“Το ατύχημα” της Φωτίου Άννα

Το πρόσωπο της γυναίκας φωτίστηκε. «Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος του κόσμου, η ζωή το λέει πεταλούδα…». Κοίταξε σαν χαμένη την κόρη της φίλης της. Ένα αμήχανο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Κούνησε το κεφάλι για να την ευχαριστήσει. Η μικρή έτρεξε και έπιασε το χέρι της μητέρας της. Η Ιουλία έμεινε να τις κοιτάζει καθώς απομακρύνονταν. Έσκυψε και κοίταξε την κάρτα που της είχε δώσει. Μια κιτρινόμαυρη πεταλούδα σε μωβ λουλούδια ˙ από πάνω το απόφθεγμα του Λαο Τσε. Πώς μια μικρή, απλή φράση μπορεί να σε ταρακουνήσει!

Χαμογέλασε. Ένα αδιευκρίνιστο συναίσθημα την κατέβαλε. Φόρεσε το μπουφάν και το κασκόλ της. Χαιρέτησε τη γραμματέα της σχολής φλαμένγκο και βγήκε έξω. Η νύχτα ήδη είχε ρίξει τα μαύρα δίχτυα της και το κρύο ήταν ακόμη πιο τσουχτερό στο αναπαλαιωμένο σοκάκι της παλιάς πόλης του Ηρακλείου. Κι έπειτα σου λένε ότι στην Κρήτη δεν κάνει κρύο. Ας έρθουν μέσα Γενάρη να δουν. Το κρύο ένιωθε να την περονιάζει. Έσφιξε τα χέρια γύρω της, σε μια έσχατη προσπάθεια να διατηρήσει τη θέρμη από το μάθημα χορού.

Τι αναζωογονητικό αλήθεια. Καλά έκανε και άκουσε τη Γιάννα. Όλοι οι χοροί έχουν οφέλη στον οργανισμό, όμως σαν το φλαμένκο δεν είναι κανένα είδος χορού. Μόνο την ιστορία του να σκεφτεί κανείς και νιώθει ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί του. Πόσο μάλιστα να μπεις στο αγέρωχο, υπεροπτικό του ύφος, με τα έντονα χτυπήματα του ποδιού στο έδαφος. Το πάθος που βγαίνει καθώς ακολουθείς τους ξέφρενους ρυθμούς του, τα αισθήματα στους ήχους που είναι αιώνια, ο σύνδεσμος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Πάθος ˙ αυτή είναι η λέξη που της έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που ακουμπά τα πόδια της στο ξύλινο δάπεδο της σχολής. Κάθε σκέψη, κάθε έγνοια εξαφανίζονται μαγικά.

Advertising

Advertisements
Ad 14

Έκλεισε εκστασιασμένη τα μάτια της. Στα αυτιά της ηχούσαν οι ρυθμοί του Πάκο Πένια.

 

Señor del amor

Señor de la vida

Venimos a Tí

Advertising

Las manos tendidas

Tu amor a pedir.

Άρχοντα της αγάπης

Κύριε της ζωής

Ερχόμαστε σε σένα

Advertising

με τα χέρια απλωμένα

Την αγάπη σου να ζητήσω

 

Το καπρίτσιο του ανέμου συνόδευε τη φαντασία της, ανακατεύοντας τα μαλλιά της. Ξαφνικά ο ήχος δυνάμωσε, φαντασία και πραγματικότητα γίνανε ένα. Ένα απότομο φρενάρισμα, ένας χτύπος, τσιρίδες, φωνές σκόρπιες, απροσδιόριστες… Εκείνη όμως δεν έδωσε σημασία, χόρευε εκστασιασμένη χτυπώντας δυνατά τα πόδια, ένιωσε να πετά, σαν να την σήκωναν ψηλά στον αέρα και μετά να ακουμπά στο δάπεδο…

Ο οδηγός του αυτοκινήτου πανικόβλητος βγήκε και έτρεξε προς την Ιουλία. Σοκαρισμένος, στάθηκε ακίνητος σαν στήλη άλατος ˙ δεν μπορούσε να πιστέψει ό,τι έβλεπε. Πέρασε τα χέρια του ανάμεσα από τα μαλλιά του. Κούνησε το κεφάλι του, αρνούμενος να δεχτεί αυτό που άμεσα, στο κατασκόταδο της νύχτας, ήταν πέρα ως πέρα ορατό. Η κοπέλα κειτόταν αιμόφυρτη, ασάλευτη μπροστά του.

«Ένα ασθενοφόρο!», «Έναν γιατρό!», «Ζει!;», «Μην την μετακινείτε, περιμένετε το ασθενοφόρο!»

Advertising

Κάποιοι έσκυψαν από πάνω της, της φώναζαν, ζητούσαν να τους μιλήσει, να τους δείξει ότι τους άκουγε, ότι ήταν εκεί μαζί τους. Τα αίματα, που γλείφοντας αλύπητα το πλακόστρωτο δρόμο έκαναν την εμφάνισή τους, τους κεραυνοβόλησαν όλους. Όχι όμως κι εκείνον. Σαν να ήταν αυτό το σύνθημα, έσκυψε από πάνω της, διώχνοντας έναν μεσήλικο κύριο που είχε σκύψει πάνω της, ψάχνοντας για κάποια ένδειξη ζωής.

«Πάρτε τηλέφωνο το ασθενοφόρο. Ό,τι και να έγινε, πρέπει να έρθει επειγόντως εδώ!»

Χωρίς να περιμένει την αντίδραση του άντρα και θεωρώντας δεδομένο ότι θα τον υπάκουε, στράφηκε προς την κοπέλα. Απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Η εικόνα της τον πάγωσε, το αίμα στράγγισε από το πρόσωπό του. Μα αυτή ήταν μικρό κοριτσάκι, έτσι έμοιαζε τουλάχιστον.

«Διάολε τσ’ απολυμάρες σου», βλαστήμησε από μέσα του. Καλά λένε πως ό,τι ξεκινά χάλια, τελειώνει χειρότερα. «Κοπελιά…, για τω Θεώ αν με ακούς…, άνοιξε τα μάτια σου που να πάρει!»

Advertising

Από μακριά ο ήχος του ασθενοφόρου έριξε μια αχτίδα φωτός. Οι τραυματιοφορείς άνοιξαν χώρο ανάμεσα στο όλο και αυξανόμενο περίεργο πλήθος. Χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς πανικό και εξάρσεις συναισθημάτων, σταθεροποίησαν την κοπέλα στο φορείο, την ανέβασαν στο ασθενοφόρο και μιλώντας ελάχιστα με τον υπεύθυνο του γεγονότος, αποχώρησαν εν ριπή οφθαλμού προς το γενικό νοσοκομείο Ηρακλείου.

Ο Μανούσος, ακολουθώντας τις οδηγίες τους, πήρε τα πράγματα της κοπέλας και τους ακολούθησε. Όλα όσα ακολούθησαν φάνταζαν σκηνές κινηματογραφικής ταινίας. Πότε έφτασε στο νοσοκομείο, πότε την πήραν μέσα στο χειρουργείο, πότε εμφανίστηκε ένας αστυνομικός και του πήρε κατάθεση, πότε κάθισε αποκαμωμένος με την τσάντα της έξω από τα επείγοντα, δεν το κατάλαβε. Παρακολουθούσε όλα όσα συνέβησαν στον ίδιο, σαν να είχε βγει από το κορμί του, σαν κάποιος άλλος να τα ζούσε.

Και ξαφνικά, από τον απόλυτο χαμό, βρέθηκε στην απόλυτη, τρομαχτική ησυχία. Όλα σίγησαν. Η πραγματικότητα τρύπωνε σιγά σιγά στα μύχια του μυαλού του, προσκαλώντας τις χαιρέκακες ξαδέρφες της, τις ερινύες να την κάνουν παρέα. Έγειρε το κουρασμένο του σώμα μπροστά και σκέπασε το πρόσωπό του. Τι μέρα Θεέ μου!

Από το πρωί η μια αναποδιά πίσω από την άλλη. Στα γραφείο ένας συνέταιρός τους αποφάσισε να σηκώσει το δικό του μπαϊράκι, τινάζοντας ουσιαστικά στον αέρα δουλεία εκατομμυρίων. Στα κτήματα, το στρέμμα στα Λιμενάκια, έπιασε δάκο και χωρίς την έγκρισή του δεν μπορούσαν να φωνάξουν τον γεωπόνο. Δεν έφταναν όλα αυτά, εμφανίστηκε το μεσημέρι στο γραφείο η Λίνα, φουριόζα και απαστράπτουσα, ζητώντας του εξηγήσεις για την αναβολή της χθεσινής τους εξόδου, καταλήγοντας για ακόμη μια φορά σε έναν ηρωικό καβγά, που έληξε με το χτύπημα της πόρτας πίσω της.

Advertising

Και τώρα αυτό! Μα τι σκεφτόταν Θεέ μου. Η κοπέλα μέσα χαροπάλευε από δικό του λάθος κι αυτός σκεφτόταν τον δάκο, τις ελιές, τη Λίνα. Βρε δεν πάνε να χαθούν όλα!

Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του. Ανασήκωσε το κορμί του προσπαθώντας να τεντωθεί. Αλήθεια ποια ήταν; Οι δικοί της; Να πάρει η ευχή, πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα; Στράφηκε στα πράγματά της. Ο αστυνομικός τα έψαξε, μα δεν βρήκε λέει ταυτότητα στο πορτοφόλι της. Ο Μανούσος δεν ήταν τόσο σίγουρος ˙ δεν μπορεί, κάτι θα υπήρχε που θα μαρτυρούσε ποια ήταν, πού έμενε, κάτι τέλος πάντων. Άνοιξε διστακτικά την τσάντα της. Σημειωματάριο, πορτοφόλι, χαρτομάντιλα. Αν είναι δυνατόν, ποια ήταν αυτή η κοπέλα με την τόσο λιτή τσάντα. Ούτε κινητό, ούτε ατζέντα, ούτε τα πιο βασικά γυναικεία αξεσουάρ. Αποκαρδιωμένος ετοιμάστηκε να την κλείσει, όταν μια κάρτα με μωβ λουλούδια και μια κιτρινόμαυρη πεταλούδα, του τράβηξε την προσοχή. Από μπροστά ένα απόφθεγμα του Λάο Τσε, από πίσω μια αφιέρωση: Στην πιο όμορφη και γλυκιά χορεύτρια φλαμένγκο της Κρήτης. Σ’ αγαπώ θεία Ιουλία.

Εκείνη τη στιγμή βγήκε ο γιατρός από το χειρουργείο. Ο Μανούσος πετάχτηκε σαν ελατήριο.

«Βρήκαμε τους δικούς της;» τον ρώτησε ανέκφραστος.

Advertising

«Μόνο ότι την λένε Ιουλία. Γιατρέ, σαν παρακαλώ πείτε μου… πώς είναι; Θα… θα ζήσει;»

Τον κοίταξε ερευνητικά πάνω από τα χοντρά γυαλιά του με μια υποψία θυμού, σαν να τον κατηγορούσε για ό,τι της συνέβη. Όχι πως είχε άδικο φυσικά.

«Η κοπέλα θα ζήσει».

Ο Μανούσος ξεφύσησε με αγαλλίαση, το χρώμα επανήλθε στο πρόσωπό του, μια υποψία χαμόγελου κρυφόπαιζε στα χείλη του. Το εξεταστικό όμως, σχεδόν ειρωνικό ύψωμα του φρυδιού του γιατρού, τον σταμάτησε.

Advertising

«Τι συμβαίνει γιατρέ; Ποιο είναι το αλλά

Ο γιατρός τον κοίταξε, χωρίς να ξέρει αν θα έπρεπε να του αποκαλύψει όλη την κατάσταση. Από την άλλη όμως… και γιατί όχι; Αυτός άλλωστε δεν ήταν ο υπαίτιος για ό,τι τραβούσε η καημένη η κοπέλα εκεί, πάνω στο κρύο τραπέζι του χειρουργείου και ό,τι θα επακολουθούσε στη ζωή της;

«Η κοπέλα θα ζήσει, όμως δεν θα μπορέσει να ξαναπερπατήσει ποτέ!»

Ο Μανούσος τον κοίταξε σαν χαμένος. Άκουσε καλά, δεν θα περπατούσε ξανά;

Advertising

Η κάρτα γλίστρησε από τα χέρια του. Αργά, σχεδόν σαν πεταλουδίσιο πέταγμα, απόλαυσε το αιώρημά της στην αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του νοσοκομείου, για να πέσει αθόρυβα κάτω, δίπλα στα πράγματα της Ιουλίας. «Αυτό που η κάμπια ονομάζει τέλος του κόσμου, η ζωή το λέει… πεταλούδα».

Διαβάστε επίσης  "Η συνάντηση" της ValoriaLaw

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Προσχολική ψυχοκινητική ανάπτυξη: Διαφορές φύλου

Το παρόν άρθρο Υπάρχουν διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών στην

Το πρώτο ψέμα κερδίζει: μία γυναίκα, πολλές προσωπικότητες

«Συναντάς μία άγνωστη γυναίκα σε ένα πάρτι… Σου μοιάζει.. και