«Όλη μου η ζωή, ένας αριθμός…», συλλογίστηκε η Νατάσα, καθώς έπλεε προς το νησί εκείνο το μεσημέρι του Ιουλίου. Η καταγάλανη θάλασσα της έφερνε στο νου στιγμές απόλυτης ευτυχίας, τις οποίες όμως επισκίαζε αυτός ο αριθμός. Ο αριθμός δύο. Ένας αριθμός ευχή και κατάρα, όπως τον αποκαλούσε πάντα.
Είχε πατήσει για τα καλά τα 25 όταν αποφάσισε να κάνει ολομόναχη ένα μικρό ταξίδι με προορισμό τη Μύκονο. Είχε ακούσει και τις δύο πλευρές του νομίσματος γι’ αυτό το νησί, οπότε η περιέργειά της είχε χτυπήσει κόκκινο. Έκλεισε ένα μικρό δωμάτιο μέσα στη Χώρα κι αναχώρησε για το νησί των Ανέμων.
Καθόταν στο άνω κατάστρωμα. Ήταν ήρεμη κι ευτυχισμένη. Αυτό ονειρευόταν πάντα, μια ήρεμη κι ευτυχισμένη Νατάσα. Ξαφνικά, ένιωσε ένα ζευγάρι μάτια να της γδύνουν το κορμί. Προσπάθησε πίσω απ’ τα μαύρα της γυαλιά να τα βρει μήπως και μπορέσει να σταματήσει την ανατριχίλα που της προκαλούσαν.
Ήταν απέναντί της. Εκείνα τα μαύρα μάτια στόλιζαν ένα χλωμό πρόσωπο με μακριά μαύρα μαλλιά κι εκφραστικά χαρακτηριστικά. Προσπάθησε να τον παρατηρήσει καλύτερα, όμως η χλωμάδα του προσώπου του τη μαγνήτιζε και ταυτόχρονα την τρόμαζε. Εκείνος, μόλις το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της, σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του και κατευθύνθηκε προς το μέρος της.
«Είμαι ο Φοίβος κι ήρθα να κάτσω μαζί σου!», της είπε κι έτεινε το δεξί του χέρι προς το μέρος της. Της κόπηκαν τα γόνατα. Κάτι στη φωνή του, αλλά και στα μάτια του διαπέρασαν το κορμί της σαν σφαίρα. «Με λένε Νατάσα!», κατάφερε να ψελλίσει κι έκλεισε το χέρι της μέσα στο δικό του. Πρέπει να σταμάτησε ο χρόνος για μερικά δευτερόλεπτά, αλλά δεν την ένοιαξε.
Είχαν κι οι δύο προορισμό τη Μύκονο και τέσσερις ώρες μπροστά τους ακόμα. Μίλησαν σαν να γνωρίζονται χρόνια. Εκείνη του μιλούσε για τη ζωή της, για τη δουλειά της ως μαγείρισσα, για τα ενδιαφέροντά της. Του εκμυστηρεύτηκε τις φοβίες της, τα όνειρά της, τις αποτυχίες και τις επιτυχίες της. Μίλησαν για τον έρωτα, τον πόνο και τη μοναξιά. Εκείνος απ’ την άλλη μιλούσε μόνο για τη ζωή. «Είναι πολύ πιο μικρή απ’ όσο νομίζουμε και καλό θα είναι να τη ζούμε στο έπακρο! Ζήσε την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία!», έλεγε και ξαναέλεγε, ενώ ένα χαμόγελο φώτιζε το, υπερβολικά, χλωμό αλλά πανέμορφο πρόσωπό του.
Μιλούσε μόνο για το παρόν. Το παρελθόν το είχε αποδεχτεί και το μέλλον δεν τον ενδιέφερε. «Δεν έχω όνειρα», της είπε κι έσφιξε με λίγη παραπάνω δύναμη το χέρι της που βρισκόταν ακόμα μέσα στην παλάμη του.
Ήταν δύο ξένοι, στο παρόν, με κοινό προορισμό που μιλούσαν για τη ζωή.
Η Νατάσα δεν είχε σταματήσει να τον χαζεύει. Ήταν τόσο όμορφος. Ο τρόπος που κουνούσε τα χέρια του όταν μιλούσε, ήταν αφοπλιστικός. Η φωνή του που ράγιζε ορισμένες φορές, αλλά δεν έδινε σημασία. Τα δεμένα μακριά μαλλιά του που τα έπαιρνε ο αέρας τον έκαναν να μοιάζει με ξωτικό. Ακόμα κι εκείνη, η έντονη χλωμάδα, άρχισε να της αρέσει.
Μόλις έφτασαν στο λιμάνι, ένα κύμα χτύπησε το πλοίο και σταγόνες αλμύρας πέτυχαν τα πρόσωπά τους. Γύρισε να την κοιτάξει. Με τα μακριά του δάχτυλα σκούπισε δύο-τρεις σταγόνες και κοιτάζοντάς τη στα μάτια, τη φίλησε. Η αλμύρα του ενώθηκε με τη δική της. Στην αρχή ήταν εκείνο το αμήχανο πρώτο φιλί. Εκείνο που στις ταινίες μετά χασκογελάς ενώ τα μάγουλά σου ροδίζουν. Δεν έγινε έτσι! Πέταξε τη βαλίτσα του και την τράβηξε κοντά του. Τα δάχτυλά της πλέχτηκαν στα μαύρα του μαλλιά και το φιλί τους βάθυνε.
Νόμιζαν κι οι δύο πως το κύμα τελικά τους πήρε μαζί του και τους οδηγούσε στα βάθη της θάλασσας.
Οι φωνές του κόσμου ήταν το σωσίβιο που τους έβγαλε στην επιφάνεια. Δεν ήταν φιλί αποχαιρετισμού. Είχε πάθος. Είχε έναν έρωτα. Έκρυβε ελπίδα. Ελπίδα ότι θα περνούσαν κι οι δύο τις πιο ευτυχισμένες τους μέρες.
Έγιναν δύο ξένοι, στο παρόν, γεμάτοι ελπίδα κι έρωτα.
Έπλεξαν τα δάχτυλά τους και ξεκίνησαν να περπατούν κατά μήκος που παλιού λιμανιού. Δεν ξεχώριζαν από κανένα ερωτευμένο ζευγάρι. Το μαζί φώναζε από χιλιόμετρα. Ο έρωτας τους έκανε να λάμπουν σαν αστέρια.
Εκείνη αναρωτιόταν πως γίνεται δύο ξένοι άνθρωποι να νιώθουν τόσο έντονα κι οικεία μεταξύ τους μετά από μόνο μερικές ώρες. Είναι δυνατόν να νιώθει τόσο ευτυχισμένη μ’ έναν άνθρωπο που δε γνώριζε; Προσπαθούσε να διώξει αυτές τις σκέψεις μακριά και να ζήσει τις στιγμές αυτές μαζί του. Ένιωθε ερωτευμένη. Ένιωθε πλήρης αλλά για κάποιον λόγο, κάθε φορά που βρισκόταν μαζί του κάτι την τρομοκρατούσε και τη φόβιζε. Κάτι στη χλωμή του όψη.
«Θέλω να έρθεις να κοιμηθείς μαζί μου;», της ψιθύρισε ο Φοίβος στο αυτί κι ένιωσε την καρδιά της να λιώνει. Η ανάσα του ούρλιαζε στ’ αυτιά της. Την άκουγε. Γεμάτη επιθυμία και προσμονή. Δεν το σκέφτηκε στιγμή. Έσκυψε και τον φίλησε. «Αυτό είναι ναι;», τη ρώτησε. Η Νατάσα κούνησε θετικά το κεφάλι της κι αφέθηκε στην αγκαλιά του για να την οδηγήσει στο ξενοδοχείο του.
Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω τους, η Νατάσα πέταξε τα πράγματά της στο πάτωμα κι ανέβηκε στην αγκαλιά του. Εκείνος, κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο κι άρχισε να τη φιλάει. Τα χέρια του ταξίδεψαν σ’ όλο της το κορμί και το ρίγος που άφηνε στο διάβα του δεν έλεγε να περάσει. Αργά και σταθερά την ακούμπησε στο έδαφος και την οδήγησε στο κρεβάτι. Στάθηκαν αντικριστά και με αργές κινήσεις ξεφορτώθηκαν τα ρούχα τους. Η Νατάσα ξάπλωσε πρώτη κι ο Φοίβος την ακολούθησε.
Κάτι όμως τον εμπόδισε και κοντοστάθηκε. Κάθισε καθιστός με σκυμμένο το κεφάλι και την πλάτη του στραμμένη προς εκείνη. «Θα σε πειράξει να κοιμηθούμε γιατί δε νιώθω πολύ καλά;», της είπε χωρίς καν να την κοιτάξει. «Ξέρω πως αυτό που κάνω είναι απαίσιο αλλά έχω ταλαιπωρηθεί πολύ σήμερα και δε νομίζω ν’ αντέξω…». Ασυναίσθητα η Νατάσα απομακρύνθηκε από κοντά του κι άρχισε να ντύνεται.
Ο Φοίβος σηκώθηκε με φανερή δυσκολία, πήρε κάτι απ’ την τσάντα του και κλειδώθηκε στο μπάνιο. Η Νατάσα ήθελε να σηκωθεί και να φύγει αλλά κάτι την κράτησε καθηλωμένη στη θέση της. Μετά από λίγη ώρα ακούστηκε ο ήχος του ξεκλειδώματος. Η Νατάσα σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Ήταν πιο χλωμός από ποτέ. Πρώτη φορά, απ’ τη στιγμή που γνωρίστηκαν, είχε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει. Το γυμνό του σώμα, χλωμό και σκελετωμένο. Ήταν πραγματικά μια σκιά του εαυτού του. Εκείνος προσπάθησε να ντυθεί και σχεδόν παραπατώντας, κάθισε δίπλα της.
«Νατάσα συγνώμη. Δε φταις εσύ. Δεν ξέρω για ποιο λόγο άφησα τον εαυτό μου, μαζί σου, ελεύθερο. Κάτι με τράβηξε σε σένα απ’ την πρώτη στιγμή που σε είδα, αλλά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να κοιμηθούμε και το πρωί, οι δρόμοι μας να χωρίσουν. Έχεις κάθε δικαίωμα να είσαι θυμωμένη αλλά πίστεψέ με, είναι μονόδρομος!».
Η Νατάσα δε βρήκε τις κατάλληλες λέξεις και σηκώθηκε να φύγει. Δεν υπήρχε λόγος να είναι εκεί. Τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια κι έπιασε το πόμολο της πόρτας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ξεστόμισε τον αριθμό.
«Δύο, Νατάσα. Έχω δύο μήνες ζωής ακόμα. Έχω καρκίνο στο τελευταίο στάδιο και δε θέλω χημειοθεραπείες. Ήρθα εδώ για να πιώ κυριολεκτικά μέχρι θανάτου, αλλά στο πλοίο εμφανίστηκες ξαφνικά και ξαναμπήκε λίγο φως στη ζωή μου. Δεν ξέρω πως να διαχειριστώ όλο αυτό που νιώθω για σένα. Σε θέλω αλλά δεν μπορώ να σε τραβήξω μαζί μου. Θα χειροτερέψω. Θα είναι δύσκολο και δε σου αξίζει».
Το χέρι της Νατάσας έπεσε απ’ το πόμολο κι έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Δε χρειάστηκαν λόγια. «Ας κοιμηθούμε», του είπε και τον έκλεισε στην αγκαλιά της. Ένιωθε πολλά γι’ αυτόν τον άνθρωπο, όσο νωρίς κι αν ήταν. Για κάποιο λόγο έγινε αυτό στο σμίξιμο κι ήταν περίεργη να τον βρει.
Το επόμενο πρωί έγιναν ένα. Αργά και παθιασμένα όπως ακριβώς κι η γνωριμία τους. Πέρασαν δύο μέρες βουτηγμένοι σ’ ένα πάθος που κανένας απ’ τους δύο δεν ήταν διατεθειμένος να σωθεί. Ήταν οι πιο ευτυχισμένες μέρες τις ζωής τους. Η Νατάσα έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος. Δύο μήνες κράτησε. Δύο μήνες γεμάτοι έρωτα κι αγάπη. Εκείνη ήταν πραγματικά ευτυχισμένη κι εκείνος, ένας άγγελος. Ο άγγελός της.
Όταν ο Φοίβος έφυγε, πήρε κι ένα κομμάτι της Νατάσας μαζί του. Τον ερωτεύτηκε περισσότερο απ’ όσο πίστευε ότι μπορούσε και το άξιζε. Όταν ξημέρωσε εκείνη η μέρα, τον φίλησε και του υποσχέθηκε πως θα τον αγαπάει για πάντα. Την υπόσχεσή της την τήρησε.
Από δυο ξένοι με κοινό προορισμό, γεμάτοι έρωτα κι ελπίδα, έγιναν ένα.
Τώρα, η Νατάσα ταξιδεύει πάλι για τη Μύκονο. ‘Έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που έχασε το Φοίβο κι αρχίζει σιγά-σιγά να νιώθει πάλι ολόκληρη. Το μισό που πήρε ο Φοίβος μαζί του δε θα γυρίσει πίσω, όμως το δώρο που της άφησε θα το καλύψει και με το παραπάνω.
Έσκυψε και κοίταξε την αγκαλιά της. Η μικρογραφία του κοιμόταν μέσα στη γαλάζια του κουβέρτα, γαλήνιος κι ευτυχισμένος. Δύο άτομα που ταξιδεύουν με κοινό προορισμό. Δύο σώματα με μια ψυχή. Δε θα είναι ποτέ ξανά μόνη. Θα είναι πάντα δύο.
«Φοίβο, καλωσήρθες στο νησί που γνώρισα τον μπαμπά σου».