“Απρόσμενη αγάπη” του Στάμου

Αγκαλιασμένη από κήπους και πρασινάδες λούζεται χαρωπή στην πλαγιά του Βερτίσκου και ο γέροντας πότε-πότε τη φιλάει και της κρυφομιλάει τα ωραία μυστικά του.  Στην νότια άκρη της ορθώνεται απότομη πλαγιά, μονοκόμματη που στην κορυφή της είναι κτισμένος ο ναός του Αγίου Γεωργίου. Από εκεί επάνω το μάτι δεν χορταίνει να βλέπει από τη μια πλευρά την απέραντη κοιλάδα με τα κάθε λογής καρποφόρα δένδρα κι από την άλλη τη κατάφυτη Κιάντα ανθοστόλιστη με τα καπνοχώραφα, τα καλαμποχώραφα, τα σιτοχώραφα και τα μικρά λιβαδάκια.

Γειτνιάζει με τον περίβολο του Αη Γιώργη ο δρόμος που οδηγεί στα λιβάδια του Βάξου και στο σιτοχώραφο της Χριστίνας.  Αργά-αργά κουρασμένη όλη η οικογένεια της Χριστίνας επέστρεφε από το θέρος εκείνο το βράδυ.  Στο ξανθό κεφαλάκι της Χριστίνας όμως χίλιοι λογισμοί τριγυρίζανε.  Λογισμοί που πρώτη φορά τους δοκίμαζε γι’ αυτό ήταν και τόσο επίμονοι τόσο γλυκά τυρρανικοί.  Γέμισε το γκιούμι  από το πηγάδι του Τζούλου το τοποθέτησε στο κεφάλι της και συνέχισαν την επιστροφή τους στο χωριό.

Την ουρά της όλης πομπής αποτελούσαν η Χριστίνα και η μικρή αδελφούλα της η Κυριακούλα που προσπαθούσε να κρατήσει κι εκείνη ένα μικρό σταμνάκι στο κεφαλάκι της, μα δεν μπορούσε να το καταφέρει.

Ο Βαγγέλης το πιο όμορφο παλικάρι του χωριού γεμάτος λεβεντιά και καλοσύνη, με τα κατσαρά μαλλιά και τα παιχνιδιάρικα μάτια που κάθε λυγερή κοκκίνιζε στο διάβα του κι άθελα χαμήλωνε τα μάτια, τους προσπέρασε στον Μπογδάνα, κοίταξε τα κορίτσια σαν να γύρευε να ξεχωρίσει κάποιο και στο τέλος γύρισε προς τη Χριστίνα που βρισκόταν στο τέλος της ουράς και κουνώντας το χέρι ψηλά στον αέρα της σιγοψιθύρισε:

Advertising

Advertisements
Ad 14

– Γεια σου Χριστίνα!

Η Χριστίνα ξαφνιάστηκε.  Ποτέ δεν της είχε μιλήσει ο Βαγγέλης, πως του φάνηκε τώρα να την χαιρετήσει:  Έστρεψε το βλέμμα της προς τον Βαγγέλη ταλαντευόμενη αν πρέπει να του ανταποδώσει τον χαιρετισμό ή όχι, μα εκείνος είχε ήδη απομακρυνθεί πολύ και πριν χαθεί στη στροφή του δρόμου, έστρεψε πίσω πάλι το κεφάλι και την κοίταξε.

Η Χριστίνα κατακόκκινη έμεινε με το βλέμμα καρφωμένο στην στροφή που χάθηκε ο Βαγγέλης, σαν απολιθωμένη.   Όταν χάθηκε και ο τελευταίος θόρυβος, άφησε άθελά της έναν βαθύ αναστεναγμό και βιάστηκε να προλάβει την υπόλοιπη οικογένεια.

Διαβάστε επίσης  "Το Μηχανάκι" της Γεωργίας Μαμά

Ξαφνικά το γέλιο έγινε περισυλλογή και πόνος και συλλογίστηκε:

Advertising

Γιατί τάχα ο Βαγγέλης μονάχα αυτή να χαιρετήσει από όλη την οικογένεια. Και γιατί γύρισε στην άκρη του δρόμου και την ξανακοίταξε;  Γιατί; …. Και η φτωχή καρδούλα της χτυπούσε άτακτα και τα πόδια σταματούσαν σαν ξεχασμένα και τα μάτια άθελα κάθε τόσο γυρίζανε εκεί που χάθηκε το άλογο του Βαγγέλη!  Το άλογο που έπαιρνε μαζί του και την ψυχή της κι έτρεχε κατά το χωριό!

Και πως τέτοια ώρα να πηγαίνει στο χωριό;  Πάντα έφευγε τα χαράματα κι επέστρεφε το απόγευμα.  Σήμερα γιατί κατεβαίνει σούρουπο.  Να τούτυχε κάποιο κακό.

Το άλλο βράδυ που επέστρεφε όλη η οικογένεια από το θέρος, η Χριστίνα στην ίδια θέση, στην ουρά  δεν ξεκολλάει τα μάτια της από την στροφή του δρόμου.  Είναι ίδια ώρα με τη χθεσινή και μήπως τα μάτια της συναντήσουν τον Βαγγέλη που επιστρέφει από τη δουλειά σιγοτραγουδώντας με τη γλυκιά φωνή του.

Θα την χαιρετήσει τάχα κι απόψε:

Advertising

Κάθε θόρυβος την κάνει να σκιρτά και να κρατά την αναπνοή της ώσπου να δει ποιος θα φανεί.

Μα άδικα περίμενε.

Περάσανε πολλοί δουλευτάδες, μα εκείνος δεν φάνηκε.

Έτσι της ερχόταν να τους ρωτήσει μήπως συνάντησαν τον Βαγγέλη, μα η ντροπή της της έδενε τη γλώσσα.

Advertising

Περάσανε έτσι τρεις βραδιές.  Με λαχτάρα πρόσμενε κάθε σούρουπο την ώρα που γύριζαν οι θεριστάδες…..μα του κάκου! Ο Βαγγέλης δεν φαινόταν πουθενά.

Η Χριστίνα είχε αλλάξει.  Ένοιωθε πως κάτι συνέβη μέσα στην ψυχή της.  Δεν ήξερε τι να συλλογιστεί.  Μια στιγμή έφτανε να της αλλάξει όλο το  ρυθμό της ξένοιαστης έως τότε παιδούλας.

Επιτέλους την τέταρτη βραδιά άκουσε στον χωρατά πως ο Βαγγέλης έφυγε μετανάστης για το Βέλγιο.

Η ανέλπιστη αυτή είδηση της φάνηκε πως πέρασε σαν μαχαίρι την καρδιά της.  Έχασε το χρώμα της και αποχώρησε από την υπόλοιπη παρέα βιαστική μην δούνε δύο δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα βουρκωμένα μάτια της.

Advertising

Πήγε στο σπίτι της θυμωμένη με τον εαυτό της:

Και στο τέλος, τι με νοιάζει εμένα για τον Βαγγέλη; Αδελφό τον έχω ή ξάδερφο;

Διαβάστε επίσης  "Κουλουράκια Κανέλας" της Αναστασίας Κάτσικα

Έτσι έλεγε μέσα της. Είναι αλήθεια πως πάντα ένοιωθε γι’ αυτόν κάτι σαν θαυμασμό, για την λεβεντιά του, μα όχι πάλι ως εκεί… Άιντε στο καλό!..

Μα όσο προσπαθούσε να τον βγάλει από το νου της και να ξαναβρεί το γέλιο και το τραγούδι της, τόσο αυτός ερχόταν ποιο επίμονα στη σκέψη και θρονιαζόταν στην καρδιά της, τόσο η εικόνα του την κυνηγούσε μερόνυχτα.  Εμπρός στα μάτια της είχε διαρκώς τον πρώτο και τελευταίο του εκείνο χαιρετισμό και τη στερνή ματιά που  της έριξε φεύγοντας.  Και τι παράξενο!

Advertising

Όσο περνούσε ο καιρός, αντί να ξεθωριάζει η εικόνα αυτή, τόσο και ζωήρευε στη φαντασία της.

Και λίγο-λίγο έχανε η λυγερή τη δροσιά της, χλόμιασαν τα τριανταφυλλένια της μάγουλα και το γελαστό πρόσωπό της έγινε τώρα σκεπτικό και περίλυπο.  Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι την έτρωγε, μα ούτε κι αυτή η ίδια ακόμα καλά-καλά.

Η μάνα της ανήσυχη την ρωτούσε: τι έχεις μην είσαι άρρωστη, μην έχεις  κανένα κρυφό καημό που σε λιώνει έτσι, μα εκείνη δεν ήξερε τι να της απαντήσει.

– Πες μου Χριστίνα μου, της έλεγε, τι έχεις και πικραίνεσαι;  Μήπως σε τρώει καμιά κρυφή αγάπη και ντρέπεσαι να μου το πεις; Έννοια σου, πες μου το σ’ εμένα κι εγώ θα τα καταφέρω όλα αρκεί να σου κάνω ευτυχισμένη.

Advertising

– Μα τι να σου πω, μάνα ….τίποτε δεν έχω, ποιόν λες ν’ αγαπώ…της έλεγε η Χριστίνα.

Και μήπως ήξερε κι αυτή η ίδια τι γινόταν μέσα στην ψυχή της;  Της ήρθε πολύ ξαφνικό κι απότομο το χτύπημα!  Που να καταλάβει λοιπόν η αθώα και ανίδεη παιδούλα, και που  να σκεφτεί πως έφτασε ένας μόνον απλός χαιρετισμός και μια μακρινή ματιά για να της αλλάξει τη γελαστή ζωή της σε μαρτύριο;

Η μόνη της σκέψη ήταν τώρα πότε να πέσει ο ήλιος να στρέψει το βλέμμα της προς το μεγάλο δρόμο ν’ αγναντεύει τα λεωφορεία που πάνε κι έρχονται ώσπου να νυχτώσει και να πέσει στο κρεβάτι της λυπημένη κι αμίλητη.

Πέρασαν δέκα μήνες.

Advertising

Ένα βράδυ γύριζε από το πηγάδι του Τζούλου με τη στάμνα στο κεφάλι  και άκουσε πίσω της έναν ασυνήθιστο ήχο σαν να την ακολουθούσε κάποιος μα δεν έμοιαζε με άνθρωπο, γιατί είχε παράξενο περπάτημα.  Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και φοβήθηκε να γυρίσει πίσω της να δει.

Διαβάστε επίσης  "Τρεις πόλεις, Μια φοιτητική ζωή..." Γεωργίου Ευθύμιος - Σπυρίδων

Μα τι νάναι συλλογίστηκε. Άνθρωπος ή θεριό:….

Κι έκανε το βήμα της γρηγορότερο, ενώ η καρδιά της άρχιζε να χτυπά πιο γρήγορα.

Ξαφνικά της φάνηκε πως άκουσε κάτι που έμοιαζε με αναστεναγμό ανθρώπινο.

Advertising

Πήρε θάρρος και όπως ήταν φυσικά πονετική, γύρισε να δει.

Στο σύθαμπο ξεχώρισε έναν άνθρωπο που ανέβαινε με κόπο τον ανήφορο.  Όταν πλησίασε, είδε πως του έλειπε το ένα πόδι και στη θέση του έσερνε πατερίτσα, ενώ στο άλλο χέρι του κρατούσε ένα δέμα.

  • Θα κουράστηκε ο κακομοίρης, είπε μέσα της και πλησιάζοντας τον ξένο:
  • Καλησπέρα, πατριώτη, του είπε.
  • Ώρα σου καλή κοπέλα μου, της απάντησε ο ξένος σκυφτός.
  • Φαίνεσαι κουρασμένος, δώσε μου το δέμα να ξαλαφρώσεις λίγο.

Εκείνος γύρισε να την κοιτάξει, μα με το σκοτίδιασμα δεν μπόρεσε να την ξεχωρίσει καλά, κι έσκυψε λίγο να τη δει καλύτερα.  Έπειτα αναστέναξε βαθειά, στάθηκε να σκουπίσει τον ιδρώτα του και με κομμένη την φωνή της είπε:

Ευλογημένη να είσαι κοπέλα μου που ψυχοπονάς έναν άμοιρο σακάτη. Μα το δέμα δεν μου δίνει κόπο.  Με βαραίνουν οι πικροί μου συλλογισμοί….όσο ξαναβλέπω τούτα δω τα αγαπημένα μέρη….

Advertising

Είσαι από δω κοντά: από το χωριό μας;

Αχ! Ναι. Μα κάλιο να μην ήμουνα. Ούτε να ξαναγύριζα έτσι. Εκεί πέρα στην ξενιτιά έχασα το πόδι μου μέσα στα ορυχεία.  Μα αυτό δεν το συλλογιέμαι όσο που έχασα και κάτι άλλο ακριβότερο… Το όνειρό μου το γλυκό την ευτυχία μου…. Τι λογάριαζα να βρω στο γυρισμό μου και τι με περιμένει τώρα…Καταφρόνια και περίγελο!

Στα πρώτα του  λόγια η λυγερή έμεινε αδιάφορη μα όσο ο ξένος μιλούσε, κάτι σαν φως ξάνοιγε μέσα της.  Η καρδιά της και στο σκοτάδι μέσα γνώρισε ποιος της μιλούσε κι ένοιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα.

Όχι Βαγγέλη! Του φώναξε με φωνή ραγισμένη από πόνο και χαρά μαζί. Δεν θα βρεις καταφρόνια και περιγέλασμα…Σε προσμένει τιμή και αγάπη!

Advertising

Μόλις πρόφτασε να πει αυτά τα λόγια, έγειρε το κεφάλι της επάνω του και ξέσπασε σε αναφιλητά…..

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο

Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο έχει συνδεθεί ιστορικά με την

Οι καλύτερες ταινίες του 2024: Τις είδαμε και στις προτείνουμε!

Το 2025 είναι εδώ και πολλά υποχόμενο με προβολές, νέες