Γεννηθήκαμε στην μέση μιας προαιώνιας μάχης. Της μεγαλύτερης μάχης στην ανθρώπινη ιστορία. Της μάχης μεταξύ φωτός και σκότους. Γαλουχηθήκαμε μέσα σε αυτήν. Αμφιταλαντευθήκαμε στην μία και στην άλλη πλευρά. Γευτήκαμε τον ήλιο και την βροχή. Την λάσπη και το χιόνι. Μυρίσαμε τον φλεγόμενο αέρα. Σε άλογα πολεμικά καλπάσαμε ηρωικά προς τον θάνατο κραδαίνοντας σπαθιά σφυρηλατημένα κάποτε στην δίνη του πολέμου. Ακροβατήσαμε ανάμεσα στην τελειότητα και στην αυτοκαταστροφή, στην υπεροχή και στην αυτό-εξαφάνιση. Και όλα αυτά για ποιο λόγο; Για να μάθουμε το εξής: τίποτα στην ζωή δεν έρχεται χωρίς τίμημα και η επιτυχία έρχεται με το μεγαλύτερο. Ονομάζομαι Τζούλιους Κλέι και αυτή είναι η ιστορία του μεγαλύτερου συγγραφέα όλων των εποχών. Η δική μου ιστορία.
Η Έξοδος του Τζούλιους Κλέι
Για να σταματήσει η φωνή μέσα στο κεφάλι του πρέπει να γράψει την τέλεια πρόταση. Τα χέρια του είναι δεμένα στα λουριά της ηλεκτρικής καρέκλας. Αυτός είναι ο Τζούλιους Κλέι και είμαι η φωνή μέσα στο κεφάλι του. Γνωριστήκαμε πριν τρία χρόνια σε κάποιο εργαστήρι δημιουργικής γραφής. Θέλω να με μάθει όλος ο κόσμος. Η δεσποινίς Τζένυ – κοντά ξανθά μαλλιά, λεπτό πρόσωπο, πράσινα μάτια – έκανε το μάθημα. Τους έβαλε να γράψουν ένα διήγημα με τίτλο Έξοδο.
Στο σπίτι του μετά τη δουλειά έγραφε κι έσβηνε, πετούσε τα χαρτιά στο καλάθι, το καλάθι γέμισε χαρτιά, πετούσε τα χαρτιά στο πάτωμα, το πάτωμα γέμισε χαρτιά. Πρέπει να μπεις στο πετσί τους. Μιλούσε με τους χαρακτήρες του έργου του. Δεν σας βρίσκω. Πρέπει να τους δεις. Που να σε πάρει ο διάολος που είσαι; Που είστε όλοι σας; Βγείτε έξω! Δεν έβγαινε έξω, τρέφονταν – δεν έτρωγε. Ξεχνούσε να κάνει μπάνιο. Έβγαινε μόνο για τα απαραίτητα ψώνια και για να προμηθευτεί βιβλία. Μια μέρα δεν πήγε στη δουλειά. Έγραφα την Έξοδο. Δύο μέρες δεν πήγε στη δουλειά. Έγραφα την Έξοδο. Τρεις μέρες δεν πήγε στη δουλειά. Έγραφα την Έξοδο. Πή γε στο αφεντικό του: θέλω την έξοδο. Το επίδομα ανεργίας ήταν μικρό. Άφησα το σπίτι. Βρήκα ένα υπόγειο. Κοιμόταν με βιβλία. Θα αφομοιώσω όλες τις τεχνικές. Ξυπνούσε με βιβλία. Θα αφομοιώσω όλες τις τεχνικές. Μύριζε τα βιβλία και μύριζε ο ίδιος σα βιβλία. Θα αφομοιώσω όλες τις τεχνικές. Μια μέρα έφαγε τις σελίδες ενός βιβλίου. Κοιμόταν ελάχιστα, έγραφε πολύ, αφαίρεσε όλα τα ρολόγια από το σπίτι του και ο χρόνος σώθηκε. Το ίδιο και το επίδομα ανεργίας.
Έμεινε στο δρόμο. Ένας σάκος: η Έξοδος, κουβέρτα, τετράδιο, μολύβι. Κοιμόταν όπου έβρισκε, έγραφε όπου έβρισκε. Το μούσι του μεγάλωνε. Είχε στο σάκο του την Έξοδο. Μια μέρα σταμάτησε έναν νεαρό στο δρόμο: «πως είναι στην Οξφόρδη;». Ο νεαρός σάστισε. Το μούσι του μεγάλωνε. Είχε στο σάκο του την Έξοδο. Μια μέρα διάβασε σε μια εφημερίδα: «Νεαρός μαθητής σπέρνει τον τρόμο στο σχολείο του δολοφονώντας εξήντα άτομα». Η φωτογραφία του μαθητή: ξανθά πλουμιστά μαλλιά, πρόσωπο από κερί, γυαλάδα στα μάτια. Το μούσι του μεγάλωνε. Είχε στο σάκο του την Έξοδο. Έψαχνε στα σκουπίδια, πήγαινε στην εκκλησία για φαγητό. Άκουγε: «Μόνο ο Θεός μπορεί να σώσει τον άνθρωπο». Το μούσι του μεγάλωνε. Είχε στο σάκο του την Έξοδο. Πήγαινε στη βιβλιοθήκη για βιβλία. Είδε: ‘Συνέδριο για τη φιλοσοφία της Λογικής’. Αναρωτήθηκε: «κι αν μόνο η λογική μπορεί να σώσει τον άνθρωπο;». Σημείωσε: «Αυτός φιλοσοφία της Λογικής». Μπήκε στη βιβλιοθήκη. Θέλω μόνο να ακούσω. Αίθουσα γεμάτη κόσμο. Έντονα φώτα, συνεχόμενο βουητό, βαριά αρώματα, κυρίες με μινγκ, κύριοι με καστόρ κοστούμια. Τον είδαν. Θέλω μόνο να ακούσω. Βγάλτε τον έξω! Θέλω μόνο να ακούσω. Ένας ψηλός καλοντυμένος κύριος με γυαλιά που έμοιαζε με δικηγόρο ή ατζέντη ή αντιδήμαρχο τον έδιωξε με τις κλωτσιές. Θέλω μόνο να ακούσω! Τον πέταξε σα σκουπίδι στα σκουπίδια. Σημείωσε στο τετράδιο του: «πάσχουμε από αρρώστια προοδευτική: λέγεται λογική». Ζούσε στους δρόμους, έγραφε κάθε μέρα, δε μιλούσε σε κανέναν. Το μούσι του Τζούλιους έγινε τεράστιο. Το ίδιο και η Έξοδος. Μια μέρα σταμάτησε έξω από εκεί όπου έκανε τα μαθήματα της δημιουργικής γραφής. Είχαν περάσει δύο χρόνια. Την είδε. Πλησίασε. Εκείνη τρόμαξε. Της έδωσε την Έξοδο. Έφυγε.
Η δεσποινίς Τζένυ την άλλη μέρα άρχισε να διαβάζει την Έξοδο:
«Ήταν λίγο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ο Τζούλιους Κλέι γνώρισε την Τζένυ στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Κοντά ξανθά μαλλιά, λεπτό πρόσωπο, πράσινα μάτια. Αυτός Φιλοσοφία της Λογικής, αυτή Θέατρο. Στο πρώτο τους ραντεβού αυτός κρατούσε τρία τριαντάφυλλα κομμένα στο ίδιο μέγεθος, αυτή δύο μπύρες. Την πήγε σε όπερα. Τον πήγε σε συναυλία. Καθίσανε στο πάρκο. Φιληθήκανε. Όση περισσότερη ώρα περνούσε μαζί της τόσο λιγότερο διάβαζε. Έπρεπε να αλλάξει αυτό. Απομακρύνθηκε διαβάζοντας με τις ώρες για τη Λογική.
Η Τζένυ μπήκε στο δωμάτιο της εστίας του. Ο Τζούλιους σηκώθηκε, έβαλε τα χέρια στην τσέπη και έστρεψε την πλάτη του. Η Τζένυ πλησίασε. Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Ο Τζούλιους κοιτούσε έξω από το παράθυρο. Έβλεπε την αντανάκλαση του προσώπου της στο τζάμι. Η Τζένυ ακούμπησε το κεφάλι της στον άλλο του ώμο. Ο Τζούλιους ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό της.
Την άλλη μέρα το θέατρο ήταν γεμάτο κόσμο. Η Τζένυ στα παρασκήνια πίσω από τις κουρτίνες. Κοίταξε από μια σχισμή. Τον είδε. Ο Τζούλιους κάθισε. Καθώς κοιτούσε τριγύρω είδε ένα νεαρό στη γωνία της αίθουσας. Του τράβηξε την προσοχή. Ξανθά πλουμιστά μαλλιά, γυαλάδα στα μάτια, πρόσωπο από κερί. Οι άνθρωποι τον έσπρωχναν. Αυτός δεν κουνιόταν. Τα φώτα χαμήλωσαν. Όλα έγιναν σε δέκα λεπτά αφού ξεκίνησε το έργο. Ο νεαρός ανέβηκε στη σκηνή. Έβγαλε το αυτόματο από το μπουφάν και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως. Η Τζένυ πήγε να φύγει. Ο Τζούλιους τον είδε να την αρπάζει. Η Τζένυ έκλαιγε. Ο Τζούλιους τον είδε να κολλάει το όπλο στο κεφάλι της. Εκείνη την ημέρα δε σκοτώθηκε μόνο η Τζένυ. Από εκείνη την ημέρα ο Τζούλιους δίνει θεατρικές παραστάσεις στο αόρατο κοινό κάποιου ψυχιατρείου».
Η Έξοδος εκδίδεται. Έχει επιτυχία. Βρίσκουν τον Τζούλιους σε κάποιο ίδρυμα για άστεγους. Τον βγάζουν, τον βάζουν σε διαμέρισμα, τον γδύνουν , τον πλύνουν , τον ντύνουν. Του λένε πως η ζωή του θα αλλάξει, θα γίνει διάσημος, θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας, θα μπει στο πάνθεον των συγγραφέων, θα γίνει αθάνατος… «αθάνατος», σκέφτεται. Μπροστά στον καθρέφτη: το καθαρό πρόσωπο, το κουρεμένο και καλοχτενισμένο μαλλί. Του είναι όλα άγνωστα εκτός από εκείνη τη γνώριμη γυαλάδα στα μάτια.
Τον πηγαίνουν σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο. Έντονα φώτα, συνεχόμενο βουητό, βαριά αρώματα, κυρίες με μινγκ, κύριοι με καστόρ κοστούμια. Υπεροψία και καχυποψία όλα μαζί. Στέκεται μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Από κάτω μάτια καρφωμένα πάνω του, μπλοκάκια, στυλό, μαγνητοφωνάκια. Πιο πέρα ένας πάγκος με στοίβες κόκκινα βιβλία με τον τίτλο Έξοδος. Δίπλα του ένας άγνωστος ψηλός καλοντυμένος κύριος με γυαλιά που μοιάζει με δικηγόρο ή ατζέντη ή αντιδήμαρχο και δίπλα από αυτόν η δεσποινίς Τζένη. Καθώς κοιτάει τριγύρω βλέπει ένα νεαρό στη γωνία της αίθουσας. Του τραβάει την προσοχή. Ξανθά πλουμιστά μαλλιά, γυαλάδα στα μάτια, πρόσωπο από κερί. Είναι η αντανάκλαση του στον καθρέφτη. Βγάζει το όπλο από το σακάκι. Πυροβολεί αδιακρίτως. Σώματα τινάζονται, κεφάλια σκύβουν, σφαίρες προσγειώνονται σε ρουθούνια, ώμους, μέτωπα, αγκώνες, πόδια, καρέκλες, τοίχους, ποτήρια. Κρατάει την δεσποινίς Τζένυ. Βάζει το όπλο πάνω στο κεφάλι της. Με έμαθε όλος ο κόσμος.
Για να σταματήσει η φωνή μέσα στο κεφάλι του πρέπει να γράψει την τέλεια πρόταση. Αλλά τώρα δεν μπορεί γιατί τα χέρια του είναι δεμένα στα λουριά της ηλεκτρικής καρέκλας. Αυτός ήταν ο Τζούλιους Κλέι και ήμουν η φωνή μέσα στο κεφάλι του.