Τετάρτη, 16 Αυγούστου 1975
Αγαπημένη μου μητέρα,
Όταν το γράμμα αυτό φτάσει στα χέρια σου, θα έχω ήδη φύγει από αυτόν τον κόσμο! Δεν θέλω να στενοχωρηθείς, ούτε να κλάψεις για εμένα γιατί φεύγω χαρούμενος! Μονάχα αναλογίσου… Αναλογίσου τι πήγε στραβά, πώς και γιατί έγιναν έτσι τα πράγματα;
Ξέρεις μάνα, τις τελευταίες μέρες αναπολώ όλο και συχνότερα τα παιδικά μου χρόνια, τα χρόνια απεριόριστης ανεμελιάς και ελευθερίας. Τότε που ήμουν το αγοράκι σου, το μικρό σου αγοράκι με τα καστανόξανθα μαλλιά, τα φουσκωμένα κόκκινα μαγουλάκια και τα “γαλαζοπράσινα σαν την θάλασσα” ματάκια, όπως έλεγες και εσύ! Τότε με καμάρωνες και ήσουν περήφανη για εμένα! Με κοιτούσες και έλεγες : «Αυτός είναι ο γιος μου, το καμάρι μου!». Και εγώ κοίταζα τα μεγάλα,αμυγδαλωτά μάτια σου και σου χαμογελούσα .
Τα δύσκολα ξεκίνησαν όταν έφτασα στην εφηβεία, που από μικρό ανέμελο αγοράκι έπρεπε να γίνω ένας άνδρας που αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Ακόμα και τότε εσύ συνέχισες να με κοιτάς υπερήφανα! Τότε ήταν που οι κοπέλες άρχισαν να με κοιτάζουν και οι προξενήτρες ξεκίνησαν τις επισκέψεις στο φτωχικό μας. Από εκεί και ύστερα ξεκίνησε για εμένα η αντίστροφη μέτρηση. Παρ’ ότι όλο αυτό το ενδιαφέρον που έδειχναν οι κοπέλες για έμενα με άφηνε παγερά αδιάφορο, όταν άκουγα να λες « Σκέψου το Αποστόλη μου, είναι καλή κοπέλα» κουνούσα το κεφάλι μου καταφατικά για να μην σε πικράνω. Και έπειτα πήγαινα στην πραγματική μου αγάπη και της έλεγα τα παράπονά μου και έκλαιγα και χανόμουν μέσα της. Μόνο αυτή με καταλάβαινε και με παρηγορούσε.
Εσύ με κοιτούσες και δεν αισθανόσουν τη θλίψη μου! Ναι μάνα όσο και αν δεν το καταλάβαινες εγώ ήμουν θλιμμένος διότι αυτή η κατάσταση με κρατούσε μακριά από το όνειρό μου και από την αγάπη μου! Τώρα αν όντως δεν το καταλάβαινες, ή αν εθελοτυφλούσες δεν το έμαθα και δεν θα το μάθω ποτέ. Ο πατέρας από την άλλη δεν ασχολούταν με τα προξενιά. Όπως αποδείχθηκε κανένα δεν ήταν αντάξιο του γιου του.
Ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα, η 15η του Ιουνίου, έναν μήνα περίπου πριν. Θυμάμαι ήταν Κυριακή και ο ουρανός είχε πολλά σύννεφα. Η γιαγιά η Φωτούλα , η μάνα σου μάνα, μου έλεγε ότι όταν ο ουρανός είναι συννεφιασμένος κακά μαντάτα σου έρχονται. Και όταν την κοιτούσα με βλέμμα τρομαγμένο με αγκάλιαζε και μου έλεγε «Μην ανησυχείς αγοράκι μου, εγώ θα είμαι πάντα εδώ να σε προστατεύω». Κι όμως η γιαγιά μου δεν με προστάτευσε αυτή την φορά γι’ αυτό και εγώ τώρα αναγκάζομαι να πράξω ανάλογα.
Αρχικά ακούστηκε ο Μήτσος , που γάβγιζε όπως κάθε φορά όταν έβλεπε ξένους ανθρώπους και έπειτα ακούστηκαν επίμονα χτυπήματα στην πόρτα. Εσύ άνοιξες και καλωσόρισες την κυρά Πολυξένη. Αυτή ξεκίνησε να σου λέει για την Φρόσω, την μοναχοκόρη του Παυλόπουλου του άρχοντα, γνωστή για τις ιδιοτροπίες και τον κακό χαρακτήρα της, η οποία με γύρευε για γαμπρό. Ο πατέρας, όπως και εσύ αποφασίσατε πως ήταν το ιδανικό προξενιό. Εγώ , που κρυφάκουγα από την αποθηκούλα δεν άντεξα άλλο, άνοιξα την πίσω πόρτα και έτρεξα προς την θάλασσα, καθώς μόνο αυτή μπορούσε να απαλύνει τον πόνο μου. Πονούσα μάνα, διότι γνώριζα πως μια παντρειά θα μου στερούσε το όνειρο μου, να γίνω ναυτικός, για να είμαι συνέχεια κοντά της. Και φαντάσου ότι ήταν η πρώτη φορά που ο πατέρας μου επέτρεψε να πάω σε ένα ταξίδι στην Αμερική. Μάλλον προετοίμαζε το έδαφος για ένα προξενιό.
Αλήθεια μάνα, τι επιδιώκατε από εμένα; Να γίνετε πλούσιοι, δίνοντάς μου για νύφη μια αρχόντισσα στους τίτλους, αλλά σάπια στην ψυχή, έπειτα να αποκτήσετε πολλά εγγόνια και όταν πια δεν θα είστε ικανοί να αυτοεξυπηρετηθείτε να σας γηροκομώ; Και ενώ ξέρατε ότι όλα αυτά θα με έκαναν δυστυχισμένο; Γιατί δεν αρκεστήκατε στην ευτυχία μου; Αυτό δεν είναι το σημαντικότερο για δύο γονείς, έναν πατέρα και μια μάνα;
Μάνα… Μια λέξη μικρή και συνάμα φορτωμένη με πολλές ευθύνες! Τι είναι άραγε ποιο σημαντικό: αυτό που θεωρείς εσύ καλύτερο ή αυτό που θα κάνει πιο ευτυχισμένο το παιδί σου μάνα; Μάνα… Κάτι μου θυμίζει αυτό. Α, ναι θυμήθηκα! Ήταν η μοναδική λέξη που ξεστόμισα όταν ο πατέρας μου το ξέκοψε: «Τέλος η θάλασσα! Καιρός να νοικοκυρευτείς! Όταν γυρίσεις από την Αμερική θα παντρευτείς την Φρόσω… Τελεία και παύλα!». Η φωνή μου ακούστηκε μεταλλική, ραγισμένη, θαρρείς και είχα να μιλήσω χρόνια! Και εσύ χαμήλωσες το βλέμμα, έκανες μεταβολή και έφυγες! Θυμάσαι μάνα;
Οι επόμενες μέρες μέχρι το ταξίδι κυλούσαν τόσο αργά και βασανιστικά! Ξέρεις μάνα οι πιο σοφοί λένε ότι όταν ανυπομονείς για κάτι, κάθε δευτερόλεπτο αναμονής σου φαίνεται αιώνας! Έτσι ένιωθα και εγώ, καθώς είχα ήδη πάρει την απόφαση μου. Αφού θέλατε να με απομακρύνετε από την θάλασσα, έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να μείνω για πάντα μαζί της, ελεύθερος…
Πλέον οι επισκέψεις στο σπιτικό μας είχαν γίνει πιο συχνές. Αρχικά ερχόταν μόνο η κυρά Πολυξένη, για να κανονίσει τις τυπικές λεπτομέρειες και πότε πότε κανένας συγχωριανός να συγχαρεί για το μεγάλο τυχερό που μας έτυχε. Έπειτα άρχισε να έρχεται και ο “άρχοντας συμπέθερος”, φέρνοντας δώρα τόσο σε εσάς, όσο και σε εμένα, επιδεικνύοντας τον πλούτο του και υπενθυμίζοντας μας πόσο καλό είναι αυτό το προξενιό.
Και εγώ κοιτούσα γύρω μου μπερδεμένος και απογοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο έλαμπαν τα μάτια σας όταν ακούγατε για την προίκα της νύφης, από το γεγονός ότι μετά το ταξίδι θα γινόταν ο γάμος και έτσι δεν θα είχα ποτέ ξανά την ευκαιρία να βρίσκομαι κοντά στην θάλασσα, από όλη την κατάσταση…
Μια μέρα μας κάλεσε η οικογένεια της νύφης να πάμε στο αρχοντικό τους. Πρωί πρωί με ξύπνησες να πεταχτώ στον κυρ Γιώργη τον ανθοπώλη να αγοράσω ένα μπουκέτο με κατακόκκινα τριαντάφυλλα για την νύφη, έτσι για το καλό, όπως είπες. Θυμάμαι εκείνο το γυαλιστερό αυτοκίνητο, που έστειλαν για να μας πάρει και τον τρόπο που το κοιτούσατε. Μου ήρθε μια τρελή επιθυμία να τα παρατήσω όλα, να πατήσω πόδι, να μπω στο πρώτο καράβι και να φύγω μακριά από όλους και από όλα. Μα δεν το έκανα…
Φτάσαμε σε ένα μεγάλο σπίτι, που όμοιο του δεν είχα ξαναδεί. Φτιαγμένο από πέτρα, είχε μια μεγάλη βεράντα και όπου γύριζα το κεφάλι μου έβλεπα λουλούδια. Για πολλούς ανθρώπους η διαμονή σε ένα τέτοιο σπίτι θα ήταν παράδεισος. Για εμένα, όχι. Μας υποδέχτηκε μια υπηρέτρια και μας οδήγησε σε μια τεράστια σάλα στο εσωτερικό του σπιτιού. Στο κέντρο υπήρχε ένα τεράστιο, ξύλινο τραπέζι με ένα χρυσό κεντημένο τραπεζομάντηλο και τριγύρω ξύλινες, σκαλιστές καρέκλες με βελούδινα μαξιλαράκια. Η υπηρέτρια έφερε ένα κρυστάλλινο βάζο για να βάλουμε τα τριαντάφυλλα.
Στη συνέχεια καθίσαμε στο τραπέζι. Παρατήρησα με μια φευγαλέα ματιά τη Φρόσω και τους γονείς της. Η μητέρα της ήταν υπεροπτική , ο πατέρας της αλαζόνας και λίγο είρωνας και η κοπέλα ανάγωγη και κακότροπη. Έπειτα αντιλήφθηκα ότι δεν μου απευθύνθηκαν ποτέ με το όνομά μου, αλλά με αποκαλούσαν “Αυτός”. Από εκείνη την μέρα δεν ξανασκέφτηκα το αρχοντικό. Πάντα έβρισκα μια καλή δικαιολογία και πηγαίνατε μόνοι σας.
Αλήθεια μάνα σου είχα πει ποτά πώς ένιωθα για την θάλασσα; Αρχικά την κοίταζα από μακριά και μόνο στην όψη της αυξάνονταν οι χτύποι της καρδιάς μου. Ύστερα, όταν την ακουμπούσα λιγάκι με το χέρι ή το πόδι μου, ένιωθα το τρυφερό σαν βελούδο άγγιγμά της, με το οποίο με καλωσόριζε. Αλλά η καλύτερη αίσθηση ήταν όταν βουτούσα ολόκληρος. Τότε πλημμύριζε η καρδία μου από συναισθήματα. Διότι όπως βουτούσα άνοιγα τα μάτια μου και θαρρούσα πως μια νύμφη ερχόταν και με αγκάλιαζε και έπαιρνε μακριά όλες τις έγνοιες. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της…
Έτσι μάνα, εφόσον αποφασίσατε να μου απαγορέψετε τον έρωτα, έπρεπε να αναλάβω δράση. Γι’αυτό στην πρώτη μας στάση σου έγραψα αυτό το αποχαιρετιστήριο γράμμα για να έχεις κάτι δικό μου. Μια από τις επόμενες νύχτες, σκοπεύω να πηδήξω στη θάλασσα, για να κοιμηθώ για πάντα στη δική της αγκαλιά. Και επειδή ξέρω ότι θα λάβεις μετά από πολλές μέρες το γράμμα μου, είμαι σίγουρος ότι μέχρι τότε, η ψυχή μου θα έχει βρει την αιώνια γαλήνη που αναζητά. Πάντως να ξέρεις μάνα ότι σας αγαπώ και σας συγχωρώ.
Αποστόλης