“Χορός στη θάλασσα” του Αλέξανδρου Η. Στυλιανίδη

Η πόρτα έκλεισε, ο γιατρός εξαφανίστηκε. Ένας συγκρατημένος λυγμός από γυναικεία στήθη γλίστρησε μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας και έσεισε τα δοκάρια του κρεβατιού. Ανακάθισα. Οι πίνακες κρέμονταν πάνω στις ράχες των τοίχων τόσο βαριά όσο βαριά κρέμονταν οι μνήμες από τα φαντάσματα που κουβαλούσαν. Κι εγώ ένα φάντασμα κατάντησα, χωρίς αισθήσεις, χαμένο πίσω από ζαρωματιές και σκόνη ώχρας.

Έριξα τα πόδια μου στο πάτωμα. Ο ιδρώτας των πελμάτων κατακάθισε πάνω στη δροσιά του μαρμάρου. Το κρεβάτι έτριξε όσο απαλλασσόταν από το πρόσθετο βάρος, από το βάρος ενός γέρου που ξαπόσταινε μπροστά σε κάθε πίνακα και που τα κόκαλά του έτριζαν στο μεσοδιάστημα. Ένας ασπρόμαυρος πίνακας μονοπώλησε το βλέμμα μου. Πλησίασα περισσότερο και παρατήρησα ένα ακρογιάλι με τρεις φιγούρες κρυμμένες στο βάθος. Εγώ θα ήμουν στη μέση, παλιά, πολύ παλιά, όταν δύο άνθρωποι μού προσέφεραν τα όνειρά τους για να δημιουργήσω τα δικά μου.

Η θάλασσα του πίνακα άρχισε να πάλλεται και να ντύνεται με χρώματα. Από τις τρεις φιγούρες, φως της πορφύρας αναδύθηκε και σαν κεραυνός χτύπησε τα μάτια μου. Παραπάτησα, σκεπάζοντας με την παλάμη το πρόσωπο. Όταν απελευθέρωσα την όρασή μου, το φως είχε προλάβει να χαθεί μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου. Μόνο δειλά ανάμεσα στις κουρτίνες κατάφερνε να τρυπώσει το φως της ημέρας.

Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω. Δύο αγαπημένες γυναίκες μοιρολογούσαν ήδη για ένα θάνατο που ακόμα δεν είχε έρθει. Και δεν θα ερχόταν, αν πρώτα δεν έμπαινα ξανά στον πίνακα για να χαθώ στο φως του, που σφηνωμένο ανάμεσα στο κάδρο και τον τοίχο ανέμενε το πλήρωμα του χρόνου. «Γυναίκα και κόρη, βγάλετε τα μαύρα, ετοιμαστείτε. Φεύγουμε αμέσως!»

Advertising

Advertisements
Ad 14

Και το ταξίδι μας είχε ξεκινήσει ήδη πάνω σε μια βάρκα, για ένα νησί που είχε ξεχαστεί σε κάποιο από τα σοκάκια της μνήμης και που υποσχόταν όνειρα και χρώματα για ακόμα μια και τελευταία φορά. Η όσφρηση, η γεύση και η ακοή μου βιάζονταν να θυμηθούν τη νιότη τους, η αφή και η όρασή μου αποζητούσαν χειροπιαστές ενδείξεις ενός παρελθόντος που έπρεπε να γίνει παρόν για να εξευμενιστεί η ψυχή και να λυτρωθεί.

Διαβάστε επίσης  "Φυλακισμένη" της Γεωργίας Αγγελοπούλου

Με τον ήλιο πάνω στο πρόσωπο και τα μάτια ερμητικά κλειστά, ρουφούσα λαίμαργα κάθε μυρωδιά που το θαλασσινό νερό σκορπούσε στον αέρα. Αυτό το μείγμα αλατιού και ιωδίου γαργάλιζε τα ρουθούνια της μύτης που άνοιγαν διάπλατα για να πετάξει ανυπόμονα η ψυχή. Η ψυχή εμπιστεύτηκε το σώμα στην αγκαλιά της βάρκας και δίχως καμιά ενοχή ξεχύθηκε στους αιθέρες. Με τις φτερούγες της, μακριές και μυτερές σαν γλάρου, έσχιζε τον ουρανό και με το ατρακτοειδές της σώμα βουτούσε ορμητικά στη θάλασσα. Το σώμα, ανάλαφρο, άφηνε τις παλινδρομικές κινήσεις της βάρκας να καταπραΰνουν τις πληγές του και να ημερεύσουν την καρδιά. Αλλά οι μυρωδιές περόνιαζαν την καρδιά κι από τους ξέφρενους παλμούς της το αίμα ανάβλυζε σαν λάβα. Αχ καλοκαίρι, πλάνεψε το νου και μην τον ξυπνάς ποτέ από τις παραισθήσεις του!

Η βάρκα προσάραξε στα αβαθή του νησιού. Οι δύο αγαπημένες γυναίκες με βοήθησαν να κατέβω. Διασχίσαμε την προβλήτα και στην προκυμαία ένας ψαράς μού πρόσφερε ένα ανοιγμένο κοχύλι στείβοντας λίγες σταγόνες φρέσκου λεμονιού. Η ψυχή άφησε τους ουρανούς και τις θάλασσες και όρμησε να γραπώσει με το ράμφος της τη λιχουδιά. Τα δόντια πρόλαβαν να βυθιστούν στην τρυφερή σάρκα και να αποδεσμεύσουν χίλιες και μία γεύσεις, που ράντισαν τη γλώσσα και μέθυσαν τον ουρανίσκο. Όταν στο στομάχι έφτασαν μετουσιωμένες σε ζεστό κρασί, η ψυχή καταδύθηκε στα άδυτα του σώματος για να ξεδιψάσει. Το ζεστό κρασί αναμείχτηκε με το αίμα και, μέσα στη θαλπωρή που γέμισε κάθε κύτταρο του σώματος, η ψυχή κούρνιασε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό στην αγκαλιά της καρδιάς. Αυτή η ζεστασιά, λιμάνι για την ασφαλή αγκυροβόληση των ταξιδιάρικων σκέψεων, μόνο από νέκταρ και αμβροσία θα μπορούσε να πλαστεί και μόνο κάτω από τον ήλιο θα μπορούσε να γλυκαθεί!

Ακολουθήσαμε το φιδίσιο μονοπάτι, για πρώτη φορά οι δύο αγαπημένες γυναίκες, για δεύτερη φορά εγώ. Με το κοχύλι στο αυτί, ο ήχος της θάλασσας δεν σίγαζε, ακόμα κι όταν οι απόκρημνες ακτές χάνονταν πίσω από τους φοίνικες. Η ψυχή ξεσηκώθηκε από τον ήχο της θάλασσας και των βημάτων και προπορεύτηκε πλάι στους φασιανούς και τους λαγούς που ξεπρόβαλλαν ολόγυρα, παίρνοντας βελόνα και κλωστή για να κεντήσει στη γη μαιάνδρους. Η διακόσμηση αποδείχτηκε δύσκολο εγχείρημα, γιατί η ψυχή αναγκαζόταν να αψηφά το φίδι που σερνόταν από κάτω της και τη δάγκωνε παντού. Κρατώντας το φίδι με μια λαβή σφιχτά στον κόρφο της, σχημάτιζε ερυθρωπά μοτίβα πάνω στο δηλητήριο που έκκρινε σαν μελάνη το δέρμα του φιδιού. Με έξαψη καλούσε το σώμα να πατάει πάνω στα μοτίβα, αν και το αίμα κόχλαζε για να χυθεί πάνω στη μελάνη. Η καρδιά, νανουρισμένη από το λίκνισμα των χελιδονοουρών στις οποίες κατέληγε ο κοντός χιτώνας που έφερε το σώμα, είχε παραδοθεί ευτυχώς στην άγνοια. Και ο δρόμος θα άξιζε, κι αν στο τέλος του δεν περίμενε παρά ένα μήλο μισοφαγωμένο από φίδια!

Διαβάστε επίσης  "Κύκλος" της Χρυσορρόη
Advertising

Φτάσαμε στο ακρογιάλι. Έπρεπε πλέον να βαδίσω μόνος. Αποχαιρέτησα τις δύο αγαπημένες γυναίκες και επέτρεψα τα χνάρια μου να χαθούν ανάμεσα στα βότσαλα. Κάθισα στον ίδιο αυτοσχέδιο, από κορμούς δέντρων, πάγκο που κάποτε είχα καθίσει. Οι αχτίνες του ήλιου άνοιξαν σαν βεντάλιες και τα βλέφαρα τρεμόπαιξαν από τον απρόσμενο καταυγασμό.

Όταν το νερό των χρωμάτων στέρεψε, ένα αγόρι είχε σκάσει σαν κύμα μπροστά μου. «Τα βρήκα!», κραύγασε προς τον ανοιχτό ορίζοντα κραδαίνοντας ένα ζευγάρι γυαλιών κολύμβησης.

Έριξα κι εγώ το βλέμμα στον ορίζοντα για να αντικρίσω δύο φιγούρες να επιπλέουν γαλήνια. Οι φιγούρες του πίνακα, οι φιγούρες της ζωής μου όταν αυτή τριβόταν πάνω τους. Τα μάτια μου πάλι θόλωσαν, αυτή τη φορά από δάκρυα. Χρόνος που κυλάει και χάνεται, και που επιστρέφει, γιατί η θάλασσα δεν έχει τέλος, γιατί τα κύματα που τον έκλεψαν γίνονται αφρός κι επιστρέφουν στη στεριά.

«Είστε καλά;», με πλησίασε το αγόρι.

Advertising

Το χέρι μου, τρεμάμενο από τη συγκίνηση, γλίστρησε πάνω στο πρόσωπο του αγοριού. Ψυχή από την ψυχή μου, σώμα από το σώμα μου, καρδιά από την καρδιά μου, αίμα από το αίμα μου. Πόσο πολύ σε ξέχασα, και σε εγκατέλειψα σε ασπρόμαυρα τοπία, όπου ούτε ο χρόνος δεν τολμά να μπει.

«Πάντα έψαχνα γοργόνες στη ζωή μου, μα ποτέ δεν έβρισκα», αποκρίθηκα.

«Υπάρχουν, το ξέρω, τις έχω δει!», φώναξε θριαμβευτικά και με μια βουτιά εξαφανίστηκε μέσα στη θάλασσα.

Διαβάστε επίσης  "Πλανήτης Ωμέγα" της Μαρίας Αθανασοπούλου

Οι φλέβες μου πάγωσαν. Σαν μαχαιριά η απόγνωση βυθίστηκε στα σωθικά μου.

Advertising

Και τότε… εκεί… στα ρηχά… μια γοργόνα! Χάρμα και ηδονή οφθαλμών!

Μπουσούλησα προς το μέρος της με αδημονία. Με τράβηξε από τις μασχάλες μέχρι που με σκέπασε ολόκληρο η θάλασσα. Τα άκρα μου λύθηκαν κι ένας χορός φρενήρης συντάραξε τη θάλασσα.

Και από το στόμα τα γράμματα έρρεαν χωρίς το μυαλό να υπαγορεύει και σαν φυσαλίδες στο νερό διαχέονταν. Ταξίδι στο πάθος, στην τρυφερότητα και στην περιπέτεια, όταν ακόμα όλα έχουν χαθεί, όταν οι ουρανοί έχουν σκοτεινιάσει, όταν οι θάλασσες έχουν σωπάσει.

Και τότε ένιωσα την ανάγκη να αναπνεύσω. Αλλά η επιφάνεια φαινόταν τόσο μακριά, ακόμα κι αν το χέρι μου μπορούσε να αγγίξει τα κάτοπτρα που σε μυριάδες στοιβάζονταν εκεί που ο ουρανός έσμιγε με τη θάλασσα.

Advertising

Και πέρα από τα είδωλα, λάμψεις και σκιές που τρεμούλιαζαν μαζί, ένα κεχριμπάρι, ντυμένο με πορφύρα!

Και όλες μου οι αισθήσεις, μαγεμένες, αφέθηκαν να παρασυρθούν από τη σαγήνη του και να φωλιάσουν μέσα του.

Και πέταξαν ελεύθερα τα όνειρα και χρώματα προς αναζήτηση μιας καινούργιας ζωής.

Και το κεχριμπάρι σιγόκαιγε στο φως του ήλιου, μέχρι που άρωμα πεύκου έγινε κι ευωδίασε η πλάση…

Advertising

 

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Η θεά της ομορφιάς Αφροδίτη και η απεικόνιση της στην τέχνη

Η θεά της ομορφιάς Αφροδίτη και η απεικόνιση της στην

Βραβευμένα ντοκιμαντέρ να απολαύσεις!

Δεν είναι λίγες οι φορές που αποφεύγουμε να παρακολουθήσουμε ένα