Η καλή μου πένα έτρεχε πάνω στο χαρτί. Δεν την είχα ξαναδεί να τρέχει έτσι. Κάτι σημαντικό έχει να πει. Το βλέπω! Με εκπλήσσει που δεν σταματάει. Συνήθως με αφήνει να σκεφτώ αυτά που γράφω, να τα διυλίσω. Όχι σήμερα… Σήμερα με σπρώχνει, σχεδόν, από τη μια άκρη της σελίδας στην άλλη. Την ακολουθώ αδιαμαρτύρητα!
«Μπορείς να μου πεις τι τρέχει;» απευθύνομαι νοερά στην πένα μου.
«Έχε υπομονή!», μου λέει.
«Κάποτε θα τελειώσουν αυτά που γράφεις…», της λέω.
«Δεν πρόκειται!», απαντά. «Η ζωή σου πιο γρήγορα θα τελειώσει από μένα.»
«Θα σε πετάξω, μου φαίνεται. Τι είναι αυτά που λες;»
«Άλλη θα πάρει τη θέση μου!»
«Είστε πιο σημαντικές εσείς από μένα;»
«Απείρως σημαντικότερες! Χωρίς εμάς δεν υπάρχεις…»
«Αν τα γράψω όλα σήμερα, τι θα έχω να πω αύριο;»
«Αύριο θα έχεις να πεις άλλα, μεθαύριο διαφορετικά κ.ο.κ.. Ηρέμησε…»
Ο διάλογος με την πένα μου εξελισσόταν ανεμπόδιστος από τη λογική μου συνείδηση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγραφα έτσι, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί γράφω όσα γράφω. Σήμερα, φαίνεται, το θέμα μου ήταν αυτό. Κι αφού δεν μπορούσα να δώσω την απάντηση, και να ρωτήσω κάποιον άλλον, συνομιλούσα με την πένα μου…
Από κάπου έπρεπε να πάρω το νήμα της φύσης μου. «Συγγραφέας;» Δεν μου λέει πολλά πράγματα η λέξη, παρόλο που αυτό είμαι: «συγγραφέας». Κάποτε σκέφτομαι ότι η λέξη σημαίνει «γράφω μαζί». Όσο δύσκολο είναι να κατανοήσω πώς και γιατί γράφω, άλλο τόσο δύσκολο είναι να κατανοήσω για ποιον λόγο δεν μπορώ να το κατανοήσω.
Απορροφημένος από τις σκέψεις και τον διάλογο με την πένα μου, γυρίζω πίσω σ’ εκείνα που έγραψα. Έχει δίκιο η πένα μου. Κάθε φορά που τελειώνουμε αυτό που γράφουμε νομίζω ότι τέλειωσα να γράφω γενικά, ότι είπα το καλύτερο που μπορούσα να πω. Πράγματι! Για την κάθε μέρα, όμως. Την επόμενη αρχίζω πάλι να γράφω. Άλλα θέματα, άλλες σκέψεις, άλλα ξαφνιάσματα μπροστά στη σπουδή της πένας μου.
Είχα αφήσει, όμως, την πένα στο γραφείο μου. Είχε σταματήσει να γράφει. Μπροστά μου ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, η οθόνη του δηλαδή, μαύρη, βουβή. Ασυναίσθητα χάιδεψα ένα πλήκτρο μπροστά μου, και η οθόνη έγινε θάλασσα. «Πάλι σ’ αυτή τη θάλασσα θ’ ανοιχτείς;», σκέφτηκα.
Αφού δεν βρίσκω άκρη, θα ταξιδέψω για λίγο. Ποια η διαφορά; Από τη θάλασσα των σκέψεων για τη φύση και την ταυτότητά μου, θ’ ανοιχτώ στη θάλασσα των σκέψεων που δεν έχουν ταυτότητα. Θα περιδιαβάσω στις ερημιές της ηλεκτρονικής γραφής, της παραδομένης για να χαθεί στο βιαστικό πέρασμα από πάνω της του βλέμματος που δεν ξέρει τι να πρωτοδιαβάσει, τι να πρωτοπροσέξει από τα τόσα που γράφονται στο διαδίκτυο.
Ένας ήχος, όμως, μου θύμισε ότι, εκτός από την όραση, ο ηλεκτρονικός κόσμος απασχολεί και την ακοή μου. «Αίτημα συνομιλίας», σκέφτηκα: «γραπτό μήνυμα». Ανοίγω το γνωστό «παράθυρο». Διαβάζω: «Σας ευχαριστούμε για την τροφή. Συνεχίστε να μας εμπνέετε…»
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνα αυτό το μήνυμα. Δεν εννοώ το ίδιο. Παρόμοια μηνύματα. Αυτό, όμως, κάθε φορά που το βλέπω έτσι διατυπωμένο, μου θυμίζει ότι αυτό που κάνω έχει απήχηση. Πώς γίνεται; Δεν ξέρω τι ακριβώς μου συμβαίνει όταν γράφω, αλλά εκείνοι που με διαβάζουν ξέρουν τι τους συμβαίνει. Και μου το λένε!
«Τους εμπνέω!» Τι λέξη κι αυτή! Σημαίνει ότι βρίσκομαι πολύ κοντά τους, κολλημένος πάνω τους, και μοιράζομαι την πνοή μου μαζί τους. «Την πνοή μου…» Στρέφομαι στην πένα μου, την κοιτάζω, την παίρνω στα χέρια μου. «Εσύ μεταγγίζεις την πνοή μου στους άλλους, λοιπόν!» Δεν μου απάντησε. Σαν να έχασε την ψυχή της όταν άνοιξα τον υπολογιστή. Κι όμως… Η σκέψη που εμπνεύστηκα από το σχόλιο της αναγνώστριάς μου, θα ωφελήσει την κοινή μας υπόθεση: τη γραφή.
Γράφω όπως αναπνέω, για όσο αναπνέω. Αναπνέω γράφοντας. Γράφω αναπνέοντας… Σιγά – σιγά, χάρη στην ευλυγισία της γλώσσας, της δεξαμενής που πλέω όταν γράφω, βρίσκω την άκρη του λαβυρίνθου που θα μπω για να βρω την κρυμμένη μου φύση. «Είναι θέμα πνοής, αναπνοής!»
…Αρχίζω να παρακολουθώ την αναπνοή μου. Ήρεμη, ρυθμική, γεμάτη. Το οξυγόνο καθαρό, ανανεώνεται και γεμίζει τον εγκέφαλό μου. Μπαίνει και βγαίνει στη συνείδησή μου με κανονικότητα κύματος που έρχεται στην ακρογιαλιά και γυρίζει πίσω. Η πένα στα χέρια μου ζεσταίνεται. Η ατμόσφαιρα στο γραφείο μου γεμίζει από πνοή θερμή, εκείνη που τυλίγει σαν κουκούλι πεταλούδας την ύπαρξή μου όταν γράφω.
Αυτό είναι λοιπόν; Το πνεύμα είναι η αναπνοή του συγγραφέα; Είναι ο τρόπος του που ανασαίνει; Τόσο απλό είναι; Τόσο δύσκολο είναι… Για να βρίσκω το οξυγόνο αυτό, να καθαρίζει το οπτικό μου πεδίο, να βλέπω καθαρά όσα έρχονται να με βρουν όταν γράφω, τι χρειάζεται; Όλα πρέπει να γίνονται για να συμβαίνει αυτό, για να γράφω…
…Ο γνωστός ήχος ξανακούστηκε. Ανοίγω πάλι την απύθμενη οθόνη. «Κόβουν την αναπνοή τα κείμενά σας!» Αυτό μόνο σε διήγημα δικό μου μπορεί να γίνει. Να προαναγγέλλει το κείμενο αυτό που θ’ ακολουθήσει, σαν οι ήρωες να είναι συνεννοημένοι με τον συγγραφέα.
«Αυτό είναι ζήτημα μεθόδου», σκέφτομαι, «ζήτημα διάταξης των σκέψεων». Χρειάζονται δυο παράγοντες για να γραφτεί ένα κείμενο. Το υλικό του σώματος που αναπνέει, η ύλη μου, η σάρκα μου, κι αυτό που συνεισφέρει ο νους μου, με ό,τι περιέχει στην ανύπαρκτη αίθουσα των σκέψεών του.
…Τι ξέρω από αυτά καλά; Τίποτα! Δεν ξέρω το σώμα μου. Απλώς υπάρχω. Έτσι το βρήκα ή έτσι διαμορφώθηκε, ακόμα και με ασύνειδες δικές μου προσπάθειες. Από τη μήτρα μου που παράγει ιδέες τι ξέρω; Τίποτα! Γίνομαι μάρτυρας, απλώς, κάθε φορά της γέννας…
Η πένα μου κουράστηκε. Το ένιωσα… Βάρυνε στο χέρι μου, κι αυτό μαζί της. Μαζί το νιώσαμε, μάλλον, ότι γράφαμε για κάτι που δεν γνωρίζαμε. Ωστόσο γράψαμε, όπως γράφαμε μέχρι τώρα, και κάτι καταφέραμε. Τουλάχιστον έμειναν τα χνάρια της έρευνας, της έγνοιας μας γι’ αυτό που κάνουμε…
Σηκώθηκα από το γραφείο μου αργά, με το γνωστό αίσθημα της πλήρωσης που γεμίζει το κενό, την εκκρεμότητα της έκφρασης. Πλησιάζω στο παράθυρο, κοιτάζω τον ορίζοντα. Αυτό το φως της φωτιάς, πριν μ’ αφήσει ο ήλιος που καίει στο παράθυρό μου, αυτή η τόσο σύντομη αναλαμπή του στο χειμωνιάτικο λιόγερμα, μου έφερε πάλι στον νου την αστείρευτη λέξη: έμπνευση!
Δεν είναι κάθε απόγευμα που βλέπω τον ίδιο ήλιο, την ίδια λάμψη στη μωβ μου κουρτίνα; Δεν είναι το ίδιο γαλάζιο του ουρανού που ασπρίζει στο τέλος, όταν ο ήλιος έχει χαθεί; Κι όμως! Σήμερα, μόλις, έζησα την εμπειρία μου από τον ήλιο με σκέψεις, τις σκέψεις μου με τη μορφή που πήραν στις λέξεις. Αν είναι έτσι, πόσες εικόνες, που μ’ αιχμαλωτίζουν κάθε μέρα, παλιές, καινούριες, περιμένουν να ανασάνουν την ανάσα μου, να περπατήσουν στηριγμένες στην πένα μου, απ’ άκρη σ’ άκρη στο χαρτί μου! Όσες μπορώ και δεν μπορώ να επιθυμήσω, να φανταστώ και να μετρήσω… Εικόνες από το χθες μου και το κάθε μου σήμερα…
…Δεν είναι αυτό το κίνητρο για να γράφω, η καθ’ ημέραν ζωή μου; Ζω για να γράφω, γράφω για να ζω. Δεν ξεχωρίζουν… Το φως χάθηκε. Η σοφίτα μου έμεινε σκοτεινή. Στα σκοτεινά, σχεδόν, ανάβω το γλυκό της φως, και όλα στον χώρο συντονίζονται στο βραδινό μου βλέμμα. Το χαρτί μου πιο άσπρο, η πένα μου πιο βυσσινί από ποτέ. Την κοιτάζω, με κοιτάζει. «Δεν χορταίνεις την αγκαλιά της παλάμης μου. Ούτε εγώ τις δονήσεις του σώματός σου στο χέρι μου…»
Το τηλέφωνο μας διέκοψε! Ο παιγνιώδης ήχος του με απέσπασε από την εξομολόγηση στην πένα μου. «Δεν θα καθυστερήσω. Θα παραδώσω τα χειρόγραφα εντός της εβδομάδας. Κι εγώ θέλω να εκδοθεί πριν το Πάσχα.» Ακόμα ένα κίνητρο, αρχέγονο: η προβολή του Εγώ του συγγραφέα, του καλλιτέχνη που ζωγραφίζει γράμματα με την πένα του σε πρωτότυπη, κι αν τα καταφέρει πρότυπη σειρά… Έκλεισα το φως, έγειρα πίσω στην πολυθρόνα μου. Άρχισα να ανασαίνω ρυθμικά, να ψάχνω τον ρυθμό που θα γράφω το βράδυ κι ένα μέρος της νύχτας… Οι πρώτες δυο λέξεις σχηματίστηκαν κιόλας στη συνείδησή μου: «Καλησπέρα σας!» Τις υπόλοιπες θα τις δω στο χαρτί σε λίγες ώρες. Η πένα μου άρχισε πάλι να μιλά…