“Ένα βράδυ ακόμα…” της Καλόμοιρου Μαρία

Δεν χρειάστηκε παραπάνω από ένα βλέμμα. Το ήξερε… το ένιωθε… Μεταξύ τους οι «κοινές» λέξεις ήταν πάντα περιττές. Η έκφραση του προσώπου της, όταν τον είδε ήταν προφανής. Τον είχε αναγνωρίσει, παρά την φθορά των 10 χρόνων που είχαν περάσει. Ναι… Κάπου τόσα θα’ ναι. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, σαν μία έκρηξη, χρόνια προετοιμασμένη, όλες οι αναμνήσεις ξεπηδούν από το σκοτάδι της λήθης, όπου είχαν κρυφτεί. Αναμνήσεις έρωτα, αγάπης, πόθου, αποχωρισμού…

Εκείνη διστακτική μέσα από το μπαρ, δεν φαινόταν σίγουρη τι έπρεπε να κάνει… Έπειτα μετά από μερικά ατελείωτα λεπτά, ανακτώντας την αυτοπεποίθηση της, φόρεσε το πονηρό της χαμόγελο και πήγε κοντά του χωρίς κανέναν πλέον δισταγμό. «Βρε βρε… Κοίτα ποιον έφερε ο άνεμος. Δεν θυμάμαι να ήσουν λάτρης των μπαρ. Ειδικά αυτών με ροκ και μέταλ μουσική…».

Έσκυψε μπροστά του πλησιάζοντας τον σχεδόν σε απόσταση αναπνοής. Είναι λες και δεν άλλαξε τίποτα πάνω της. Τα μακριά, κατάμαυρα μαλλιά της, το σώμα της, η φωνή της, το άρωμα της… Ακόμα και τα αγαπημένα της σκουλαρίκια… Είναι, λες και οι αναμνήσεις του από τότε, πήραν σάρκα και ήρθαν να του θυμίσουν αυτά που έμειναν στο χτες.

«Μου έμεινε μάλλον συνήθεια…» της είπε γελώντας ειρωνικά.

Advertising

Advertisements
Ad 14

«Τι να σου βάλω να πιεις;  Το ίδιο όπως παλιά;»

«Θυμάσαι ακόμα το παλιό;»

«Κάποια πράγματα δεν ξεχνιούνται…» του είπε ψιθυριστά και ετοίμασε με γρήγορες μηχανικές κινήσεις το ποτό.

«Ορίστε… Λοιπόν, για πες. Πώς και από τα μέρη μας;»

Advertising

«Είχα ανάγκη από ένα διάλειμμα επειγόντως. Δεν ήξερα πως δούλευες εδώ. Βασικά δεν ήξερα καν ότι ζούσες εδώ στην πόλη. Πότε ήρθες;»

«Έχω αρκετά χρόνια εδώ. Για αλλού ξεκίνησα και αλλού βρέθηκα. Δεν πειράζει όμως. Μου αρέσει κι εδώ. Κατά κάποιον τρόπο βρήκα την ηρεμία μου… Εσύ; Ακόμα παίζεις με καπιταλιστικά παιχνιδάκια με τους φίλους σου;»

Το βλέμμα του χαμήλωσε στο μισοάδειο ποτήρι που κρατούσε στα δυο του χέρια. «Ποτέ δεν σου άρεσε ούτε η δουλειά μου, ούτε τα όνειρα μου. Ακόμα μου το κρατάς…».  Αμήχανος και πικραμένος χάθηκε για λίγο στην ανάμνηση του αποχαιρετισμού τους. Εκείνη την νύχτα όταν της ανακοίνωσε ότι θα έφευγε μακριά για έναν άλλο κόσμο… Την τελευταία τους νύχτα.

«Ξέρεις… Δεν είχα ακριβώς πρόβλημα με τα όνειρα σου ή την δουλειά σου.  Με τον τρόπο που ήθελες να τα πετύχεις είχα πρόβλημα».  Το βλέμμα της στάθηκε για λίγο πάνω του  κουρασμένο και πληγωμένο. «Τέλος πάντων. Παλιές ιστορίες… Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα… Μπορείς να σκοτώσεις λίγη ώρα και να μιλήσουμε μετά; Σε κάνα δίωρο θα έχω τελειώσει…»

Διαβάστε επίσης  "Η Ελπίδα κι η Ευθύνη" του Νίκου Ελλή
Advertising

Εκείνος έμεινε για λίγος σκεπτικός, κοιτώντας νευρικά τα χέρια του. Τι ήθελε πραγματικά να κάνει; Μέχρι τώρα τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω. Όλα. Το κόστος ήταν μεγάλο και το πλήρωσε μέχρι τελευταίας δεκάρας για να φτάσει εδώ που ήταν. Την οικογένεια του, τους φίλους του, την Άννα… Όλα τα άφησε για να ξεφύγει. Ένα ερωτηματικό υπήρχε πάντα μέσα του και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Ακόμα και αυτό το ταξίδι, δεν είχε άλλον σκοπό, πέρα από το να ξεχαστεί για λίγο από την τρέλα της ζωής του. Γιατί τώρα να εμφανιστεί εκείνη μπροστά του. Από όλες τις φορές, γιατί τώρα; Από όλους, γιατί εκείνη…

Η Άννα τον έχει αφήσει μόνο με τις σκέψεις του, εξυπηρετώντας και τους υπόλοιπους πελάτες. Που και που την έπιανε να του ρίχνει κλεφτές ματιές, προσπαθώντας να μαντέψει την διάθεση του, αλλά γρήγορα έστρεφε ξανά την προσοχή της στην δουλειά. Τι είχαν άραγε να πουν μετά από τόσα χρόνια…

Τρεις ώρες αργότερα την ακολουθούσε σαν υπνωτισμένος εκεί που τον οδηγούσαν τα βήματα της. Έτρεμε σύγκορμος… Ένιωθε άραγε και εκείνη την ίδια ένταση όπως και εκείνος; Την ίδια αμηχανία; Τι να της επιφύλαξε άραγε και εκείνης η ζωή…

Μπαίνοντας στο μικρό διαμέρισμα της ένιωσε λες και βρισκόταν σε μια παγίδα του χρόνου. Ξανά μέσα στον κόσμο της, στις ιδέες της, στην ζωή της. Σαν να μην άλλαξε τίποτα, και σαν να είχαν αλλάξει τα πάντα. Εκείνη γέμισε ένα ποτήρι με μια διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα Jonny. Έβαλε ένα απαλό τραγούδι στο στέρεο της, άνοιξε την μπαλκονόπορτα του σαλονιού και βγήκε έξω στο μικρό μπαλκόνι. Πήρε και εκείνος τα τσιγάρα του και την ακολούθησε. Στάθηκε κοντά της, χωρίς όμως να έχουν επαφή.  Έμειναν να κοιτούν και οι δύο τον δρόμο από ψηλά, χαζεύοντας την λιγοστή κίνηση που υπήρχε. Θα ήταν κοντά τέσσερις το πρωί και η πόλη επιτέλους ησύχαζε…

Advertising

«Βλέπω ότι ακόμα κρατάς τις καλές συνήθειες…» της είπε δείχνοντας το ποτήρι της. «Σε αυτό βλέπεις μοιάζουμε πολύ» του απάντησε χαμογελαστή, δείχνοντας το τσιγάρο του. «Ότι και να κάνεις, όπως και αν στα φέρνει η ζωή, υπάρχουν πράγματα που δεν κόβονται…» της απάντησε εκείνος θέλοντας με κάθε ρουφηξιά από το τσιγάρο του να διώξει το άγχος που ένιωθε.

Διαβάστε επίσης  "Η κατάρα" της Ευανθίας Κουτσιμάρη

«Αλήθεια είναι αυτό. Πολλά άλλαξαν όμως, αυτά τα χρόνια ξέρεις. Απορώ πως βρέθηκες εδώ. Νόμιζα ότι θα είχες εξαφανιστεί στο εξωτερικό». Κοιτώντας την, προσπαθούσε να ερμηνεύσει το ύφος της, το οποίο πρόδιδε περισσότερο περιέργεια παρά κακία. Τα είχε αφήσει όλα πίσω της, ήταν φανερό.

«Ήμουν. Για λίγο γύρισα. Θα επιστρέψω σύντομα πίσω. Εσύ όμως; Πώς κατάφερες να καταλήξεις σε αυτήν την σκοτεινή τρύπα;», της είπε με πειραχτικό τόνο.

«Μια χαρά είναι η τρύπα… Νιώθω ότι μου ταιριάζει. Έμαθα με τα χρόνια να την αγαπάω. Εσύ μπορεί να μην το καταλαβαίνεις, αλλά έτσι είναι…» του αποκρίθηκε έχοντας στο πρόσωπο της ένα γλυκό χαμόγελο ικανοποίησης…

Advertising

Για λίγο επικράτησε και πάλι αυτή η πνιγηρή σιωπή. Κοίταξε προς το μέρος της και παρά το σκοτάδι μπόρεσε να διακρίνει μια μορφή αλλιώτικη. Δεν πίστευε ότι η γυναίκα που στεκόταν δίπλα του τώρα, ήταν η ίδια με την άλλοτε σύντροφο του. Τα χρόνια την άλλαξαν. Το βλέμμα της έγινε πιο σκληρό, η στάση του σώματος της απέπνεε έναν αέρα ανεξαρτησίας. Πίστευε πως την ήξερε, μα εν τέλει όλα σχετικά με αυτήν, του ήταν άγνωστα. Πέρασε μια ολόκληρη ζωή σχεδόν, και παρόλο που εκείνος έψαχνε ακόμα τα χαμένα του κομμάτια, εκείνη τα κατάφερε.

Τα έχει βρει με τον εαυτό της…

Έστρεψε το βλέμμα του και πάλι μπροστά. Η Άννα πήγε πάλι πίσω στο σαλόνι και ξαναγέμισε το ποτήρι της απολαμβάνοντας το οικείο αίσθημα της συντροφιάς του Φίλιππου, όπως παλιά. Μπορεί πλέον να μην υπήρχε ο έρωτας, αλλά στο τέλος κάτι πάντα μένει πίσω. Ήταν καλύτερα έτσι. Και για τους δύο…

«Πολύ πίνεις…»

Advertising

«Μην γκρινιάζεις… Μου κρατάει συντροφιά. Ο καλύτερος σύντροφος, ίσως να έλεγε κάποιος… Το συκώτι μου λίγο διαμαρτύρεται, αλλά δεν πειράζει…»

«Αισθάνεσαι μόνη;»

«Μόνη με φυσικό τρόπο όχι, μόνη σε συναισθηματικό επίπεδο ναι. Όλοι κατά βάθος μόνοι μας είμαστε. Τα υπόλοιπα είναι αυταπάτες των αισθήσεων».

«Χμ… Ίσως έχεις δίκιο… Ούτε και ‘γω τα πήγα καλύτερα από ‘σένα σε αυτό…»

Advertising

«Μπα… Νόμιζα πως «Ο κύριος τέλειος» τα είχε όλα στην ζωή του. Όλα όσα ονειρευόταν».

«Σε αυτόν τον τομέα απέτυχα, όσο και αν προσπάθησα. Νομίζω, ότι είναι αρκετά φανερό. Απλώς δεν είμαι σίγουρος, για το τι ακριβώς ψάχνω…»

«Αν μπορούσα να μαντέψω, θα έλεγα ότι έχασες την βάση σου και μόνο αιωρείσαι. Στήριγμα… Αυτό νομίζω ότι ψάχνεις. Σκέψου το… Βλέποντας σε τώρα, αυτό νιώθω.»

Διαβάστε επίσης  "ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ" της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΙΩΤΗ

Για λίγο σκέφτηκε τα λόγια της, χωρίς να της δώσει κάποια απάντηση. Ίσως τελικά αυτό να έλειπε.

Advertising

Οι πρώτες ακτίνες του πρωινού άρχισαν να διαφαίνονται στον ορίζοντα. Η πόλη σιγά – σιγά ξυπνούσε και έμπαινε στους καθημερινούς ρυθμούς της. Μηχανικά οι άνθρωποι θα συνέχιζαν τις ζωές τους. Και το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και εκείνοι.

«Πρέπει να φύγω… Σε μερικές ώρες θα είναι η πτήση μου. Ξέρεις… Ίσως ψάξω για αυτό το στήριγμα που λες. Την βάση μου…»

«Σου εύχομαι ολόψυχα να την βρεις. Θα νιώσεις καλύτερα τότε…»

«Εσύ; Την βρήκες;»

Advertising

«Δυσκολεύτηκα να σου πω την αλήθεια, αλλά νομίζω ότι τα κατάφερα. Βρήκα εμένα για πρώτη φορά… Και δεν υπάρχει πιο σταθερή βάση από αυτή. Βρήκα αυτό που πραγματικά έψαχνα…».

Κοιτώντας την, χαμογέλασε και ετοιμάστηκε να φύγει. Ακούγοντας τα λόγια της, σκεφτόταν το πόσο διαφορετικοί άνθρωποι ήταν. Δύο αντίθετοι κόσμοι, δύο αντίρροπες δυνάμεις. Πώς άραγε, τότε, τους είχε ενώσει η ζωή. Απορίας ισάξιο. Καθώς πήγαινε προς την πόρτα, εκείνη τον πλησίασε…

«Ξέρεις κάτι; Όσο ήμασταν μαζί, δεν είχαμε χορέψει ποτέ, ούτε έναν χορό», του είπε με ένα δυσερμήνευτο χαμόγελο. Προσπάθησε να καταλάβει την ξαφνική, παιχνιδιάρικη έκφραση της. Ήταν λίγο μεθυσμένη. Αυτό ήταν σίγουρο. Όμως είχε κάτι στο βλέμμα της, που δεν μπορούσε να του αντισταθεί.

« Για χατίρι των παλιών καιρών…»

Advertising

Η Άννα έβαλε να παίξει το αγαπημένο της τραγούδι ξανά από την αρχή. Η μελωδία και η φωνή του τραγουδιστή γέμισαν τον χώρο και τον χρόνο και για λίγο ήταν λες και το παρόν και το παρελθόν ενώθηκαν για ακόμη μία φορά, για δύο ανθρώπους από το παρελθόν, που ξανά θα χάνονταν στο μέλλον…

I love your skin, oh so white
I love your touch, cold as ice
And I love every single tear you cry

Καθώς την κρατούσε ο κόσμος γινόταν σταδιακά λιγότερο σκοτεινός. Ίσως στο τέλος να υπήρχε μια ελπίδα… Καθώς κινούνταν, παρασυρόμενοι από τον μελαγχολικό ρυθμό του τραγουδιού, αισθανόταν ότι η επιστροφή του άξιζε τον κόπο. Ίσως χρειαζόταν ένα σημάδι, για να πάει παρακάτω…

And I crave for your scent, sending shivers down my spine
And I just love the way you’re running out of life

Advertising

Ναι… Αυτό ήταν αρκετό…

 

 

Πηγή εικόνας:

https://gr.pinterest.com/pin/257479303666689945/

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Κινητικές δεξιότητες: Γνωστικοί προβλεπτικοί παράγοντες

Το παρόν άρθρο Οι κινητικές δεξιότητες των παιδιών προσχολικής ηλικίας

Ποια προβλήματα υγείας σχετίζονται με τα βιβλία;

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ εάν το διάβασμα και τα βιβλία μπορεί