“Γράμμα στο παράθυρο” της Πυλιανίδου Λένας

1956

Ήταν μόνη. Ήταν ντυμένη. Ήταν έτοιμη. Είχε μπροστά της τον μικρό καθρέφτη από τον διάδρομο, είχε έρθει λόγω της περίστασης στο δωμάτιό της, ακουμπισμένος στο κεφαλάρι του κρεβατιού της. Πλησίασε να δει μέσα του. Μια χλομή κοπέλα την κοίταζε, χωρίς ίχνος χαμόγελου, με το ρουζ να απλώνεται διακριτικά πάνω στα μάγουλά της. Αν δεν ήταν και αυτό, θα τη νόμιζες και άρρωστη. Τα καστανά ίσια σαν στάχια μαλλιά της πιασμένα κότσο ψηλά και λουλούδια άσπρα καρφιτσωμένα επιδέξια μπλεγμένα μέσα του. Έβλεπε το είδωλό της στον καθρέφτη και δεν πίστευε στα μάτια της. Έσκυψε να δει το φόρεμα της. Άσπρο, γεμάτο τούλι, πνιγόταν εκεί μέσα. Νύφη. Αυτό ήταν, νύφη. Ήρθε η ώρα λοιπόν, σκέφτηκε. Αυτό ήταν. «Κυρία Αναγνώστου» φώναξε δυνατά, να το ακούσει ο εαυτός της, μήπως και το πιστέψει. « Όχι, όχι» ψέλλισε τραυλίζοντας, δάκρυα ήταν έτοιμα να ξεχυθούν από τα μάτια της. Στηρίχτηκε από το κρεβάτι για να κάτσει. «Όχι» μουρμούρισε. Το είδωλο από απέναντι την κοίταζε, ακόμα πιο χλωμό από πριν. Σηκώθηκε απότομα, το φόρεμα βαρύ. Πέρασε δίπλα από τον καθρέφτη να πάει στο παράθυρο να πάρει αέρα, δεν πρόσεξε καλά, μια λάθος κίνηση, ένας κρότος ακούγεται και ήχος από χιλιάδες κομματάκια γυαλιού που πετάχτηκαν ολόγυρα. Η μάνα της μπήκε μέσα φωνάζοντας:

«Χαριεστή, τι έκανες;! Δεν ξέρεις ότι άμα σπάσεις καθρέφτη είναι γρουσουζιά; Τι θα κάνουμε τώρα; Θα πω ότι έσπασες ποτήρι, δεν χρειάζεται να μπουν ξανά μέσα οι γειτόνισσες. Κάτσε να τα μαζέψουμε λίγο, πιάσε κανένα κομμάτι, προσεχτικά, να, εδώ στη γωνία βάλ’ τα. Πω πω τι κακό και αυτό τέτοια μέρα! Γιατί δεν βγαίνεις έξω να δεις, ήρθαν και τα όργανα, ο πατέρας σου ήδη άρχισε να κατεβάζει τα τσίπουρα δυο δυο, να δω πως θα τον μαζεύουμε μετά, άντε μην αργείς…»

Και ξαναέμεινε μόνη. Μόνη. Άνοιξε το δεύτερο συρτάρι της. Κάτω εκεί δεξιά, ήξερε πού να ψάξει, κάτω από τα δυο τρία φανελάκια και τις κάλτσες. Το έπιασε, με τρεμάμενα χέρια το τράβηξε. Χαρτί, χιλιοδιπλωμένο και χιλιοδιαβασμένο, ήθελε ακόμα μια φορά να το διαβάσει.

Advertising

Advertisements
Ad 14
Διαβάστε επίσης  "Ρέκβιεμ Φορ ε Γκρικ Σίνγκερ" από τον Delta Raw

«Δεν μας θέλουν μαζί, μα δεν με νοιάζει. Πάντα εδώ για σένα ζωή μου. Πες μου το ναι και έρχομαι.

Κωνσταντής»

Ίσα που είχε προλάβει να το αρπάξει η Φόνη εκείνο το απόγευμα που ερχόταν βόλτα στης Χαριεστής από το παράθυρό της.

«Κοίτα μαρή τι βρήκα! Ντιπ δεν τον φοβάσαι τον πατέρα σου εσύ; Γράμμα στο παράθυρό σου;»

Advertising

«Τι φταίω εγώ που τα αφήνουν από δω και από κει τα σκατόπαιδα» της είχε απαντήσει εκείνη δήθεν αδιάφορα. Αλλά η φίλη της η Φόνη ήξερε. Και η Χαριεστή ήξερε. Μαζί κλαίγανε όταν το διάβασαν, από χαρά και από συγκίνηση. Και από φόβο. «Όχι» είχε πει ο Δημητρός στην κόρη του όταν του είπε για τον Κωνσταντή. Ένα χαστούκι και στο δωμάτιό της. «Σε ξεβράκωτο εγώ δεν σε δίνω! Και τι θα τρώτε; Σανά;» Στη βδομάδα πάνω έφερε ο Δημητρός τον Αποστόλη. «Αποστόλης Αναγνώστου» της συστήθηκε χαμογελαστός, λίγο γεματούλης, ήρθε με γαρυφαλλάκια άσπρα και κολλαριστό σακάκι. «Ναι» είπε τρισευτυχισμένος ο Δημητρός και σφίξανε τα χέρια. Δυο νταμιτζάνες τσίπουρο κατέβασε απ’ τη χαρά του. «Σπίτι διώροφο στον κεντρικό τον δρόμο, είδες Φωτεινούλα; Με μαγαζί από κάτω! Έχει και πρόβατα ο συμπέθερος, τα πρόβατα φέρνουν λεφτά Φωτεινούλα.» όσο κλάμα κι αν έριξε εκείνο το βράδυ η Χαριεστή δεν της έφτανε. Θλιμμένη μέχρι τη μέρα του γάμου της. Δεν την άφηνε η μάνα της να βγει βόλτα τα Σαββατόβραδα, μη τυχόν και δει τον Κωνσταντή. Μόνο το γράμμα, αυτό είχε τώρα. Δύο αράδες λέξεις στη σειρά, αυτή ήταν η παρηγοριά της. Δυο αράδες και ένα όνομα: Κωνσταντής. Πλησίασε το παράθυρο να δει. Κόσμος ερχόταν να βγάλει τη νύφη από το πατρικό της, γειτονιά, συγγενείς, ο πατέρας της στην υποδοχή με ένα ποτήρι στο χέρι, ήδη μεθυσμένος από το πρωί. Ο αδερφός της μιλούσε με την Κατερίνα του κυρ-Κώστα, της πρόσφερε ντροπαλά ένα από τα άσπρα νυφιάτικα λουλούδια που είχε βάλει η μάνα της στα κάγκελα. Μάλλον κάτι μαγείρευε ο αδερφός της για το άμεσο μέλλον. Γυναίκες μέσα στο δίπλα δωμάτιο ακούγονταν, επαινούσαν τις γυναίκες του σπιτιού, βλέπαν την προίκα, κρεμασμένα παντού τα δώρα του γαμπρού και τα κεντήδια της μάνας της, πετσετάκια, σεμεδάκια, εσώρουχα, νυχτικιές, σεντόνια, ένα σωρό προικιά έδειχναν το ταλέντο της μητέρας αλλά και της κόρης, αφού και η νύφη είχε πλέξει λίγα. Θα τα έπαιρνε μαζί της όλα στο σπίτι του Αναγνώστου. Σιχαινόταν τον αυτό της. Χθες έκλαιγε στην αγκαλιά της Φόνης. «Δεν θέλω να μ ακουμπήσει! Δεν θέλω ούτε το χέρι να μου πιάνει!» Δεν είχε κάτι κακό ο Αποστόλης Αναγνώστου. Δεν ήταν όμως Κωνσταντής.

Διαβάστε επίσης  "ΤΟ ΦΙΛΤΡΟ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ" της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΙΩΤΗ

Το μάτι της έπιασε τη Φόνη να τριγυρνάει έξω. Άνοιξε την πόρτα να βγει και αυτή. Οι γυναίκες αναφώνισαν όλες μαζί. «Αχού τι νυφούδα όμορφη! Φτου σου φτου σου οι ώρες οι καλές!» Δεν είχε ώρα για χάσιμο, βγήκε στη βεράντα. Μόλις την αντίκρισαν όλοι άρχισαν τα χειροκροτήματα, ξαφνιάστηκε λίγο, ξέχασε ότι ήταν πρώτη φορά που τη βλέπουν νύφη στο χωριό. «Έλα να αρχίσουν τα όργανα!» φώναξε η μητέρα της, όμως η Χαριεστή την συγκράτησε. «Ένα λεπτό, μάνα, να πάω στην τουαλέτα.» Η μάνα της δεν είπε τίποτα, οι παραξενιές της κόρης της από τη μέρα που ανακοινώθηκε ο γάμος ήταν συνηθισμένο φαινόμενο.

Άρπαξε τη Φόνη από το μπράτσο. «Θα με βοηθήσει η Περσεφόνη» ολοκλήρωσε τη φράση της αποφασισμένη και έσυρε τη Φόνη στο αποχωρητήριο.

«Καλά μαρή, όλος ο κόσμος πρέπει να μάθει ότι θες να κατουρήσεις, λίγο πιο πριν δεν μπορούσες να πας; Πριν σε ντύσουμε ίσως;»

Advertising

«Πάνε βρες τον» της ψιθύρισε η Χαριεστή. Πες του «ναι». Πάνε.»

«Α εσύ δεν είσαι καλά. Να σου φέρω λίγο τσίπουρο;»

«Μιλάω σοβαρά. Τώρα. Έφυγες ήδη.»

«Και τι θα πω στη μάνα μου καλέ; Πάω να βρω τον ξεβράκωτο; Έτσι δεν τον είπε ο πατέρας σου; Πώς θα φύγω έτσι από τον γάμο; Σύνελθε Χαριεστή, τώρα πρέπει να παντρευτείς τον Αναγνώστου. Θα μου πεις και μένα πώς είναι η πρώτη νύχτα του γάμου, ε; Και σταμάτα να περπατάς εδώ μέσα, δεν είναι καθαρά, θα το λερώσεις το έρμο!»

Advertising

«Έζησα πρώτη νύχτα γάμου, Φόνη. Άμα θες να στην περιγράψω αναλυτικά αλλά όχι απόψε.»

Η φίλη της είχε μείνει να την κοιτάζει άφωνη.

«Με τον…; Με αυτόν; Εμένα γιατί δεν μου είπες κάτι, ΕΓΩ πού ήμουν; Πότε περίμενες να μου το πεις; Και πότε προλάβατε; Έχει καιρό έ; Έχει καιρό ήμουν σίγουρη! Και το άλλο το χαϊβάνι περιμένει λεκιασμένο σεντόνι; Αχ Παναγιά μου βοήθησέ μας! Και τι θα κάνεις απόψε; Που θα κρυφτείς; Περίμενε, κάτι θυμήθηκα, κάτι λέγανε οι γειτόνισσες για μια που έριξε μελάνι. Να πάω να βρω;»

Διαβάστε επίσης  "Τα τρία σχοινιά" του Χρήστου Κουβέλη

Η Χαριεστή της άρπαξε τα χέρια.

Advertising

«Άκου με, είσαι η τελευταία μου ελπίδα. Βρες μια δικαιολογία και εξαφανίσου! Πες του «ναι».»

Η Φόνη έστρωσε το θαλασσί φόρεμά της και εξαφανίστηκε.

Η Χαριεστή είπε ότι ένοιωθε μια ανακατωσούρα, μια ζαλάδα, «λόγω της ημέρας» και πέρασε λίγη ώρα ακόμη στο δωμάτιό της. Η ώρα περνούσε όμως και η Φόνη άφαντη. Η απελπισία της μεγάλωσε. Η μάνα της ήρθε με τα κορίτσια να της ξεπροβοδίσουν, οι μουσικοί ήταν έτοιμοι. Χειροκροτήματα πάλι, τα όργανα άρχισαν, όλοι μαζί άρχισαν να πορεύονται προς την εκκλησία. Η νύφη στο κέντρο, η μουσική μαζί της. Οι άλλοι από πίσω. Το βλέμμα της κάτω, μετρούσε τις λακούβες του δρόμου. Το πρόσωπό της να φλέγεται, είχε πυρετό. Τελευταίο στενό πριν την εκκλησία. Ο πάτερ Θανάσης θα την έπαιρνε από το μπράτσο, θα την οδηγούσε μέσα, θα περίμενε εκεί ο Αποστόλης. Όχι τίποτα άλλο, δεν είχε βρει και μελάνι. «Μα, γιατί δεν ακούγεται μουσική; Σκέφτηκε. Λες να λιποθύμησα;» Σήκωσε τα μάτια, ένα τρίκυκλο σταματημένο μπροστά. Η μουσική είχε σταματήσει, λίγα σιγανά μουρμουρητά ακούγονταν από τον κόσμο, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν. Πάνω στο τρίκυκλο, δυο μάτια την κοίταγαν. Δύο μάτια αγαπημένα, είχε ξενυχτήσει πολλές φορές γι αυτά τα μάτια.

«Μαζί σου σου είπα, της φωνάζει. Μαζί σου και τώρα.»

Advertising

Περπατάει, τον πλησιάζει, δεν τον βλέπει καθαρά, τα μάτια της είναι βουρκωμένα. Του δίνει το γαντοφορεμένο χέρι της, τη βοηθάει να κάτσει πίσω του, τόνοι από τούλι την περικυκλώνουν, δεν την πνίγουν πια. Η Φόνη κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο χαμογελάει, χαμόγελο επιτυχίας. Ο πατέρας της είναι πολύ πιωμένος για να αντιδράσει, η μητέρα της πολύ αδύναμη.

«Πεθερέ, μαγαζί δεν έχω, όμως είμαι προκομμένος και θ’ αποκτήσω.»

Το τούλι ανεμίζει στη μηχανή. Δεν τη νοιάζει τίποτα, δεν τους νοιάζει τίποτα.

Αρθρα απο την ιδια κατηγορια

Κυψέλη

3+1 Brunch Spots Στην Κυψέλη Που Δεν Πρέπει Να Χάσεις

Santo Belto Το Santo Belto στην Κυψέλη, αποτελεί έναν αγαπημένο
Μαρία Τερέζα ντε Φιλίπις

Μαρία Τερέζα ντε Φιλίπις: Η πρώτη γυναίκα οδηγός στη Formula 1

Η Μαρία Τερέζα ντε Φιλίπις ήταν Ιταλίδα οδηγός αγώνων αυτοκινήτου.