Στεκόταν πάνω από την άσπρη σελίδα στριφογυρίζοντας το στυλό στα χέρια της. Έβαζε και έβγαζε το καπάκι, ξανά και ξανά, αμέτρητες φορές, λες και η σκέψη της όλη εξαρτιόταν από αυτό το μπλε κομμάτι πλαστικό, λες και της χρειάζονταν αυτή η ιδιότυπη προθέρμανση για να πάρει φόρα. Είχε διαλέξει επίτηδες μια απλή άσπρη σελίδα. Χωρίς γραμμές. Η ζωή της ήταν πάντα γεμάτη γραμμές. Ίσιες συνήθως, ευθείες, από αυτές τις θλιβερά μονότονες που μοιάζουν τραβηγμένες με χάρακα και ας μην είναι και που δεν κρύβουν κανένα μυστήριο, ποιος αναρωτήθηκε ποτέ πού οδηγεί μια ευθεία γραμμή; Γραμμές, όρια, κανόνες. Όχι, η ζωή της δεν ήταν απλώς γεμάτη γραμμές. Ήταν η ίδια μια γραμμή, καμωμένη από τη διάφανη σκόνη που σκόρπισαν τα θρυμματισμένα της όνειρα. Πάνω τους περπατούσε πάντα και ήταν σαν καρφιά που της μάτωναν τα πόδια, πόσο κοφτερό είναι στ’ αλήθεια το απωθημένο; Συνεπής εκείνη, σοβαρή, μετρημένη, σταθερή αναφορά για φίλους, γονείς, δασκάλους, ευθείες γραμμές και στράβωμα κανένα. Και ας ήταν οι καμπύλες αυτό που λαχταρούσε η ψυχή της, τις στρογγυλάδες, που έμοιαζαν με το κορμί της το κουλουριασμένο, όταν έπαιρνε τον εαυτό της αγκαλιά, να τον παρηγορήσει, να τον κανακέψει, να τον νιώσει. Αυτές κυνηγούσε στα όνειρά της, τα ανομολόγητα. Μια ζωή έξω από σχήματα, να πέφτει σαν καλοσχηματισμένη μπούκλα στο πρόσωπό της σχηματίζοντας ακανόνιστα δαχτυλίδια. Αρκετά όμως με τις γραμμές. Ό,τι ήταν να γραφτεί, θα γραφόταν στην απλή άσπρη σελίδα της. Θα ακολουθούσε την πορεία του, θα ανέβαινε και θα κατέβαινε, θα τρεμούλιαζε, θα έσβηνε, θα στράβωνε. Μα είχε τελειώσει πια με τους χάρακες. Οριστικά.
Κοίταζε και ξανακοίταζε το άσπρο χαρτί που περίμενε υπομονετικά μπροστά της, λες και αυτό θα έπρεπε να αυτονομηθεί, να αρχίσει να ξεβράζει πάνω του το περιεχόμενο του μυαλού της, να το μετατρέπει σε σημαδάκια ανεξίτηλα, μικρές κουκίδες βαλμένες στη σωστή σειρά, στη σειρά που θα εξηγούσε τα πάντα και θα γίνονταν το καραβάνι που θα την έπαιρνε μακριά. Έκλεισε τα μάτια στιγμιαία. Δεν το άντεχε τόσο λευκό. Εκείνη ένιωθε πάντα σαν μια κόκκινη κηλίδα. Τι δικαίωμα είχε μια κόκκινη κηλίδα να πληγώνει το λευκό; Ένα τεράστιο ανοιχτό στόμα με μυτερά, αστραφτερά δόντια ξεπρόβαλε από τη σελίδα, έτοιμο να την κατασπαράξει. Επανήλθε τρομαγμένη. Η σελίδα ήταν πάντα εκεί, προκλητικά λευκή, προκλητικά άδεια. « Όχι», είπε στον εαυτό της. «Δεν θα υπαναχωρήσεις αυτή τη φορά». Τα είχε σκεφτεί όλα. Λέξεις, κίνητρα, λόγοι, ανάγκες, σκέψεις, επιθυμίες και αναμνήσεις. Όλα είχαν καταλάβει κάθε γωνιά του μυαλού της σαν στοίβες από άπλυτα πιάτα. Έπρεπε να τελειώνει μαζί τους μια και καλή. Ναι, είχε έρθει η ώρα. Η ώρα να αποκτήσει το μέσα της φωνή, τη φωνή που έπνιγε τόσα χρόνια, τη φωνή που είχε γίνει της ψυχής της η φορεσιά, σε χειμώνες και καλοκαίρια. Ρούχο πολυκαιρισμένο η μοναξιά της, δέρμα δεύτερο, να της θυμίζει πως δίχως της δεν μπορούσε να ζήσει, και ας τη μισούσε τόσο.
Πέρασε κι άλλη ώρα. Πολλή, λίγη, δεν ήξερε να πει. Ρευστός της έμοιαζε ο χρόνος, λάβα που κυλούσε από το ηφαίστειο του σύμπαντος και παράσερνε τα πάντα στο διάβα του. Θα έμενε άραγε εκεί για πάντα, διστάζοντας;
Ξανακοίταξε τη σελίδα. Άσπιλη ακόμη. Το στυλό στο χέρι της έμοιαζε ανήμπορο να σταθεί στο ύψος της αποστολής του. Πόση προδοσία μπορεί να κρύβει λίγο μελάνι; Το μυαλό της ξεστράτισε πάλι. Ήθελε να ξαναγίνει το κορίτσι που έβλεπε τον κόσμο μέσα από ένα ζευγάρι ροζ γυαλιά. Ήθελε να επιστρέψει στα χρόνια της ανεμελιάς, πότε στ’ αλήθεια έπαψε να σκέφτεται σαν παιδί; «Όχι», είπε ξανά στον εαυτό της. «Μπορώ ακόμη να αντισταθώ».
Πέρασε κι άλλη λίγη ώρα. Όχι πια ρευστή, μα συμπαγής. Σαν παγόβουνο που έλιωνε. «Έλα», σιγοψιθύρισε για να πάρει κουράγιο, λες και η φωνή της ανήκε σε κάποιον άλλο, σε ένα χέρι καθησυχαστικό, που την ακουμπούσε στον ώμο τρυφερά, να πάρει κουράγιο, να μη φοβάται πια.
Ο φόβος. Αχ, αυτός ο φόβος! Είχε εγκατασταθεί μέσα της από καιρό, ρίζωνε σιγά σιγά και την απομυζούσε. Μα ήταν αποφασισμένη, πού είχε στ’ αλήθεια κρυφτεί η αποφασιστικότητά της την κρίσιμη στιγμή;
Καρτερούσε ακόμη η άσπρη σελίδα. Τη φαντάστηκε να γίνεται δια μιας μπλε, βαθύ, σχεδόν σκοτεινό, μια θάλασσα ανταριασμένη που την καλούσε να χαθεί στα νερά της. Καταιγίδες μαίνονταν και κύματα βουνά που απειλούσαν να την καταπιούν. Πώς θα τα έβγαζε πέρα αυτή, που το μόνο που ήξερε ήταν να μετράει παφλασμούς, καθισμένη στη σιγουριά της παραλίας; «Όχι», ακούστηκε η φωνή πιο δυνατή. «Δεν έχει χαθεί τίποτα ακόμη» Θεωρητικά μπορούσε ακόμη να περισώσει τον κόσμο της, όπως τον ήξερε. Μα ήθελε εκείνος στ’ αλήθεια να περισωθεί;
Το στυλό στο χέρι της έμοιαζε πια να την περιγελά. Η ρωγμή μέσα της μεγάλωνε. Θα τα κατάφερνε; Η τάξη είχε αρχίσει να παίρνει το πάνω χέρι, δισταγμοί, πισωγυρίσματα, μια τάφρος ανοιχτή και εκείνη από πάνω, να κινδυνεύει να γλιστρήσει, να χαθεί δια παντός. Ήταν η μοναδική της ευκαιρία, το ήξερε καλά. Θα άντεχε να γυρίσει πάλι στο σκοτάδι, θα άντεχε να μην ελπίζει στο φως, όταν εκείνο είχε ήδη εισχωρήσει από τη χαραμάδα της ψυχής της και τη διεκδικούσε; «Όχι, όχι, όχι», επαναλάμβανε για να ηρεμήσει το καρδιοχτύπι.
Ο χρόνος της τελείωνε. Ούτε ρευστός πια, ούτε συμπαγής. Κυνηγός πια που την είχε πάρει στο κατόπι, άμμος που τέλειωνε αθόρυβα, μα το ήξερε ήδη καλά. Δεν θα της χαριζόταν. Πότε χαρίστηκε εκείνος σε κανέναν; Πότε στάθηκε ακίνητη, έστω για ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού η κλεψύδρα του σύμπαντος; Δεν υπήρχε κανένα «όχι» που θα μπορούσε να σταματήσει το χρόνο, ήταν μάταιο.
Έπρεπε απλώς να βάλει τις λέξεις της σε μια σειρά. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Αρχή, μέση, τέλος, σαν μαθητούδι που παλεύει με άσκηση στριφνή. Φαντάστηκε ανοιχτά παράθυρα και ξάστερους ουρανούς. «Μην εγκαταλείπεις», ικέτευσε τον εαυτό της, «όλα θα πάνε καλά».
Σε λίγο όλα θα είχαν τελειώσει. Έσφιξε το στυλό, μέχρι που άσπρισαν τα δάχτυλά της. Χάρτινος πύργος η προετοιμασία, κατέρρευσε με πάταγο. Πάλευε το μέσα της, πόνος, οργή, απογοήτευση, αντίσταση. Δεν θα έγραφε τίποτα από όσα είχε σκεφτεί, δεν είχε κανένα νόημα πια. Με το χρόνο στο κόκκινο (να’ το το κόκκινο, εμφανίστηκε επιτέλους, λερώθηκε λιγάκι το λευκό, στάμπα ανεξίτηλη πάνω του το πέρασμα το αέναο), με τα λεπτά να εξανεμίζονται και το καρδιοχτύπι της να συντονίζεται με το τικ τακ (πότε γέμισε ρολόγια το κεφάλι της; Πόσα τικ τακ μετρούσε η ζωή της; ), πήρε μια βαθιά ανάσα. ΑΝΤΙΟ, έγραψε με τα μεγάλα, στρογγυλά της γράμματα. Μια μόνο λέξη, που κατάπιε την ύπαρξή της. Δεν θα ήταν ποτέ ξανά η ίδια.
Κίνησε προς την πόρτα. Βρισκόταν μπροστά από ένα τέλος ή ίσως από μια αρχή; Ήταν το τέλος πάντα κάτι άσχημο και η αρχή κάτι καλό; Δεν θα μπορούσε να το πει αυτοδίκαια. Ήξερε μόνο πως όταν κάτι τελειώνει κάτι άλλο αρχίζει. Σαν να μην τον ένοιαζε τον κόσμο να μηδενίζει το κοντέρ. Αρχή και τέλος ήταν από πάντα εκεί. Να ορίζουν την ύπαρξή της. Πλάτη με πλάτη στο νόμισμα της ζωής της. Τι θα ακολουθούσε; Φως ή σκοτάδι; Χαρά ή λύπη; Δεν το ήξερε. Ήξερε μόνο πως η καρδιά της ήταν εκεί και παλλόταν και περίμενε να βγει από την ανοιχτή πόρτα που την περίμενε. Να ζήσει το όνειρο ή τουλάχιστον να τη διεκδικήσει. Η λευκή σελίδα γέμισε. Δεν χρειαζόταν ούτε λόγους, ούτε κίνητρα, ούτε σκέψεις. Αρκούσε μια και μόνη λέξη. Αυτή που θα έκανε τη διαφορά. Καλημέρα κόσμε, είπε και το χαμόγελό της έφτασε μέχρι την καρδιά της. Η ανοιχτή πόρτα δεν περίμενε πια. Την είχε ήδη διαβεί….