“Η Ελπίδα κι η Ευθύνη” του Νίκου Ελλή

Παιδί ήμουν τότε. Είχα βγει στην αυλή κι έπαιζα με τα χώματα. Το χώμα ήταν νωπό. Είχε βρέξει τις προηγούμενες μέρες. Έπαιζα με τα χέρια μου, με το υγρό χώμα. Κάποια στιγμή κοίταξα τα χέρια μου καθώς αυτά είχαν γεμίσει χώματα. Το χώμα πάνω στα χέρια μου, καφετί, είχε σχηματίσει κάτι. Το έβλεπα, το καταλάβαινα, το ένιωθα είχε σχηματίσει κάτι. Δε μπορούσα να προσδιορίσω τι, αλλά ήμουν σίγουρος, ήταν κάτι. Το κοίταξα καλύτερα κάτι μου θύμιζε. Το κοίταξα λίγο πλάγια από τη μία, λίγο πλάγια από την άλλη, ίσια, ανάποδα.

Ανάποδα! Γύρισα τα χέρια μου σαν να κάνω αγκαλιά και είχα τις παλάμες ανοικτές. Το κοίταξα καλύτερα. Μα ναι, είναι ολοφάνερο αυτό είναι. Όλη η γη, όλες οι ήπειροι είναι σχηματισμένες στις παλάμες των χεριών μου από το χώμα που έπιανα. Καθαρά, νάτη η Αμερική, η Βόρεια, η Νότια, η Ευρασία, η Αφρική, η Ωκεανία. Ήμουν καλός στη γεωγραφία και μάλιστα πρόσφατα τις είχαμε κάνει μάθημα στο σχολείο. Τις ξανακοίταξα μία προς μία, περίεργο αλλά νάτες, αυτές είναι. Τότε κύλησε μια σταγόνα νερού από το νωπό χώμα στο χέρι μου, – κι η θάλασσα – αναφώναξα γεμάτος σιγουριά, σαν επιβεβαίωση της ανακάλυψής  μου.

Πω! Πω! σκέφτηκα, για φαντάσου, όλος ο κόσμος είναι στα χέρια μου, στις δυο παλάμες μου. Όλος ο κόσμος από χώμα είναι φτιαγμένος, και στις δυο παλάμες μου από χώμα φτιάχτηκε. Ένιωσα πολύ όμορφα και σκεφτόμουν συνεχώς την ίδια φράση: «Όλος ο κόσμος είναι στα χέρια μου! Όλος ο κόσμος είναι στα χέρια μου!», ίσως ελαφριά με τα χείλη μου το ψέλλιζα κιόλας, «όλος ο κόσμος είναι στα χέρια μου!».

Μετά από λίγο ένιωσα ένα βάρος και συνέχιζα να σκέφτομαι την ίδια φράση, αλλά με άλλο τόνο πια. Πιο βαριά, με λίγη ανησυχία: «όλος ο κόσμος είναι στα χέρια μου …». Προοδευτικά το βάρος και η ανησυχία που ένιωθα μεγάλωναν μέσα μου. Σαν μια πελώρια ευθύνη που την ένιωθα δυσβάστακτη να τη σηκώσω με αυτούς τους ώμους στους οποίους κατέληγαν αυτά τα χέρια που κρατούσαν όλον τον κόσμο.

Ένιωθα την κάρδια μου εναγωνίως να χτυπά πολύ δυνατά και γρήγορα. Προσπάθησα να ηρεμήσω, το ομολογώ, δεν τα κατάφερα. Το σκέφτηκα για λίγο, κούνησα το κεφάλι καταφατικά στον εαυτό μου και πήγα τρέχοντας στη βρύση. Την άνοιξα γρήγορα γρήγορα με άγαρμπες κινήσεις, έβαλα τα χέρια μου από κάτω, και το νερό άτσαλα έπεσε πάνω στο χώμα των χεριών μου. Είδα να χάνονται και οι Αμερικές και οι Ευρώπες και οι Ασίες, όλα. Έτρεχαν μαζί με το νερό να συναντήσουν το χώμα κάτω από τη βρύση της αυλής. Έτριψα τα χέρια μου καλά κι αφού σιγουρεύτηκα ότι καθάρισαν εντελώς, έκλεισα τη βρύση. Χωρίς να το πολυσυνειδητοποιήσω ο ρυθμός της καρδιάς άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί, η αναπνοή άρχισε να βρίσκει τον κανονικό της ρυθμό. Ήθελα, οπωσδήποτε, να πλύνω τα χέρια μου, να φύγει το χώμα από πάνω τους, διώχνοντας έτσι την ευθύνη από πάνω μου και το βάρος που ένιωθα.

Διαβάστε επίσης  "Το όνομα μου: Κορίνα" της Κυριακής Πετρίδου

Ηρέμησα κι ένιωσα πιο ανάλαφρος και αναλογίστηκα: «τι σου πέρασε από το μυαλό, άκου κει, όλος ο κόσμος στα χέρια σου …». Φαντάσου, όμως, σκέφτηκα, τι ευθύνη, τρόμαξες και που το σκέφτηκες. Γύρισα ήσυχος στο παιχνίδι και συνέχισα προσπαθώντας να το ξεχάσω, με επιχειρήματα του τύπου: «η ιδέα σου ήταν», «αποκλείεται». Μα ακόμα το θυμάμαι!

Και το θυμήθηκα σήμερα μετά από πολλά χρόνια που πια, σαν μεγάλος που είμαι, δεν παίζω με τα χώματα αλλά παίζω με πιο καθαρά και σοβαρά παιχνίδια, με κάτι χάρτινα παιχνίδια που είναι για μεγάλους. Και το θυμήθηκα σήμερα, διότι η σημερινή ημέρα μοιάζει με εκείνη τη μέρα. Το χώμα είναι νωπό κι από το παράθυρό μου βλέπω τα παιδιά στο σχολείο να παίζουν με τα χώματα, όπως εγώ τότε. Τα χαίρομαι είναι ωραίο παιχνίδι και βλέπω τη χαρά στα πρόσωπά τους καθώς παίζουν με τα χώματα. Παρατηρώ τα πρόσωπά τους, νιώθω μαζί τους και νιώθω πολύ όμορφα.

Ξαφνικά, το πρόσωπό τους αλλάζει, το νιώθω κάτι έγινε. Δεν καταλαβαίνω τι, αλλά το νιώθω κάτι έγινε. Ένας δάσκαλος, με βιαστικό βήμα και αυστηρό ύφος τα πλησιάζει. Νιώθω πως νιώθουν τα παιδιά, τα μαλώνει και με κινήσεις των χεριών του, τους ζητάει να τον ακολουθήσουν. Αυτά απρόθυμα, με χαμηλομένο βλέμμα, τον ακολουθούν. Που πάνε, αναρωτήθηκα. Κατευθύνονται στη βρύση του σχολείου και με χαρακτηριστικές κινήσεις τους βάζει να πλύνουν καλά καλά τα χέρια τους να φύγουν τα χώματα. Ύστερα τα βάζει στη σειρά και τους μιλάει, επιτακτικά κουνώντας το δάκτυλο προς αυτά. Δεν ακούω τα λόγια του, αλλά αντιλαμβάνομαι το νόημα τους. «Μην παίζετε με τα χώματα, γιατί λερώνεστε. Να παίζετε πιο καλά παιχνίδια. Τα καλά παιδιά παίζουν όμορφα παιχνίδια. Α και να μην το ξεχάσω, μη σας ξαναδώ στα χώματα, εντάξει;»

Διαβάστε επίσης  "Η ζωγραφιά" του Γιάννη Αδελιανάκη

Σε μια άλλη γωνιά της αυλής του σχολείου παρατηρώ μια μητέρα με το μικρό της παιδί πιασμένο από το χέρι να περπατά αμίλητη, εμφανώς εκνευρισμένη με βήμα ταχύ που το παιδί δυσκολεύεται να ακολουθήσει και κάποιες φορές αναγκάζεται να βρίσκεται στον αέρα. Το τραβά από το χέρι προς τη βρύση. Θυμωμένη παίρνει τα μικρά λερωμένα με χώμα χέρια του και του τα πλένει άτσαλα όπως όπως για να φύγουν τα χώματα.

Και δίπλα τους, σαν να μην υπήρχαν, ή σαν να μην τους είχα δώσει σημασία μέχρι τώρα, είναι ένα άλλο παιδί με μια κυρία, μάλλον τη μαμά του. Το παιδί έχει χώματα στα χέρια του και κοιτάζει τις παλάμες του, ανάποδα, σαν εμένα τότε. Τώρα τις γυρίζει κανονικά και τις δείχνει στην κυρία, στη μαμά του. Τα μάτια και των δυο λάμπουν σαν κάτι θαυμαστό να βλέπουν. Με κοιτάζουν και οι δυο τους, ταυτόχρονα μες στα μάτια, με έντονο διαπεραστικό βλέμμα για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή. Ύστερα κοιτάζουν ο ένας τον άλλο και η μητέρα με τα δυο δικά της χέρια απαλά αγκαλιάζει τα χέρια του παιδιού κλείνοντάς τα τρυφερά, ώστε να αγκαλιάσουν με τη σειρά τους αυτό που είχαν μέσα τους, πάνω στις παλάμες τους. Τα πρόσωπά τους φωτοβολούν χαρά και ηρεμία. Είναι αφύσικα φωτεινά. Η μητέρα χαϊδεύει το παιδί στο κεφάλι και του δίνει ένα γλυκό φιλί στο μάγουλο. Κοιτάζονται στα μάτια. Το παιδί αρχίζει να τρέχει χαρούμενο με τα χέρια του απαλά κλειστά.

Προς τα πού πηγαίνει; σκέφτηκα. Ανοίγω το οπτικό μου πεδίο. Χτύπησε το κουδούνι. Δεν το άκουσα, μα δε χρειάζεται να το ακούσω. Τα παιδιά τρέχουν προς την πόρτα του σχολείου, σα μελίσσι που το κάλεσε η βασίλισσα να γυρίσει στην κυψέλη. Το παιδί ανακατεύτηκε με τα άλλα παιδιά, δεν το έβλεπα πια. Γυρίζω στην πλευρά που καθόταν η μάνα, δεν ήταν εκεί πια.

Διαβάστε επίσης  "To Τζιν" της Αλεξάνδρας Τσαταντζίδου

Αναρωτήθηκα, σίγουρα είδα το παιδί και τη μητέρα ή μήπως ήταν η ιδέα μου. Κι αν τους είδα πράγματι, τι είδαν στις παλάμες του παιδιού; Και μετά, γιατί με κοιτάξανε κι οι δυο ταυτόχρονα βαθιά μες στα μάτια; Κι αυτό που είχα δει εκείνη τη μέρα, όταν έπαιζα με τα χώματα μικρό παιδί, μήπως πράγματι το είδα; Κι αν έβλεπε το παιδί με τη μητέρα του το ίδιο πράγμα με εμένα;

Το κράτησε με χαρά και ηρεμία, δεν πήγε να πλύνει τα χεριά του θέλοντας να το διώξει από πάνω του. Δε ξέρω γιατί και ούτε με ενδιέφερε να το εξηγήσω, αλλά το ένιωθα – ήμουν σίγουρος – και για την ύπαρξη της μητέρας και του παιδιού όπως και για αυτό που είχα δει εκείνη τη μέρα εγώ ο ίδιος σαν παιδί. Ένιωσα την επιθυμία να τους δώσω ένα όνομα, να μην τους λέω το παιδί και η μητέρα. Μεμιάς, για τη μητέρα μου ήρθε το όνομα Ελπίδα. Το παιδί δεν πρόσεξα αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Και τι σημασία έχει, σκέφτηκα, και αβίαστα το ονόμασα Ευθύνη. Ωραία σκέφτηκα, μου αρέσει, η Ελπίδα κι η Ευθύνη.

Μια σκέψη εκείνη τη στιγμή πέρασε απ’ το μυαλό μου. Μήπως τους έδωσα τα ονόματα ανάποδα; Γιατί συνήθως η ευθύνη ταιριάζει στους μεγάλους ενώ η ελπίδα συνήθως ταιριάζει στα παιδιά. Εσωτερικός άνεμος φύσηξε να σκορπίσει αυτή τη σκέψη του μυαλού μου, σαν να μου έγνεφε ότι τα ονόματα που μου «ήρθαν» αρχικά, είναι τα σωστά. Κάθε αμφιβολία μου σκόρπισε, ένιωσα σίγουρος. Έκλεισα απαλά τα μάτια μου – γαληνεμένος – και στην κολυμπήθρα του μυαλού μου βούτηξα μαζί τρεις φορές τη μητέρα και το παιδί, κοίταξα πρώτα τη μητέρα μετά το παιδί και γνέφοντας ελαφριά με το κεφάλι σχημάτισα με τα χείλη «η Ελπίδα κι η Ευθύνη».

 

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Μπορεί το διάβασμα να μας κάνει εξυπνότερους;

Το διάβασμα μπορεί να είναι μια πηγή απόλαυσης και χαλάρωσης
the substance

The Substance: Φήμη και Φθορά

Η φήμη, συχνά θεωρούμενη ως το απόλυτο όνειρο για πολλούς,