Η Χριστίνα προχωρούσε με γοργό βήμα στην κατηφόρα. Ο ήχος που έκαναν τα τακούνια της στις πέτρινες πλάκες είχε συγχρονιστεί πλήρως με το ρυθμό με τον οποίο η καρδιά της τυμπάνιζε μέσα στο στήθος της. Είχε να τον δει πολλά χρόνια. Νέα του μάθαινε πού και πού είτε από κοινούς γνωστούς είτε από τον ίδιο στην αραιή επικοινωνία που είχαν φροντίσει να κρατήσουν. Έπρεπε να ήταν εκεί αρκετή ώρα πριν αλλά δεν τα κατάφερε. Η καθυστέρηση της ίσως και να του έδινε την εντύπωση ότι δεν το ήθελε να φτάσει πιο νωρίς, ότι το να είναι εκεί εγκαίρως δεν της ήταν σημαντικό. Αλλά της αρκούσε που η ίδια γνώριζε ότι αυτό απείχε έτη φωτός από την πραγματικότητα. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν του είχε εκδηλώσει στο ακέραιο τις σκέψεις, τα αισθήματα και τις προθέσεις της. Άμυνα υποχρεωτική προς το μόνο άτομο από το οποίο επίθεση δεν δέχτηκε…κάτι που ίσχυσε και μετά το πέρας της σχέσης τους. Η εξαίρεση στον κανόνα.
Ένα δυνατό τράνταγμα την έσπρωξε προς τα πίσω. «Προσέχτε λίγο κυρία μου», αναφώνησε η κοπέλα στην οποία μόλις είχε χτυπήσει και συνειδητοποίησε ότι από την ώρα που είχε περάσει την πύλη δεν έβλεπε καν πού πήγαινε. Και πώς να έχει επίγνωση του πραγματικού της περίγυρου όταν την έχει περικυκλώσει αυτή η ομίχλη των επώδυνων, γλυκόπικρων αναμνήσεων; Σε όλη τη διαδρομή περνούσαν από μπροστά της σαν παραμύθι εικόνες από μια άλλη ζωή, τότε που οι δυο τους ήταν ακόμα νέοι και το μέλλον διαγραφόταν μπροστά τους ευοίωνο.
Είχε σχεδόν λαχανιάσει όταν έφτασε στο σημείο όπου ήξερε πως την περίμενε καρτερικά. Κάθισε στο πέτρινο παγκάκι, κοίταξε μπροστά της και αντικρύζοντας τα καλοσυνάτα μάτια του δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει.
«Άργησα», ψιθύρισε. «Συγγνώμη. Με ξέρεις τώρα εμένα. Δεν μπορώ ποτέ να υπολογίσω την κίνηση. Τόσα χρόνια με κορόιδευες για την κακή διαχείριση που κάνω στο χρόνο μου. Τι πίστευες, ότι αυτό θα αλλάξει; Έτσι κι αλλιώς μια τέτοια μέρα ήξερα καλά πως δεν θα ήσουν μόνος. Μη μου πεις ότι δεν ήταν όλοι οι φίλοι σου εδώ να σου κάνουν παρέα. Όπως τότε, που ήθελα να σου οργανώσω ένα μικρό πάρτι έκπληξη που κατέληξε να είναι πιο γεμάτο και από συναυλία των Black Sabbath γιατί όλοι ήξεραν και από κάποιον που σίγουρα θα ήθελε να σου ευχηθεί. Μπορεί να μην ήταν συναυλία των Sabbath τελικά, αλλά φρόντισα στο playlist να υπάρχουν πολλά κομμάτια από δαύτους. Και πέρασες όμορφα, και χαμογελούσες. Τώρα που το σκέφτομαι, εκείνο το πάρτι που σου είχα οργανώσει ίσως αποτέλεσε τη μία και μοναδική φορά που έφτασα κάπου πριν από σένα. Η εξαίρεση στον κανόνα».
Σηκώθηκε και έκανε δυο βήματα προς το μέρος του. Άλλωστε, αυτό έκανε κάθε φορά που με τη συμπεριφορά της πίστευε ότι τον είχε εκνευρίσει. Τον κοίταγε ενοχικά και τον προσέγγιζε σιγά σιγά ενώ αυτός καθότανε μονότοπα και την κοίταγε με βλέμμα επιτηδευμένα ψυχρό – λες και θα μπορούσαν ποτέ εκείνα τα μάτια να εκπέμψουν ψυχρότητα. Τον άφηνε όμως να πιστεύει ότι τον πίστευε πως ήταν θυμωμένος και επιστράτευε όλη της την (αθώα ακόμα) γυναικεία τσαχπινιά για να τον καλοπιάσει. Όχι ότι χρειαζόταν και τεράστια προσπάθεια. Και όχι ότι και ο ίδιος δεν το ήξερε ότι η Χριστίνα το καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να της θυμώσει. Το ήξερε γιατί αυτά τα αισθήματα ήταν αμφίδρομα…αν και εκείνη ήταν πολύ καλύτερη ηθοποιός από τον ίδιο, και έτσι καμιά φορά η απόμακρη στάση της τον τρόμαζε στ’αλήθεια.
«Άλλαξες» του είπε. «Δεν σε είχα φανταστεί ποτέ με τόσο γκρίζα μαλλιά. Πάντως δεν έχουν ασπρίσει ακόμα εντελώς. Πάντα μικρόδειχνες. Θυμάσαι πως όταν σε πρωτογνώρισα νόμιζα ότι είχες την ηλικία μου ενώ στην πραγματικότητα μου χτύπαγες πέντε ολόκληρα χρονάκια;» Του έστειλε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Ήμουν 23 και ήσουν 28. Ποιος θα το έλεγε ότι η μικρή θα στην έφερνε έτσι;»
Κούνησε το κεφάλι της σαν για να αποτινάξει μια εικόνα που πήγε να σχηματιστεί στο μυαλό της και συνέχισε:
«Η πραγματικότητα είναι ότι τότε δεν είχα την απαιτούμενη εμπειρία για να γνωρίζω ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι τόσο αληθινοί όσο εσύ, δεν είναι όλοι οι άντρες τόσο σωστοί όσο εσύ, δεν είναι όλοι οι σύντροφοι τόσο υποστηρικτικοί όσο εσύ. Μέσα σε όλη μου την αφέλεια και την απειρία πίστεψα με όλο μου το είναι στην καλοσύνη, στην αλήθεια, στο σεβασμό, στην αγάπη – σε όλα αυτά που έμαθα μαζί σου. Και αυτά έδωσα και όταν, αναπόφευκτα, μερικά χρόνια αφού έφυγα αποφάσισα να προχωρήσω τη ζωή μου. Δεν το ήξερα ότι σπάνια αυτά εκτιμώνται και ανταποδίδονται. Νόμιζα ότι αυτό είναι το αυτονόητο, ότι αυτή είναι η νόρμα. Ήσουν όμως η εξαίρεση στον κανόνα».
Έκλεισε τα μάτια της και έσκυψε το κεφάλι για να κρύψει τα δύο χοντρα δάκρια που ένιωσε να βαραίνουν τα μάτια της έτοιμα να κάνουν την εμφάνισή τους. Ανατρίχιασε. Πόσα χρόνια είχε να επιτρέψει στον εαυτό της να κλάψει; Αλλά έτσι ήταν ο Στέφανος από πάντα. Ικανός να την κάνει να αισθάνεται στο ακέραιο. Ευχήθηκε το θέαμα αυτό να τον έκανε να απλώσει το χέρι και να της χαϊδέψει τα μαλλιά όπως συνήθιζε να κάνει και τότε, μα ήξερε πως το είχε χάσει αυτό το δικαίωμα τη μέρα που του ανακοίνωσε ότι θα φύγει για να κυνηγήσει το όνειρό της. Ήταν η ίδια στιγμή που εκείνος είχε νιώσει το δαχτυλίδι που κουβαλούσε για μέρες περιμένοντας την τέλεια ευκαιρία να της το χαρίσει να καίει στην τσέπη του σαν πυρακτωμένο σίδερο, αφήνοντάς του ένα σημάδι που θα τον συντρόφευε σε όλη του τη ζωή. Βέβαια η Χριστίνα δεν το έμαθε αυτό ποτέ…
Συνειδητοποιώντας πόσο αφελής ήταν η προσμονή της για το άγγιγμά του άνοιξε τα μάτια και τα κάρφωσε στο κενό προσπερνώντας τον.
«Ξέρεις, εγώ ήθελα να γυρίσω σε σένα. Πολλές φορές το σκέφτηκα, και θα το έκανα άμεσα μόλις κατάλαβα ότι όσο μεγάλη και να είναι μια καριέρα, όσο γλυκιά και να είναι η γεύση της επιτυχίας, δεν αξίζει και τόσο αν δεν έχεις με κάποιον να τη μοιραστείς, αν δεν έχεις το βράχο σου, την πηγή του κινήτρου, αυτόν που θα σε συγχαρεί στα καλά και θα σε ακούσει και θα σε συμβουλέψει στα κακά. Θα γυρνούσα, αλήθεια. Όμως όταν το είχα αποφασίσει είχες ήδη παντρευτεί αυτή την υπέροχη, πανέμορφη γυναίκα, που στάθηκε πολύ πιο άξια σύντροφος από μένα που σε εγκατέλειψα με τόσο εγωιστικό τρόπο. Και ας αγαπήσατε ο ένας τον άλλον λίγο λιγότερο από το δικό μας μέτρο. Έτσι μου είπανε και το πιστεύω. Γιατί εμείς ήμασταν διαφορετικοί. Η εξαίρεση στον κανόνα. Βέβαια, ίσως και να μην διαρκούσαμε για πάντα, ίσως και να με άφηνες εσύ αν δεν σε είχα αφήσει εγώ, ίσως και να αποδεικνυόταν ότι δεν ήμασταν εν τέλει το γιν και το γιανγκ. Αλλά οι αναμνήσεις μου λένε άλλα. Η φωνή σου αυτές τις σπάνιες φορές που μιλήσαμε από τότε έδειχνε άλλα. Η συντροφιά που μου κράτησε η σκέψη σου όλες μου τις άυπνες νύχτες (ναι, ακόμα και τώρα) υποδηλώνει άλλα».
Έκανε μια παύση και χαμογέλασε. Πριν προλάβει να μεσολαβήσει κάποιος ήχος στη σιωπή που δημιουργήθηκε είπε βιαστικά και με ένταση, σαν από φόβο μη μετανιώσει για τις λέξεις που θα ξεστόμιζε:
«Και τι νόμισες ρε Στέφανε; Ότι ακριβολογούσα; Ότι άργησα να φτάσω γιατί δεν πρόλαβα; Καμία κίνηση και καμία κακή διαχείριση χρόνου δεν υπήρξαν οι λόγοι για την καθυστέρησή μου. Απλώς δεν ήθελα να έρθω. Δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι ακόμα και η απειροελάχιστη ελπίδα να ξαναείμαστε μαζί έχει εξανεμιστεί τόσο βίαια. Αν άργησα σε κάτι ήταν στο να καταλάβω πόσο λάθος έκανα που είχα φύγει τότε».
Σηκώθηκε απότομα και έκανε δύο ακόμα βήματα προς αυτόν. Πλέον δεν την ένοιαζε. Άφησε τα δάκρια να κυλήσουν ελεύθερα και τα πρώτα δύο κουβαλήσανε άλλα δύο και μετά άλλα δύο και άξαφνα μια καταιγίδα δραπέτευσε από τόσο βαθιά μέσα της, λες και ήρθε η στιγμή να απελευθερώσει όλη τη θλίψη που ένιωθε τόσα χρόνια χωρίς να το αναγνωρίζει ούτε η ίδια. Άπλωσε το χέρι στην κορνίζα και του χάιδεψε το πρόσωπο ενώ ακουμπούσε πάνω από τα στεφάνια που σκέπαζαν το νωπό ακόμα χώμα τη γαρδένια που κρατούσε στο άλλο της χέρι. Λευκή, σαν το πρώτο από όλα τα λουλούδια που της χάρισε σε ένα παρελθόν που πλεόν φάνταζε σαν από άλλη ζωή.