Τα σχέδια ανατρέπονται. Ή, καλύτερα, δεν υπολογίζονται καν, πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων. Αυτό είναι το μόνο δεδομένο σ’ αυτήν τη ζωή.
Δεν περίμενα να έλθεις στη συναυλία μετά απ’ αυτό. Είχαμε μαλώσει πολύ άσχημα κι έτσι κούνησα το μαντίλι σ’ αυτήν την ιδέα, της μιας ακόμα συναυλίας που θα ήμασταν μαζί. Άλλωστε, μπορούσα να περάσω και μόνη μου καλά.
Και να ‘μαι τώρα. Στη στάση ενός λεωφορείου να περιμένω το τελευταίο. Δίπλα μου βρισκόταν μια αρκετά παράξενη παρέα. Μια τύπισα διάβαζε φωναχτά ένα ποιήμα της σε άλλους δυο τύπους. Το ποιήμα είχε θέμα το θάνατο. Η κοπέλα έλεγε ότι αυτό το ποιήμα είχε κερδίσει το πρώτο βραβείο σε σχολικό διαγωνισμό στο Λύκειο. Αλλά ήταν καλό. Ναι, ήταν αρκετά καλό.
Τετάρτη πρωί. Το να πάρω ταξί φάνταζε η μόνη διέξοδος για να φθάσω στην ώρα μου στη συνέντευξη για δουλειά. Η ταξιτζού μου έλεγε τις δικές της ιστορίες. Κάτι για τον πρώην άνδρα της / αρραβωνιαστικό της, που την παράτησε, δε θυμάμαι καλά, και την είδε μετά από χρόνια και μετάνιωσε που το έκανε γιατί η νυν του δεν ήταν αυτό που περίμενε. Αυτό είναι όλη η ζωή;, αναρωτήθηκα. Να μετανιώνεις συνεχώς; Να μετανιώνεις για το άτομο που ήσουν, για τις επιλογές σου; Να ψάχνεις τη συνταγή που θα σε κάνει να μετανιώνεις λιγότερο; Αυτό δε βγάζει νόημα!
«Πέθανε εκείνη η τραγουδίστρια» μου είπε η ταξιτζού, μεταξύ άλλων. «Ξέρεις, εκείνη η νεαρούλα. Πολλοί λένε για ναρκωτικά»
Ήξερα για ποια έλεγε. Αλίμονο. Δεν τη χώνευες ποτέ. Τη σνόμπαρες όταν την έβλεπες. Γιατί δε μπορούσες ν’ ανεχτείς ότι αυτή ζούσε πιο περιθωριακά από ‘σένα. Ότι ήταν περήφανη για τον τρόπο ζωής της κι ας ήξερε πού θα κατέληγε όλο αυτό. Για το ότι ζούσε αντίθετα από την κοινωνία, έκανε την ιδεολογία της πράξη, δεν έμενε στα λόγια.
Μα δεν έχουν μεγαλώσει όλοι σαν κι εσένα, με την ασφάλεια του να τηρούν τις κοινωνικές επιταγές, ακόμα και μέσα από τις πιο δήθεν επαναστατικές τους πράξεις. Οι άνθρωποι το παίζουμε ανοιχτοί στο διαφορετικό. Μα δεν είμαστε πια τόσο πολύ. Θα βρούμε ένα ψεγάδι, μια κατηγορία για να κρίνουμε τους άλλους, επειδή απλά δε θέλουμε να βγούμε από την ασφάλεια της δικής μας οπτικής γωνίας. Θα είμαστε πάντα πιο συντηρητικοί, πιο μικροαστοί απ’ όσο θα θέλαμε να είμαστε.
Απόγευμα της ίδιας ημέρας. Κοιτάζουμε τη θάλασσα. Έχει ωραίο καιρό. Σου εξηγώ τις παραπάνω μου σκέψεις. Εκνευρίζεσαι. Αντιδράς, έτοιμος να μου πεις ότι όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Μα ξέρεις ότι δεν αντέχω να μη λέω αυτά που σκέφτομαι. Με νευριάζει η τυπικούρα, ο καθωσπρεπισμός.
«Παλεύεις να γίνεις αποδεκτός περνώντας ένα ασφαλώς επαναστατικό προφίλ» σου λέω. «Κάνεις πράγματα που δε θες, γίνεσαι ευγενικός με κόσμο που δε χωνεύεις. Προσπαθείς να ικανοποιήσεις τους άλλους με τη δήθεν ανοιχτομυαλιά σου μα δε διαφέρεις και πολύ απ’ αυτούς. Και, ξέρεις, δε χρειάζεται να τους έχεις όλους ικανοποιημένους. Δεν είναι συμβατό μ’ αυτήν την επανάσταση που θα ‘θελες να γίνει»
Αρνήθηκες. Ήμουν σίγουρη πως θα το έκανες. «Δεν είμαι το ένα, δεν είμαι το άλλο» έλεγες και ξανάλεγες. Εσύ. Που αυτόν τον καιρό μου λες όλο και περισσότερο πως περνάς υπαρξιακή κρίση. Που ισχυριζόσουν ότι δεν ξέρεις πια πού πάει η ζωή σου, πώς ν’ αυτοπροσδιοριστείς, τι θα γίνει από ‘δω και πέρα. Αλλά ήξερες να μου πεις τι δεν είσαι.
«Για όνομα ρε συ Ρένα, ήρθες εδώ να μου κάνεις ψυχανάλυση;» μου λες.
Κι εγώ ήθελα να καταπιώ τη γλώσσα μου. Είχες τα δίκια σου. Είχα πει πολλά. Πολύ περισσότερα από το κανονικό, από το σωστό. Μα πού είναι μια καταπακτή να σε καταπιεί όταν τη χρειάζεσαι; Όταν ξέρεις πως έχεις πει πολλά, πάρα πολλά, ενώ δε χρειαζόταν;
Με γυρίζεις σπίτι μου με τ’ αμάξι σου. Δε μπορώ να βρω τίποτα πλέον που θα μας κρατήσει μαζί. Συνήθως μου στέλνεις μήνυμα την άλλη ημέρα για να μου πεις να το λύσουμε. Μα δε θα το κάνεις. Ξέρω πως δε θα το κάνεις. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτό. Ελπίζω σ’ αυτό, στο να γυρίσουν όλα στο προηγούμενό τους στάδιο, μα ξέρω πως δε θα συμβεί ποτέ.
«Καληνύχτα» μου λες ξερά.
Δε θα είναι. Ούτε για εμένα, ούτε για εσένα. Το ξέρουμε κι οι δυο αυτό.
Ακούω κάποιες γάτες να τσακώνονται. Νομίζω πως ένα σκυλί γαβγίζει δυνατά. Το ζευγάρι από κάτω ρίχνει ένα γερό καυγά. Ένα μωρό κλαίει σαν δαιμονισμένο. Η γιαγιά από πάνω δεν κοιμάται – έχει βάλει την τηλεόραση στη διαπασών και βλέπει τηλεμάρκετιγκ. Στο απέναντι σπίτι κάνουν πάρτι – σκυλάδικα στις δυο το πρωί και μάλλον δε θα σταματήσουν.
Μα εγώ δεν τους ακούω. Ακούω μόνο τον εαυτό μου να διαμαρτύρεται. Μα δεν ήξερα τι ήσουν από την αρχή; Τώρα με χάλασε; Κι αν έχεις δίκιο; Τι φάση; Μήπως έγινα επιφανειακή και παρασύρθηκα από τα τεράστια γαλάζια σου μάτια; Γιατί; Οι άνθρωποι μεγαλώνουν κι ωριμάζουν. Όχι;
Πέμπτη πρωί. Άλλη μια αποτυχημένη συνέντευξη για δουλειά. Με φωνάζουν για να μου πουν ότι δεν έχω αρκετά προσόντα, ότι δεν είμαι αρκετή γι’ αυτούς. Στιγμές στο λεωφορείο με μπουρζουά τύπισες να συζητάνε πόσο προνομιούχες είναι που έκαναν αυτό, εκείνο, επειδή είχαν τα χρήματα, κι εγώ να θέλω να τις πνίξω γιατί μιλάνε πολύ δυνατά κι είναι σαν να μου το χτυπάνε που δεν τα ‘χω κάνει όλα αυτά. Στιγμές που απλά θέλω να βάλω τα κλάματα γιατί θυμάμαι τα χθεσινά.
Δε θέλω να σκεφτώ πως έχω να πάω σε κηδεία σήμερα. Προτιμώ να κλάψω για το πτυχίο που έρχεται, για την αβεβαιότητα μετά απ’ αυτό, για την αποτυχημένη συνέντευξη για δουλειά, για τον υποψήφιο εργοδότη που με κοίταζε καλά καλά επειδή δεν είχα δουλέψει ακριβώς στο αντικείμενό του. Είναι μια δύσκολη ημέρα και θα συνεχιστεί δύσκολα.
Πέρασε. Η κηδεία τελείωσε. Σε είδα μες στο πλήθος μα δε μίλησα. Δε σε χαιρέτησα. Δε μπορούσα να διαχειριστώ τίποτα εκείνες τις στιγμές. Θέλω να πω, κάποιος πέθανε. Θα ήμουν το λιγότερο πρωτοκοσμική αν σκεφτόμουν τι να σου πω, αν πρέπει να σου μιλήσω. Η σχέση μας πεθαίνει μα κάποιος έχει ήδη πεθάνει κι αυτό είναι πιο σημαντικό.
Ακούω έναν τύπο και μια κοπέλα να μιλάνε.
«Ε, ποιος ξέρει τι ναρκωτικά είχε κάνει, με πόσους είχε πάει» έκανε περιφρονητικά η κοπέλα.
«Για να πεθάνει στα 25 της, μάλλον ναι» μουρμούρισε ο τύπος.
Γιατί υπάρχουν τόσο μικρόψυχοι άνθρωποι;, αναρωτήθηκα.
Θα την υπερασπιζόμουν. Μα είχα μάθει να μην ωραιοποιώ τα πάντα. Δε θα γύριζα να τους πω «όχι, τα λέτε λάθος, εκείνη δεν ήταν καθόλου έτσι». Δεν είχε νόημα να τους αλλάξω την άποψη – ναι, θα ήθελα να ξεριζώσω τις συντηρητικές και πατριαρχικές αντιλήψεις από μέσα τους, αλλά όχι σήμερα. Δεν ήταν Αγία. Κανείς μας δεν είναι. Δεν ήταν και δε θα γίνει.
Το ήξερα καλύτερα από τον καθένα. Γιατί ήμουν φίλη με την εκλιπούσα. Ήταν από αυτές τις φιλίες που σκάνε ξαφνικά και δεν τους αντιστέκεσαι, τις απολαμβάνεις σε κάθε λάμψη τους και σε κάθε παρακμή τους. Ναι, μου άρεσε η παραβατικότητά της. Η προθυμία της να φτύσει στα μούτρα τους κοινωνικούς κανόνες, να κάνει αυτό που θέλει, να τσαλαπατήσει κάθε έννοια καταπιεστικής χρονικότητας. Αλλά ενίοτε με κούραζε, όταν ερχόταν κι αναρωτιόταν τι κάνει στραβά, λες και δε γνώριζε τον εαυτό της και τις επιλογές της. Όταν έριχνε το φταίξιμο στους άλλους μόνο, ποτέ σ’ εκείνη.
Οι άνθρωποι, βλέπεις, αποδομούνται πολύ πιο εύκολα απ’ όσο νομίζουμε. Δεν είναι ένα άσπρο ή ένα μαύρο. Είναι ένα γκρι. Κι αυτό ήθελα να καταλάβεις, όταν έβλεπες τα πράγματα ως μόνο άσπρα ή μόνο μαύρα. Όταν μου ζητούσες να γίνω το άσπρο, το καθαρό άσπρο, ενώ είχα και μαύρο μέσα μου. Όπως όλοι οι άνθρωποι, στην τελική.
Σήμερα, λοιπόν, είναι η ημέρα που θα σ’ αφήσω οριστικά. Ναι, μπορείς να πάρεις τα πράγματά σου από το σπίτι μου. Δεν έχεις αφήσει και λίγα. Μα μπορώ να τ’ αντιμετωπίσω. Θα επιβιώσω. Κάθε φορά που έλεγα, άλλωστε, ότι δε θα επιβιώσω, έκανα τεράστιο λάθος.
Όχι, δε σ’ αφήνω μόνο για το μικροαστισμό σου. Δεν έχω δικαίωμα να το κάνω γιατί, στην πραγματικότητα, δεν είμαι καλύτερή σου. Σ’ αφήνω για όλες αυτές τις φορές που μ’ έκανες να μισώ τον εαυτό μου που δε σκεφτόμουν όπως εσύ. Ναι, είναι πολλές. Ναι, δεν έχουμε κάνει και λίγα ο ένας στον άλλον για να φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο.
Ναι, μάλλον θα το μετανιώσω.