Το παλιό ρολόι μέσα στο ημίφως χτύπησε μεσάνυχτα. Η Ανέλια ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα για ακόμη μια φορά. Οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της φανέρωναν την ταλαιπωρία της και τα ανάκατα μαλλιά της πρόδιδαν την ανησυχία της. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Τα σκεπάσματα ήταν πεταμένα στο πάτωμα ενώ ο άνεμος χτυπούσε τα παραθυρόφυλλα με μανία. Δεν ήταν όμως η δυνατή θύελλα που της χάλασε τον ύπνο, αλλά το ίδιο όνειρο που ήρθε πάλι σαν απρόσκλητος επισκέπτης που τη βασάνιζε εδώ και χρόνια. Κάθε βράδυ από τότε που θυμόταν τον εαυτό της άκουγε στον ύπνο της την ίδια ακριβώς μελωδία. Ήταν ένα νανούρισμα πολύ γνώριμο γι αυτήν, μόνο που ποτέ δεν κατάφερνε να ακούσει το τέλος του. Πάντα στο ίδιο σημείο τη μελωδία διέκοπτε το έντονο κλάμα ενός μωρού και την τρόμαζε τόσο πολύ που ξυπνούσε με λυγμούς. Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που σπούδασε μουσική. Ήθελε να μπορέσει κάποια στιγμή να καταφέρει να ολοκληρώσει τη μελωδία που άκουγε στον ύπνο της και τριγύριζε στα σκοτεινά σοκάκια του μυαλού της, μήπως έτσι και μπορέσει να λυτρωθεί τελικά, από τον τρομακτικό αυτό εφιάλτη της που δεν την άφηνε να ζήσει με ηρεμία.
Εκείνη τη νύχτα η Ανέλια δεν μπορούσε εύκολα να ησυχάσει. Ήταν κι αυτή η ανεμοθύελλα που χαλούσε τον κόσμο εκεί έξω και την έκανε να ανησυχεί ακόμη περισσότερο. Αποφάσισε ότι δεν θα πάρει ηρεμιστικό για να κοιμηθεί, ούτε κάποιο άλλο σκεύασμα που κάποιες φορές τη βοηθούσε να χαλαρώσει. Το ντουλάπι της ήταν γεμάτο με πολλά από αυτά τα μαγικά χαπάκια που σου υπόσχονται έναν ήσυχο ύπνο αλλά δεν την ένοιαζε πια αυτό. Το μόνο που ήθελε ήταν να έρθει αντιμέτωπη με τον εφιάλτη της και να καταφέρει κάποια στιγμή να τον εξουδετερώσει. Σηκώθηκε, έκανε ένα ντους για να συνέλθει και πήγε στο πιάνο της αναζητώντας τις χαμένες νότες που θα της πρόσφεραν τη γαλήνη που τόσο αναζητούσε. Έπαιζε μέχρι το ξημέρωμα αυτοσχέδιες μελωδίες, ώσπου την πήρε ο ύπνος πάνω στα ασπρόμαυρα πλήκτρα.
Νωρίς το μεσημέρι την ξύπνησε ένα τηλεφώνημα. Ο ήχος της τρύπησε τα αυτιά. Ήταν ένας υπάλληλος από το ταχυδρομείο. Κάποιος της είχε στείλει ένα δέμα και έπρεπε να πάει να το παραλάβει. Ήταν εξαντλημένη από τη χθεσινή νύχτα και μόλις που προλάβαινε. Η ώρα είχε πια περάσει αλλά έκανε κουράγιο και ετοιμάστηκε. Είχε ανάγκη να βγει έξω από το σπίτι. Το αεράκι του μεσημεριού θα την αναζωογονούσε λίγο. Ποιος να της έστελνε άραγε αυτό το δέμα; Δεν είχε κάποιον κοντινό συγγενή πόσο μάλλον μακρινό. Η μητέρα της είχε πεθάνει εδώ και χρόνια και τον πατέρα της δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ. Ουσιαστικά μεγάλωσε με τους παππούδες της, αλλά κι αυτοί δεν ήξεραν τίποτα να της πουν για το δέμα. Ύστερα, είχαν κι αυτοί τα δικά τους προβλήματα και δεν έδωσαν και μεγάλη σημασία σε ένα άγνωστο δέμα. Ήταν πολύ πιθανόν να επρόκειτο για κάποιο διαφημιστικό προϊόν ή ακόμη και για ένα λάθος στη στήλη του παραλήπτη.
Μόλις που πρόλαβε το ταχυδρομείο ανοιχτό. Ο υπάλληλος την εξυπηρέτησε με μια σπαρίλα, κοιτώντας το ρολόι στον ξεθωριασμένο τοίχο, απέναντι από το γραφείο του. Είχε έρθει επιτέλους η ώρα που σχολούσε. Η Ανέλια πλήρωσε κι έφυγε βιαστικά κρατώντας με τα δυο της χέρια το παράξενο κουτί σε σχήμα κύβου που ήταν αμπαλαρισμένο με ένα καφετί χαρτί περιτυλίγματος και δεμένο με σπάγκο. Το περίεργο όμως ήταν ότι το τετράγωνο αυτό κουτί δεν είχε αποστολέα και αυτό της κίνησε ακόμη περισσότερο τη περιέργεια να το ανοίξει μια ώρα αρχύτερα. Επιστρέφοντας στο σπίτι κλείστηκε στο δωμάτιο της και επεξεργάστηκε το κουτί από όλες τις πλευρές του. Μετά από λίγη ώρα το αποφάσισε. Δεν ήθελε άλλο να παρατείνει την αγωνία της. Το άνοιξε προσεκτικά με μεγάλη φροντίδα και περιέργεια. Προς μεγάλη της έκπληξη, είδε μέσα στο κουτί ένα παράξενο αντικείμενο που έμοιαζε με μουσικό όργανο. Ήταν πολύχρωμο ενώ δεν ήταν απόλυτα σίγουρη για την ακριβή ονομασία του. Φαινομενικά έμοιαζε με μαράκα ή ακόμη θα μπορούσε να πει κανείς με κουδουνίστρα μωρού, αλλά δεν μπορούσε να φανταστει πια ακριβώς ήταν η χρήση του. Το σήκωσε ψηλά στο ύψος των κροτάφων και άρχισε να το κουνάει ρυθμικά. Ο ήχος ήταν τόσο γνώριμος, τόσο παράξενος και εθιστικός και τότε θυμήθηκε. Ήταν ο ίδιος ήχος που είχε θρονιάσει μέσα της εδώ και χρόνια, η αιτία για τους νυχτερινούς της εφιάλτες. Καθώς κουνούσε το περίεργο αυτό μουσικό όργανο ένιωθε γαλήνη και ανακούφιση και αμέσως πήγε στο πιάνο και έπαιξε μια μελωδία που της ήρθε στο μυαλό. Αυτό ήταν. Η χαμένη μελωδία του ονείρου που τόσο την βασάνιζε και την κρατούσε ξάγρυπνη χρόνια ολόκληρα. Η Ανέλια δεν καταλάβαινε, τα είχε χαμένα. Πως ήταν δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά; Μήπως κάποιος της είχε οργανώσει μια καλοστημένη φάρσα; Μέσα στο κουτί υπήρχε και μια κάρτα που η Ανέλια εντόπισε σε δεύτερο χρόνο, εξαιτίας της έκπληξης της. Η κάρτα έγραφε:
Χρόνια σου πολλά Ανέλια. Σκοπεύω την άλλη εβδομάδα να σε επισκεφτώ, έχουμε πολλά να πούμε εμείς οι δυο. Πρόσφατα έμαθα κι εγώ από τον μπαμπά για την ύπαρξη σου. Τώρα που μπορώ επιτέλους να σταθώ στα πόδια μου. Με ταλαιπωρούσαν επί χρόνια εφιάλτες στον ύπνο μου. Άκουγα μια περίεργη μελωδία και το κλάμα ενός μωρού που στοίχειωνε όσα βράδια θυμάμαι τον εαυτό μου, τον ύπνο μου. Αυτό το μουσικό όργανο με βοήθησε να απαλλαγώ από τους εφιάλτες μου. Ελπίζω να σου φανεί χρήσιμο. Είναι κάτι από μένα. Ο μπαμπάς το είχε φτιάξει για να μας νανουρίζει στην κούνια μας και να μπορεί να μελετάει μουσική με την ησυχία του, τον καιρό που ασχολιόταν με την μπάντα. Το βρήκα πρόσφατα στο πατάρι. Θέλω τόσο πολύ να τα πούμε από κοντά.
Η δίδυμη αδελφή σου, Ειρήνη
Με όλη αυτή την αναστάτωση το είχε κιόλας ξεχάσει. Ήταν η μέρα των γενεθλίων της. Σήμερα θα έκλεινε τα τριάντα δύο της χρόνια. Η δίδυμη αδελφή σου… Ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που μόλις είχε διαβάσει στο σημείωμα. Πως μπορούσε ένα τέτοιο γεγονός να κρατηθεί για χρόνια μυστικό από όλους κι εκείνη να μην είχε καταλάβει ποτέ τίποτε; Δεν θα το συγχωρούσε ποτέ αυτό στη μητέρα της. Και οι παππούδες της; Γιατί να της το κρατήσουν κρυφό τόσο καιρό; Τι θα μπορούσε να είχε συμβεί μεταξύ των γονιών της και οι δυο αδελφές δεν γνωρίστηκαν ποτέ; Γιατί ο μπαμπάς της είχε πάρει την αδερφή της και έφυγε μακριά; Ερωτήματα αναπάντητα βομβάρδισαν το κεφάλι της Ανέλιας εκείνο το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ. Ήταν καταβεβλημένη και κάπνιζε μανιωδώς μήπως και πνίξει στον καπνό τα αναπάντητα ερωτήματα που την βασάνιζαν αδιάκοπα. Είχε κάνει το σπίτι άνω κάτω μήπως και βρει κάποιο στοιχείο που θα της απαντούσε κάτι από όλα αυτά που σκεφτόταν, αλλά μάταια. Παντού αδιάφορα αντικείμενα. Δεν ήταν έτοιμη να μιλήσει ακόμη στους παππούδες της για αυτήν την αποκάλυψη. Ήθελε τόσο πολύ να γνωρίσει την χαμένη για χρόνια δίδυμη αδελφή της. Ποια θα ήταν άραγε η δική της εκδοχή για όλα αυτά; Έπειτα ήταν και το άλλο. Η Ειρήνη η δίδυμη αδελφή της ήταν ο μόνος συνδετικός κρίκος που υπήρχε για να μάθει κάποια πράγματα για τον πατέρα της. Ανυπομονούσε να γνωρίσει την άλλη μίση ζωή της. Πήγε στο πιάνο και έπαιζε ώρες ατελείωτες. Παράξενες μελωδίες πλημύρισαν το δωμάτιο της και έβγαζαν στην επιφάνεια τα πρωτόγνωρα συναισθήματα της Ανέλιας. Ένιωθε πια απελευθερωμένη από όλα εκείνα που βασάνιζαν βαθιά μέσα την ψυχή της. Ύστερα από ώρα πολλή έκλεισε το πιάνο και πήγε πια να κοιμηθεί. Η Ανέλια κοιμήθηκε γλυκά μέχρι το άλλο πρωί. Κανένας εφιάλτης δεν ήταν εκεί για να την τρομάξει πια.
Πηγή εικόνας:
https://thespiritseekers.wordpress.com/2012/11/30/ill-see-you-in-my-dreams-the-shared-dream-phenomenon/