Δεν θα πίστευε ξανά στον έρωτα και στην αγάπη είχε πει. Πληγώθηκε και δεν μπορούσε, αλλά και δεν ήθελε να πιστέψει ξανά σ’ αυτά. Φαίνεται τον είχε πληγώσει αρκετά και τον είχε οδηγήσει στο άλλο άκρο. Για εκείνον όλες ήταν πια ίδιες. Όλες ικανές να πληγώσουν και να προδώσουν. Έτσι εκείνος έχτισε έναν τοίχο και δεν άφησε πάνω σε αυτόν ούτε μία χαραμάδα για να μπορεί κάποια να δει και να τον διαπεράσει. Ένιωθε ασφαλής και με αυτόν τον τρόπο άρχιζε να πληγώνει αυτός, να γίνεται ίδιος με το πρόσωπο που τον τραυμάτισε ανεπανόρθωτα.
Είχε τελειώσει από μια μακροχρόνια σχέση και ήταν έτοιμη να ξεκινήσει τη νέα της ζωή. Απαλλάχτηκε από εκείνους που δεν ήταν άφηναν να προχωρεί. Άφησε πίσω της καταστάσεις που δεν της έδιναν την ελευθερία που επιζητούσε. Τελείωσε με έναν άνθρωπο που την είχε κάνει να χάσει τα ιδανικά, τον δρόμο της, τις πεποιθήσεις της, μα κυρίως την είχε κάνει να χάσει εκείνη μέσα στην σχέση τους. Ήταν έτοιμη να για τον νέο κύκλο που τότε ξεκινούσε για εκείνη. Είχε υποσχεθεί ότι δεν θα άφηνε καμιά ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Θα ζούσε για εκείνη με τις τρέλες και τα λάθη που ήθελε να κάνει.
Βέβαια η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνον και για εκείνη. Τους έφερε κοντά. Μια ένωση τρομερά εκρηκτική και παθιασμένη. Μια ένωση που πήρε αρκετό καιρό για να ωριμάσει στο μυαλό του καθένα. Μια ένωση που για κάποιους ήταν προδιαγεγραμμένη, για κάποιους απροσδόκητη, για κάποιους με ημερομηνία λήξης και για κάποιους ικανή να αλλάξει την θεώρηση και των δύο. Μια ένωση που θα αποδείκνυε ότι η αγάπη μπορεί να γιατρέψει όλες τις πληγές και ότι μπορεί να κάνει τα τόσο ανόμοια να δεθούν με μια κάτι τόσο δυνατό που μόνο εκείνοι που το έχουν νιώσει μπορούν να το περιγράψουν.
Αφού πέρασαν από σαράντα κύματα και πια είχε ωριμάσει μέσα τους, ήρθε εκείνη η παθιασμένη μοιραία ένωση.
Ο καιρός είχε αλλάξει. Το κρύο, ο βοριάς, τα χοντρά φούτερ, παλτό και μπουφάν είχαν αρχίσει να γίνονται μέρος της καθημερινότητας όλων. Εκείνος και εκείνη έκλειναν σχεδόν οχτώ μήνες με το να είναι μαζί. Οχτώ μήνες που κανείς δεν μπόρεσε να πιστέψει ότι έγιναν πραγματικότητα. Όμως μια κάποια φθορά και ένα κάποιο παράπονο είχε συγκεντρωθεί.
Είχαν καιρό να μιλήσουν και η καθημερινότητά τους είχε αλλάξει αρκετά. Ο χρόνος τους μειώνονταν και η ρουτίνα είχε αρχίσει να τους απομακρύνει χωρίς καν να το καταλάβουν. Μια μέρα εκείνη ήθελε να τον δει και ενώ είχε πείσει τον εαυτό της ότι δεν θα ξαναέκανε την πρώτη κίνηση λύγισε. Λύγισε γιατί ήθελε να τον έχει δίπλα της. Ήθελε να δει από κοντά το πλατύ του χαμόγελο. Ήθελε να χαϊδέψει τα απαλά του μαλλιά ενώ έβλεπαν ταινία. Ήθελε να την πάρει αγκαλιά ενώ κοιμόντουσαν. Ήθελε να κάνουν όλα αυτά που μόνο εκείνοι καταλάβαιναν, που μόνο εκείνοι ένιωθαν αυτόν τον έντονο παλμό στην καρδία τους, λες και ήταν μικρά παιδία ξανά. Πράγματα που ενώ για τους άλλους έμοιαζαν βλακώδη για εκείνους ήταν ο μυστικός τους τρόπους να επικοινωνούν. Να δένονται ακόμα περισσότερο. Να γίνονται σιγά-σιγά ένα.
Το μήνυμα στάλθηκε και η απάντηση ήταν θετική. Η συνάντηση είχε οριστεί και η μοίρα είχε αρχίσει ήδη να στήνει το σκηνικό για αυτό που θα επακολουθούσε εκείνο το βράδυ. Η νύχτα είχε πέσει από νωρίς, όπως γίνεται το χειμώνα και ο ουρανός είχε πάρει το κόκκινο χρώμα , που παίρνει πριν αρχίσει να χιονίζει. Εκείνη, όπως κάθε φορά, βρισκόταν στην ώρα της κάτω από το σπίτι του. Εκείνος, συνεχώς της τελευταίας στιγμής , είχε βγει από το μπάνιο και έτρεχε πανικόβλητος να βρει θα βάλει και να προλάβει να ετοιμαστεί. Το θυροτηλέφωνο χτύπησε και ένα:
-‘Όχι ρε γαμώτο!’
ξέφυγε από τα χείλη του. Ήξερε ότι είχε αργήσει. Φόρεσε βιαστικά το πουκάμισό του, πήρε το πορτοφόλι του και κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες. Τον περίμενε έξω από την πόρτα. Με την μαύρη φούστα της και το μαύρο παλτό της.
-‘Πάλι εύθυμα ντυμένη’ είπε.
-‘Ξέρεις ότι είναι το αγαπημένο μου χρώμα’ απάντησε με επικριτικό τόνο στην φωνή της.
Την φίλησε, την αγκάλιασε, πράγμα το οποίο έκανε μόνη σε κείνη, πέρασε το χέρι του πίσω από τους ώμους της και ξεκίνησαν την βόλτα τους. Το βράδυ κυλούσε όμορφα μέχρι που μια παρεξήγηση και μια διαφωνία τους θύμισε ξανά το πόσο ετερώνυμοι είναι και ταυτόχρονα πόσο εγωιστές. Τσακώθηκαν και συμφώνησαν με γρήγορες και επιπόλαιες διαδικασίες να τελειώσουν όλο αυτό που είχα καταφέρει να χτίσουν μέσα σε αυτούς τους οχτώ μήνες. Χωρίστηκαν και πήραν διαφορετικούς δρόμους. Εκείνη μόλις από απομακρύνθηκε λίγο έστριψε σ’ ένα στενό και ξέσπασε σε λυγμούς. Εκείνος περπατούσε αδιάφορα, όπως κάθε φορά. Λίγο πριν φτάσει στο σπίτι του, κλώτσησε έναν κάδο από τα νεύρα του. Έφτασε σπίτι της και έπεσε κατευθείαν για ύπνο. Δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά από το κλάμα και δεν ήθελε να σκέφτεται τη είχε, μόλις συμβεί. Εκείνος ξάπλωσε, άλλα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν όλες τις δυσκολίες, τα ξενύχτια τους, τις διακοπές τους, τα βράδια που καθόντουσαν και έβλεπαν ταινίες ή συζητούσαν ακούγοντας τα αγαπημένα τους κομμάτια, τις παθιασμένες τους βραδιές, το βλέμμα της που μόνο εκείνο καταλάβαινε. Σκεφτόταν τον τρόπο που κατάφερνε ο ένας να καταλαβαίνει τον άλλον. Και κάπου εκεί άρχισε να καταλαβαίνει ότι είχε αρχίσει να αγαπάει. Να αγαπάει ξανά.
Το επόμενο πρωί δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του. Την σκέφτονταν όλη μέρα. Στην σχολή, στην προπόνηση, ακόμα και όταν έκανε συζητήσεις με άλλους το μυαλό του και ο λογισμό του έτρεχε σε εκείνη που τώρα ποια αγαπούσε. Μέχρι που γύρισε σπίτι του, έκανε ένα μπάνιο και ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Πήρε το κινητό στα χέρια του και την παίρνει τηλέφωνο. Εκείνη από την άλλη μεριά βρίσκονταν στο μαγαζί του δούλευε η κολλητή της. Βλέπει την κλήση του και δεν απαντά. Εκείνος ταράζετε αλλά δεν τα παρατά. Εκνευρίζεται και ξεφυσώντας την ξαναπαίρνει τηλέφωνο. Το σηκώνει και με ήρεμη φωνή το λέει:
-‘Παρακαλώ, ποίος είναι;’
-‘Εγώ είμαι , που είσαι πρέπει να μιλήσουμε’ απαντά εκείνος.
-‘Είμαι στο μαγαζί της κολλητής μου.’
-‘Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί, θα έρθω να σε πάρω να πάμε μια βόλτα.’
-‘Δεν ξέρω αν θέλω.’
-‘Έρχομαι.’ (Απαντά εκείνος και πετάγεται από το κρεβάτι του και ντύνεται βιαστικά.)
Φτάνει στο μαγαζί και την βλέπει να κάθεται στην μπάρα μιλώντας με την φίλη της και πίνοντας το αγαπημένο της κρύο τσάι. Εκείνος χαιρετά, πληρώνει της δίνει το παλτό της και φεύγουν. Στο δρόμο τον σταματά και τον ρωτά που πάμε.
-‘Να διορθώσουμε τα λάθη μας.’ Αποκρίνεται εκείνος.
Σταματά σε ένα περίπτερο αγοράζει το αγαπημένο τους ποτό και έπειτα συνεχίζουν για το σπίτι του. Μόλις έφτασαν κάτω από την εξώπορτα της πολυκατοικίας του του λέει ότι δεν θέλει να ανέβει. Εκείνος την φιλά και την τραβάει απαλά και μπαίνουν μέσα. Στο σπίτι κάθονται στο σαλόνι ο καθένας στις αγαπημένες τους θέσεις. Εκείνος βάζει δύο ποτήρια ποτό και πίνει μια γουλιά. Την κοιτάει στα μάτια και της ζητά συγνώμη. Είχε βουρκώσει.
-‘Δεν πίστευα πως θα υπάρξει ξανά την ζωή μου κάποιος που θα διώξει τους φόβους μου μακριά, που θα καταλάβει τα ενδιαφέροντα και τις ανησυχίες τους, που θα με αποκλείσει από τον κύριο κορμό των άλλων, κάνοντάς με να νιώθω ότι «υπάρχει κάποιος που δεν θα με προδώσει». Έκανες πέρα τις συναισθηματικές μου διακυμάνσεις, άγχος και τον εγωισμό μου. Μπορούσες να καταλάβεις πότε η σιωπή μου ήταν σιωπή πόνου και πότε όλα αυτά που μάζευα μέσα μου ήταν έτοιμα να με σκοτώσουν. Μπορεί να μην βρισκόμασταν αλλά νοητικά και συναισθηματικά να υπήρχες στο μυαλό και στην καρδία μου.’
Εκείνη τον κοίταξε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. Για αρκετή ώρα επικρατούσε σιωπή, όμως τα στριφτά τσιγάρα έσβηναν και άναβαν το ένα μετά το άλλο. Εκείνος σε μια στιγμή σηκώθηκε και άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Ακούμπησε τους αγκώνες του στα κάγκελα και άναψε το τσιγάρο που είχε στρίψει. Εκείνη τον πλησίασε και τον αγκάλιασε από πίσω τρυφερά. Του γύρισε το μάγουλο και τον φίλησε. Πήγε κοντά στο αυτί του και του ψιθύρισε:
-‘Σ’ αγαπώ και ας είσαι εγωιστής.’
Εκείνος την πιάνει τρυφερά πίσω από τον κεφάλι την φιλά και της ψιθυρίζει στο αυτί:
-‘Σ’ αγαπώ γιατί μου έμαθες τους η αγάπη μπορεί να με αλλάξει και να αλλάζει οτιδήποτε υπάρχει γύρω μας.’
-‘Έλα μικρέ μου πάμε μέσα. Όλα θα τα αντιμετωπίσουμε μαζί.’
Η αγάπη θα είναι συνεχώς σύμβουλός μας…