Καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Με άφησαν μόνο και έρημο. Δεν πρέπει να παραπονιέμαι, ήταν μια φυσική κατάληξη των πραγμάτων, όπως τη βροχή που είναι έτοιμη να πέσει, όταν ο ουρανός έχει μαυρίσει. Η ζωή μου το τελευταίο διάστημα προμήνυε κάτι τέτοιο. Η ερημιά ήταν κάτι το αναπόφευκτο, αφού εγώ ο ίδιος το επέλεξα. Όλοι οι άλλοι, όσο και να σε νοιάζονται, δε σε ξέρουν, όπως εσύ τον εαυτό σου. Κι όταν εσύ επιλέξεις κάτι, οι άλλοι το μαθαίνουν τελευταίοι, όπως ο απατημένος σύζυγος. Απομόνωση, μοναξιά και τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτά; Τι το ωραίο θα μπορούσε να προκύψει; Τι κακό είναι κι αυτό με την ανθρώπινη φύση, να μη μπορεί να ευχαριστηθεί μόνη της και να θέλει πάντα την επιβεβαίωση του άλλου.
Ξεκίνησα λοιπόν να ζω μόνος και μετράω τις μέρες που κάποιος άλλος θα έρθει να με βρει και να σπάσει τη μοναξιά μου. Ας είναι και άγνωστος ή από καθαρή τύχη, όταν θες την ησυχία σου δε σε αφήνουν, τώρα να δούμε πόσο θα πάρει. Εν τω μεταξύ εγώ γράφω σε μια παλιά brother, πιο πολύ για να απασχολώ το μυαλό. Ο θόρυβος των πλήκτρων με κρατάει συνεχώς ξύπνιο, μακριά από εφιάλτες που καραδοκούν στον ύπνο. Δεν έχω αποσυνδέσει τηλέφωνα και υπολογιστή, όλα στην πρίζα όπως εγώ και φορτισμένα. Η ώρα περνάει, η οντότητά μου δεν έχει έρθει στη θύμηση κανενός, κανείς δε με ενοχλεί. Εξακολουθώ να πληκτρολογώ στη brother μηχανικά, ούτε που ξέρω αν αυτά που γράφω έχουν νόημα. Κάθε σελίδα που γεμίζει, διαβάζεται από εμένα και αξιολογείται. Παίζω έτσι ένα παιχνίδι με μένα. Παλαιότερα έστελνα αμέσως τα γραπτά μου σε τρίτους με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, για επιβεβαίωση. Τώρα το παιχνίδι έχει αλλάξει, αναμετρώμαι με μένα, τον πιο δύσκολο και απαιτητικό κριτή. Είναι σαν όταν μια πυρηνική καταστροφή έχει εκλείψει το γύρω κόσμο και με έχει αφήσει μόνο με τον εαυτό μου. Κείμενα που δε θα διαβαστούν από τρίτους, γράφονται από μένα, για να διαβαστούν απ’ τον εαυτό.
Έξω έχει σκοτεινιάσει, τα κλαδιά της λεμονιάς έχουν χάσει το χρώμα τους, έχουν μαυρίσει και έχουν το περίγραμμα καμένου δέντρου. Ο υπολογιστής ανοιχτός, δύο μηνύματα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου έχουν παραλειφθεί, άσχετα όμως, κι ας σκίρτησα προς στιγμή, ότι κάποιος με θυμήθηκε. Ευτυχώς εδώ και καιρό έκοψα το σταθερό τηλέφωνο, ήταν πάντα πωλητές που με διέκοπταν. Τώρα τελευταία έχουν αρχίσει να με παίρνουν και στο κινητό, αν και πιο σπάνια. Σκέφτομαι να ετοιμάσω κάτι για το βράδυ αλλά μάλλον θα ζεστάνω ότι περίσσεψε από χθες. Αν και το μαγείρεμα είναι για μένα μια ευχάριστη ασχολία, δεν την κάνω με αρκετό κέφι αν είναι να μαγειρέψω μόνο για μένα.
Ημέρα δεύτερη της απομόνωσης κι ας λέει το ημερολόγιο ότι είναι η τέταρτη της εβδομάδας. Το βράδυ κατά ένα ανεξήγητο λόγο, κύλισε ήρεμα με έναν ύπνο δίχως όνειρα. Δε ξύπνησα απ’ τα άγρια χαράματα με την αγωνία προσωπικών μηνυμάτων στον υπολογιστή. Αντιθέτως η γραφομηχανή με περίμενε ακόμη ανοιχτή στο γραφείο και ο γνώριμος χτύπος των πλήκτρων άρχισε να αντηχεί στο δωμάτιο σαν παλιός αργαλειός που φαίνει ιστορίες. Ο στιγμιαίος καφές έχει αντικατασταθεί τούτα τα πρωινά με ελληνικό, μια συνήθεια με μπρίκια και καμινέτα ξεκινά. Οι προμήθειες σε τσιγάρα κρατούν ακόμη, αν και παρατήρησα ότι καπνίζω λιγότερο και πιο συνειδητά. Η ιδέα να κόψω τελείως την επιρροή της νικοτίνης, δεν έχει επικρατήσει. Έξω το ψιλόβροχο έχει δώσει στη φύση μια γυαλιστερή λάμψη. Τα σύννεφα δεν αφήνουν τον ήλιο να ξεπροβάλλει, σα φύλακες που κρατούν αδιόρατη τη γη στη ματιά του. Το παιχνίδι με τους φίλους σε αναμονή συνεχίζεται. Απ’ τη μια επιζητώ τη μοναξιά, απ’ την άλλη θέλω κάποιος να με νοιαστεί. Κάποιος να με αναζητήσει, κι αν είναι δυνατόν να μου ζητήσει κάτι. Πόσο στα αλήθεια ευχαριστιόμαστε σα βρεθούν στην ανάγκη μας; Όμως τι μπορούν να περιμένουν από εμένα; Χρήματα δεν έχω να μοιράσω, οι κουβέντες μου είναι λίγες σα μου ζητάν συμβουλή. Σε ένα πράγμα είμαι καλός. Ξέρω να ακούω τους άλλους να μιλούν. Δε διακόπτω, άλλωστε τι έχω να πω, τους κάνω όμως να αισθάνονται άνετα, μέχρι να πουν και το πιο ασήμαντο που τους βασανίζει. Να ‘ναι άραγε αυτή η επιθυμία η δική μου τώρα; Να μιλήσω σε κάποιον κι αυτός να μη διακόπτει και ταυτόχρονα να δείχνει ενδιαφέρον; Θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν έδειξα ενδιαφέρον για κανένα ζωντανό πλάσμα τώρα δυο μέρες. Είπα ότι δε μ’ αρέσει να μαγειρεύω μόνο για μένα. Έτσι καθώς πάντα κάτι περισσεύει, το μοιράζομαι με τους κεραμιδόγατους της γειτονιάς. Όχι ότι έχουμε αποκτήσει και οικειότητες. Όταν τους καλώ για φαγητό στην αυλή δεν εμφανίζεται κανείς, είναι περήφανοι βλέπεις. Πάντως την επομένη δεν έχει μείνει ίχνος φαγητού. Έτσι με τιμούν τα αιλουροειδή της γειτονιάς.
Από ανθρώπινη φύση πάντως, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το κείμενο συνεχίζεται να γράφεται και τα πλήκτρα να χορεύουν κάτω απ’ τα δάκτυλά μου, ενώ τα στοιχεία του αλφάβητου σμιλεύουν το άσπρο χαρτί, δίνοντάς του ψυχή. Ο υπολογιστής κλειστός κι εγώ απομονωμένος απ’ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανακαλύπτω μια πιο πραγματική ζωή, κουβεντιάζω με τον εαυτό μου, παίρνω και δίνω απαντήσεις . Αυτό το διάστημα είναι αλήθεια ότι ξέφυγα από την ανάγκη της αποδοχής απ’ τους άλλους και της στείρας παρατήρησης μιας ηλεκτρονικής ζωής, που κοιμάσαι και ξυπνάς μπροστά σε μια φωτεινή οθόνη.
Ξημερώνει Παρασκευή, τρίτη μέρα της εθελούσιας απομόνωσης. Ξυπνώντας νωρίς, με τον καιρό να έχει ημερέψει, χάρηκα την ανατολή ενός ήλιου που ξεπρόβαλλε δειλά και επηρεασμένος από τα πρόσφατα διαβάσματα Ιαπώνων συγγραφέων, λάτρεψα κι εγώ το ζωοδότη ήλιο, σαν τους πιστούς του, στις χώρες του ανατέλλοντος ηλίου. Η γραφομηχανή λαμβάνοντας κι αυτή μέρος σε μια επαναλαμβανόμενη ιεροτελεστία, μετά τον πρωινό καφέ, άρχισε να δουλεύει. Για λίγο όμως, παρά την λειτουργία της, τα στοιχεία δε τυπώνονταν, η ιστορία έχασε τη λαλιά της, το μελάνι της ταινίας είχε τελειώσει. Η θεά όμως τύχη, δε με είχε εγκαταλείψει. Ψάχνοντας για λίγο στη βιβλιοθήκη βρήκα μια ανέγγιχτη, παρθένα ταινία, έτοιμη να τυπωθεί. Η χαρά μου πολλαπλασιάστηκε φέρνοντας στο μυαλό μου το γείτονα χαρτοπώλη, που με διαβεβαίωνε όταν τις αγόραζα παλιά, ότι θα συνέχιζε να τις εμπορεύεται και να τις έχει στο μαγαζί. Ένας ρομαντικός ακόμη σκέφτηκα τώρα, κι ας μην έδωσα την πρέπουσα σημασία τότε. Μην έχοντας χάσει τις ελπίδες μου ακόμη για κάποια επικοινωνία, περίμενα να έρθει το Σαββατοκύριακο. Οι πιθανότητες τότε μεγάλωναν. Σε κάποιον να μιλήσω κι ας ήταν κι ο παπάς στην εξομολόγηση, που λέει ο λόγος. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, ούτε τότε θα έβγαζα άκρη, πρόσφατα κυκλοφόρησε κι έγινε ανάρπαστη σε θέαση, η εικόνα ενός ιερωμένου στην καθαγίαση των υδάτων, με tablet υπολογιστή αντί το ευαγγέλιο ανοιχτό.
Μα που έχουν χαθεί όλοι αναρωτιόμουν καθώς βράδιαζε, και την έκανα την αμαρτία. Άνοιξα τον υπολογιστή, πρώτα στο ταχυδρομείο, τίποτε άξιο λόγου, και μετά στο Facebook. Κι ως δια μαγείας, ήταν όλοι εκεί όπως παλιά. Τι προσκλήσεις σε γάμους, τι εορτασμοί γενεθλίων, τι πολιτικά διαγγέλματα και προπαγάνδες, τι ηλεκτρονικά φλερτ. Όλοι συνδεμένοι on line με την πραγματικότητα του μέλλοντος , την εικονική.
Το στοίχημα με τον εαυτό μου το έχασα, αν απαρνηθείς το σημερινό τρόπο ζωής δε σε θυμάται κανείς. Γι αυτό κι εγώ κλείνοντας τον υπολογιστή, αποφάσισα να συνεχίσω με μια βραδινή βόλτα στη ψύχρα του καιρού, διαλέγοντας τον κόσμο που μου αρέσει.