Το τελευταίο, γεμάτο αγάπη βλέμμα του πατέρα της την στοιχειώνει. Ο ίδιος την επισκέπτεται κάθε βράδυ στα όνειρά της αλλά το μόνο που της λέει είναι:
«Μάγκι, σε παρακαλώ…»
Αμέσως μετά εξαφανίζεται. Και τότε το όνειρό της μετατρέπεται σε εφιάλτη και το σκοτάδι την πλημμυρίζει μέχρι που ξυπνάει ιδρωμένη και με την καρδιά της να χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς. Παρά την πολυάσχολη ζωή της, τη γεμάτη καθήκοντα καθημερινότητά της, οι τύψεις δεν αφανίζονται ποτέ.
Παρόλο που η ίδια έχει ορκιστεί να αποκλείσει ακόμη και το παραμικρό συναίσθημα από τη ζωή της, και παρά τις τόσες ζωές που έχει αφαιρέσει, καμία δεν της έχει κοστίσει τόσο όσο αυτή του πατέρα της.
Πολλές φορές πιάνει τον εαυτό της να σκέφτεται την εποχή πριν συναντήσει το πεπρωμένο της, προτού δηλαδή γνωρίσει τον άνθρωπο που τη βοήθησε να ανέβει στην εξουσία, δείχνοντάς της τον σωστό δρόμο προς την απόλυτη κυριαρχία, προτού σκοτώσει τους γονείς της.
Όμως σαν συνειδητοποιεί το μονοπάτι που ακολουθούν οι σκέψεις της, επιβάλλει στον εαυτό της να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Και τι έγινε, στο κάτω κάτω, επειδή σκότωσε τη μητέρα και τον πατέρα της; Και οι δύο ήταν κάποτε άθλιοι επαναστάτες, αποφασισμένοι να καταρρίψουν το σύστημα που με τόσο κόπο είχε θεσπίσει μία ομάδα σοφών ανθρώπων πριν από πολλά χρόνια στην πόλη τους.
Σε αυτή τη σκέψη ένα μικρό μειδίαμα ζωγραφίζεται στα χείλη της. Ο απόγονος ενός από τους σπουδαίους εκείνους ανθρώπους δεν είναι άλλος από τον σύζυγό της, τον εξαιρετικά έξυπνο και γοητευτικό Άλεξ.
Ο Άλεξ έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα καλός σύντροφος. Πέρα από το ρόλο του ως σύμβουλός της, έχει καταφέρει να της χαρίσει έναν γιο. Του μοιάζει τόσο πολύ…όμως στην σκέψη του μοναχογιού της, νιώθει έναν κόμπο στο στομάχι. Κάτι κακό προβλέπεται μάλλον για το παιδί της. Δεν του το έχει παραδεχθεί, όμως ξέρει ότι ο Άλεξ ποτέ δεν είδε με καλό μάτι τον απόγονό τους. Ίσως διαισθάνεται ότι στο μέλλον μπορεί να μην ακολουθήσει το ίδιο μονοπάτι με τους γονείς του, γεγονός που δεν μπορούν να ρισκάρουν.
Η Μάγκι όμως θα έκανε τα πάντα προκειμένου να αποφύγει να σκοτώσει το παιδί της. Διαισθάνεται πως αργά ή γρήγορα ο σύντροφός της θα της το πάρει για να το αφανίσει, επειδή ο ίδιος μπορεί να καταλάβει ότι κάτι πηγαίνει λάθος με εκείνο το παιδί. Έχει ήδη φτάσει ενός έτους και ακόμη δείχνει σημάδια οικειότητας προς τη μητέρα του. Και στην κοινωνία που ζουν, αυτό δεν θεωρείται φυσιολογικό.
Η Μάγκι πιάνει τον εαυτό της να αναστενάζει βαθιά, λίγο προτού ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα διακόψει γις σκέψεις της. Γυρνάει απότομα για να αντικρίσει τον Άλεξ. Το σκληρό του πρόσωπο με τα σκούρα, άγρια μάτια του προμηνύει ότι δεν είναι στις καλές του. Η κοπέλα νιώθει άθελά της ξαφνικό φόβο. Όταν ο Άλεξ δεν είναι στις καλές του, τίποτα ευχάριστο δεν πρόκειται να συμβεί.
«Ο γιος μας κλαίει. Πώς είναι αυτό δυνατόν;» Τη ρωτάει επιτακτικά.
Η Μάγκι παγώνει. Αυτό κι αν της φαίνεται πρωτάκουστο.
«Είσαι σίγουρος;» Ψελλίζει προτού μπορέσει να συγκρατηθεί.
Η πανύψηλη φιγούρα του Άλεξ την πλησιάζει απειλητικά. Τα κατάμαυρα μαλλιά του είναι τέλεια χτενισμένα, τραβηγμένα προς τα πίσω. Το σώμα του είναι γεροδεμένο, ενώ στο πρόσωπό του η Μάγκι μπορεί να διακρίνει αχνές φακίδες. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, πιάνει τον εαυτό της να σκέφτεται πόσο γοητευτικός είναι εκείνος ο άνδρας. Όμως προτού προλάβει να πει κάτι άλλο, ο Άλεξ της κλείνει με την παλάμη του το στόμα. Ένα δεύτερο κύμα φόβου την πλημμυρίζει καθώς τα σκληρά του μάτια της ρίχνουν ένα παγερό βλέμμα.
«Αν δεν μπορείς να τον ελέγξεις, θα αναγκαστώ να λάβω τα δικά μου μέτρα» Της λέει απειλητικά.
Η κοπέλα απλώς γνέφει για να του δείξει ότι καταλαβαίνει, και τότε μόνο ο σύντροφός της βγάζει το χέρι του από τα χείλη της. Όμως και πάλι δεν προλαβαίνει να πει κάτι, επειδή αυτή τη φορά τα χείλη του καλύπτουν τα δικά της κι επιτόπου νιώθει πως χάνεται στο απολαυστικό φιλί του. Ο φόβος της μετατρέπεται σε ενθουσιασμό, όμως δεν προλαβαίνει καν να ακουμπήσει το λυγερό κορμί του προτού εκείνος απομακρυνθεί απότομα.
«Πήγαινε να τον ηρεμήσεις» Της λέει επιτακτικά. «Τώρα»
Χωρίς δεύτερη σκέψη η Μάγκι φεύγει σαν κυνηγημένη από το δωμάτιο για να πάει στο γιο της. Τον βρίσκει ξαπλωμένο στο μικρό του κρεβατάκι, με κατάμαυρα σεντόνια και γυάλινες μπάρες γύρω του. Χωρίς να το καταλάβει, ένα στραβό χαμόγελο εμφανίζεται στο πρόσωπό της. Σαν το συνειδητοποιεί σοβαρεύει απότομα και βγάζει το γιο της από την κούνια, προσπαθώντας να μην τον αναστατώσει παραπάνω. Με ιδιαίτερη δυσκολία τον παίρνει στην αγκαλιά της και αρχίζει να του τραγουδάει όσο πιο σιγανά μπορεί για να τον ηρεμήσει. Σε λίγο ο μικρός παύει να κλαίει και τα καστανά του μάτια καρφώνονται στα δικά της, προκαλώντας της μία σειρά από ανάμεικτα συναισθήματα.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πήρε στην αγκαλιά της, που προσπάθησε να του δώσει λίγη από την αγάπη που φύλαγε βαθιά στην ψυχή της. Ποτέ της δεν είχε έρθει τόσο κοντά με κάποιον, ούτε καν με τους γονείς της, αλλά ούτε και με τον αδερφό της.
Ο αδερφός της…Ο άνθρωπος που προσπάθησε τόσο απελπισμένα να την σταματήσει από το να κάνει αυτό που ήξερε ότι ήταν το σωστό. Ποτέ της δεν τον αγάπησε. Όμως μπορούσε να παραδεχτεί ότι τον ζήλευε. Ο Τρέις ήταν πάντα χαρισματικός, χαμογελαστός, συμπονετικός κι ευχάριστος. Οι γονείς τους τον λάτρευαν. Κι εκείνος πάντα συμμεριζόταν τις απόψεις τους σχετικά με την κοινωνία, αλλά και τις ηθικές τους αξίες.
Η Μάγκι ήθελε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της να κάνει τη διαφορά, να δείξει στην οικογένειά της αλλά και στους γύρω της ότι δεν θα γινόταν ένας ακόμη πολίτης της κοινωνίας. Ήθελε να αλλάξει τον κόσμο ριζικά, να δώσει ένα τέλος στην αδικία απέναντι στους λιγότερο χαρισματικούς και «καλούς» ανθρώπους. Γιατί να μην είχαν και οι κακοί μία ευκαιρία σε αυτό τον κόσμο;
Εκείνη τη στιγμή ένας δυνατός ήχος διακόπτει απότομα τις σκέψεις της. Ο γιος της είχε κοιμηθεί, όμως τώρα ξύπνησε και πάλι. Γεμάτη απελπισία προσπαθεί ξανά να τον ηρεμήσει, όμως έχει ένα κακό προαίσθημα. Ο δυνατός ήχος επαναλαμβάνεται, πιο κοντά τους αυτή τη φορά. Κι αμέσως μετά μία κραυγή.
«ΜΑΓΚΙ»
Η κοπέλα παγώνει. Ο Άλεξ.
«ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΤΟΝ ΗΡΕΜΗΣΕΙΣ»
Αμέσως ακούγονται βαριά βήματα. Ξέρει πως αν πρέπει να δράσει, πρέπει να το κάνει γρήγορα. Στο μεταξύ η τραχιά φωνή του άνδρα πλημμυρίζει το χώρο, κάνοντας την καρδιά της να χτυπά όλο και πιο γρήγορα. Προτού το ξανασκεφτεί, τυλίγει το γιο της στα σεντόνια του και με αυτόν σφιχτά στην αγκαλιά της αρχίζει να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί προς την έξοδο του κτιρίου όπου βρίσκονται. Τα βήματα του Άλεξ γίνονται όλο και πιο αχνά, γεγονός που την καθησυχάζει. Προχωρώντας σαν κυνηγημένη στους γκρίζους διαδρόμους φτάνει επιτέλους στην μεγάλη πόρτα που την χωρίζει από τον έξω κόσμο, και χωρίς να κοντοσταθεί για πολύ ακουμπάει τον δεξί της καρπό σε μία γυάλινη επιφάνεια η οποία γίνεται πράσινη, επιτρέποντας το άνοιγμα της μεγάλης μεταλλικής πόρτας.
Το εκτυφλωτικό φως του ήλιου την κάνει να ανοιγοκλείσει τα μάτια της αρκετές φορές προτού συνεχίσει να προχωράει με γοργά βήματα. Το τοπίο που απλώνεται μπροστά της είναι ξηρό και έρημο, όμως η ίδια γνωρίζει πως όσο συνεχίσει να προχωράει αυτό θα αλλάξει.
Έπειτα από περίπου μία ώρα ταχέος περπατήματος, το τοπίο γίνεται λιγότερο ξηρό, καθώς μπροστά της εμφανίζονται όλο και πιο ψηλοί θάμνοι, και όσο πλησιάζει στο τέλος της διαδρομής της, συναντά ένα δάσος με πανύψηλα, πυκνά δέντρα.
Τότε μόνο νιώθει περισσότερο ασφαλής για να επιβραδύνει το βήμα της. Έχει αρχίσει να απελπίζεται όταν ξάφνου αντικρίζει πίσω από ψηλούς θάμνους ένα μικρό σπίτι. Πλησιάζει όσο πιο σιγά μπορεί για να βεβαιωθεί ότι δεν είναι κατοικημένο, όμως σαν αντικρίζει στα μπροστινά σκαλιά ένα ζευγάρι παπουτσιών, της ξεφεύγει ένα μικρό επιφώνημα. Η έκπληξή της γίνεται ακόμη μεγαλύτερη μόλις συνειδητοποιεί ότι έχει ξαναδεί εκείνα τα παπούτσια.
Είναι σχισμένα και ταλαιπωρημένα, γεγονός που δηλώνει ότι έχουν φορεθεί πολύ από τον ιδιοκτήτη τους. Προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, η Μάγκι ανεβαίνει τα τρια μπροστινά σκαλιά και στέκεται για λίγο στην πόρτα, έτοιμη να χτυπήσει. Όμως την τελευταία στιγμή το μετανιώνει. Κι αν τελικά δεν είναι ο αδερφός της αυτός που μένει εκεί; Αν την διώξει ή την προδώσει; Όχι, δεν μπορεί να ρισκάρει κάτι τέτοιο.
Γι’αυτό λίγο πριν φύγει από εκείνο το μέρος ακουμπάει το γιο της στο έδαφος, ακριβώς έξω από την πόρτα, τυλιγμένο στα μαύρα σεντόνια του. Ο μικρός, προς μεγάλη της έκπληξη, δεν βάζει τα κλάματα, παρά την κοιτάει με ένα απορημένο και αθώο βλέμμα. Η κοπέλα του ρίχνει μία τελευταία ματιά προτού χτυπήσει την ξύλινη πόρτα κι εξαφανιστεί πίσω από τους θάμνους. Δεν φεύγει όμως πριν βεβαιωθεί ότι ο άνθρωπος στον οποίο άφησε το παιδί της είναι αυτός που υποψιάζεται.
Πράγματι, έπειτα από λίγη ώρα η ξύλινη πόρτα ανοίγει κι ένας γνώριμος νέος με ξανθά μαλλιά ξεπροβάλλει από μέσα. Η Μάγκι δεν μπορεί να μην προσέξει την θλίψη στα γκρίζα μάτια του, καθώς το κουρασμένο του πρόσωπο κοιτάζει γύρω του γεμάτο απορία. Τέλος, ο νέος βλέπει το μωρό, τυλιγμένο στα σεντόνια, και παρά τον αρχικό του δισταγμό, το πιάνει στα χέρια του κι ένα μηδαμινό χαμόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του.
Πηγή εικόνας:
http://edition.cnn.com/2012/06/14/living/gallery/modern-art/index.html