του είχε πει ο παππούς ..

«Όχι», αναλογίστηκε. «Είχε δίκιο ο παππούς. Υπάρχει μόνο το συμφέρον!» Ήταν ζωντανοί. Είχε τα παιδιά του και όλοι εκείνοι που «άφησε», όσο χτυπούσε η δική του καρδιά, παρέμεναν ζωντανοί.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Κυψέλη

3+1 Brunch Spots Στην Κυψέλη Που Δεν Πρέπει Να Χάσεις

Santo Belto Το Santo Belto στην Κυψέλη, αποτελεί έναν αγαπημένο
Μαρία Τερέζα ντε Φιλίπις

Μαρία Τερέζα ντε Φιλίπις: Η πρώτη γυναίκα οδηγός στη Formula 1

Η Μαρία Τερέζα ντε Φιλίπις ήταν Ιταλίδα οδηγός αγώνων αυτοκινήτου.