Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να του ξεφύγει. Εκείνος όμως την πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Γλίστρησε τρεις-τέσσερις φορές. Γαμώτο. Συνέχισε να τρέχει και να τρέχει ώσπου αντιλήφθηκε ότι εκέινος δεν την ακολουθόυσε πια. Σταμάτησε, εξέτασε το περιβάλλον, το δάσος γύρω της έμοιαζε τυλιγμένο σε μια αλλόκοτη σιωπή, δεν ακουγόταν τίποτα, μόνο η βροχή που έσταζε απο τα πανύψηλα δέντρα. Προσπάθησε να καλέσει την αστυνομία αλλα δεν υπήρχε σήμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη. Πραγματικά δεν μπορώ να το πιστέψω. Θα έπρεπε να είμαι σπίτι μου και να κοιμάμαι. Κι όμως είμαι εδώ, κυνηγημένη απο έναν άγνωστο, ένας θεός ξέρει που. Αχ θεέ μου, θα πεθάνω. Δεν το πιστεύω ότι η ζωή μου έφτασε στο τέλος της. Ανάσανε, ανάσανε, για όνομα του θεού. Είσαι μια χαρά, το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να πάρεις τα ποδαράκια σου και να τρέξεις. Ναι Ιουλία μπορείς.
Κοίταξε ξανά προσεκτικά γύρω της. Κανένα ίχνος του, πουθενά, λές και άνοιξε η γή και τον κατάπιε. Σηκώθηκε αργά-αργά, πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση απο την οποία είχε έρθει. Σε λίγο νύχτωνε και το κινητό της δε θα άντεχε για πολύ ακόμα. Συνέχισε να προχωράει, στην αρχή αργά και σταθερά και έπειτα πιο γρήγορα. Είχε φτάσει στα μισά του δρόμου όταν άκουσε ένα θόρυβο. Σταμάτησε και αφουγκράστηκε. Ήταν πίσω της. Ένας μακρόσυρτος ήχος, σα να σέρνει κάποιος ένα σάκο γεμάτο πέτρες. Ήταν πίσω της και έμοιαζε να την πλησιάζει. Γύρισε να δει, ενώ το πίσω μέρος του κεφαλιού της είχε μυρμηγκιάσει απο την αγωνία. Και τον είδε. Στεκόταν εκεί, λίγα βήματα απο εκείνη. Μια γκρίζα φιγούρα ασάλευτη, ακίνητη, να στέκεται επιβλητική, τρομακτική, με τους ώμους γυρτούς, βγαλμένη απο ταινίες τρόμου. Στεκόταν εκεί. Ακίνητη. Ώσπου ξαφνικά…..
Ξύπνησε ουρλιάζοντας, λουσμένη στον ιδρώτα. Βρισκόταν στον καναπέ του σπιτιού της με την τηλεόραση να παίζει ακόμα. Πρέπει να σταματήσω να βλέπω θρίλερ σκέφτηκε και γέλασε με τον ευατό της. Σηκώθηκε να πιεί δυο γουλίες νερό να συνέλθει. Στάθηκε για μια στιγμή και γέλασε ξανά με τον εαυτό της, ύστερα κοίταξε το ρολόι και είδε ότι ήταν περασμένες μια το πρωί. Στις πέντε περίπου έπρεπε να ξυπνήσει.
«Ετσι όπως τα κατάφερες κορίτσι μου, καλά να πάθεις» είπε φωναχτά στον εαυτό της.
Είχε ξυπνήσει για τα καλά, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να καταφέρει να κοιμηθεί ξανά, οπότε αποφάσισε να φτιάξει μια ζεστή κούπα καφέ και να δουλέψει λιγάκι. Έκατσε στον υπολογιστή της και έπεσε με τα μούτρα στην δουλειά. Είχε απορροφηθεί τόσο πολύ που όταν το κινητό της χτύπησε αναπήδησε απο την τρομάρα της. Ποιός να είναι τέτοια ώρα; κοίταξε το κινητό της, απόρρητος αριθμός. Δίστασε για μια στιγμή να απαντήσει, ήταν προβληματισμένη.
«Παρακαλώ;»
Καμία απάντηση.
«Ποιός είναι; Με ακούτε;»
Απο την άλλη μεριά της γραμμής δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος.
«Θα μιλή….»
Το έκλεισαν.
Περίεργα πράγματα σκέφτηκε. Ίσως να ήταν κάποιος απο τη παρέα και να ήθελε να της κάνει πλάκα. Γρήγορα την έδιωξε αυτήν τη σκέψη. Οι περισσότεροι θα κοιμόνταν τέτοια ώρα. Δεν είναι δα και μικρά παιδιά για να κάνουν τέτοια αστεία. Όχι όχι, μποεί να έκαναν κάποιο λάθος. Στρώθηκε ξανά στη δουλειά. Πρέπει να πέρασε κάνα δεκάλεπτο όταν το κινητό της ξαναχτύπησε. Απόρρητος αριθμός ξανά. Το κοίταξε για λίγο και αποφάσισε να μην το σηκώσει, το έβαλε στο αθόρυβο και το έκρυψε στο συρτάρι του γραφείου της. Το επόμενο δευτερόλεπτο άρχισε να χτυπάει το σταθερό της. Δε γίνεται, κάποιος μου κάνει πλάκα σκέφτηκε. Σηκώθηκε απο το γραφείο και σήκωσε το σταθερό.
«Ναι;»
Καμία απάντηση.
«Θα μιλήσετε;»
Ξανά καμία απάντηση.
Το έκλεισε. Δεν είχε καμία όρεξη να παίξει το παιχνιδάκι κανενός.
Έφτιαξε μια δεύτερη κούπα καφέ και κάτι να τσιμπήσει- μ’αυτά και μ’αυτά το στομάχι της διαμαρτυρόταν- και συνέχισε να δουλεύει. Κοίταξε το ρολόι, η ώρα έδειχνε 2:37. Αποφάσισε να σταματήσει για λίγο, ίσως και να καταφέρει να κοιμηθεί , ίσα-ίσα για να αντέξει αύριο στη δουλειά. Έβγαλε το κινητό της απο το συρτάρι. Καμία άλλη κλήση. Προφανώς όποιος και να ήταν βαρέθηκε να παίζει άλλο σκέφτηκε.
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα, και σωριάστηκε στο κρεβάτι. Ήταν τόσο κουρασμένη, ένιωθε εξαντλημένη, όμως ένας εκνευριστικός θόρυβος, σαν μια βρύση να στάζει, τάραξε την ηρεμία της. Πήγε στην κουζίνα, κοίταξε τη βρύση αλλά έδειχνε μια χαρά, γύρισε πάλι στο κρεβάτι. Ο θόρυβος όμως δε σταμάτησε, αντιθέτως αντικαταστάθηκε απο εναν πιο δυνατό ενός γυαλιού που σπάει. Σηκώθηκε γρήγορα και κατευθύνθηκε πάλι προς την κουζίνα, άναψε τα φώτα, κοίταξε τριγύρω αλλά όλα ήταν στην θέση τους. Ιδέα μου, σκέφτηκε. Το μυαλό μου , μου παίζει παιχνίδια. Έβαλε ένα ποτήρι νερό και κάθισε στον καναπέ να χαζέψει λιγάκι στην τηλεόραση μήπως με αυτόν τον τρόπο καταφέρει να την πάρει ο ύπνος για λίγο. Άναμεσα στις δεκάδες διαφημίσεις και τα έκτακτα δελτία κακοκαιρίας παρατήρησε ότι οι περσίδες του παραθύρου πίσω απο την τηλεόραση, ακριβώς μπροστά της, ήταν ανοιχτές. Σηκώθηκε και τις έκλεισε. Κάθισε στον καναπέ και συνέχισε το ζάπινγκ. Όταν σήκωσε ξανά το βλέμμα της οι περσίδες ήταν πάλι ανοιχτές.
«Μα μόλις δεν τις έκλεισα; Ή μήπως δεν το έκανα;» αποκρίθηκε εμφανώς μπερδεμένη.
Πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Έξω είχε απόλυτο σκοτάδι, μόνο μερικές λάμπες του δρόμου και ένας αέρας που λυσσομανούσε-λες και θα τα ξερίζωνε όλα στο διάβα του. Μέσα στην ομίχλη της φάνηκε ότι κάτι υπήρχε στην απέναντι μεριά του δρόμου. Κρύος αέρας διαπέρασε ολόκληρο το σώμα της, όταν κατάλαβε ότι αυτο που αντίκρυζε ήταν ένας άντρας, με τα χέρια στις τσέπες, ντυμένος με μαύρα ρούχα και κουκούλα, καθόταν εκεί και κοιτούσε. Ανατρίχιασε. Τράβηξε αμέσως την κουρτίνα και απομακρύνθηκε απο το παράθυρο. Μέτρησε μέχρι το δέκα και κοίταξε. Στην θέση που πριν απο λίγο είχε δει τον άγνωστο άντρα τώρα βρισκόταν μια κολώνα. Γέλασε.
« Ηλίθια. Δεν πρέπει να ξαναδώ θρίλερ μόνη μου. Ποτέ ξανά. Κοίτα τι παιχνίδια παίζει το μυαλό μου. Άφησα τον εαυτό μου να αναστατωθεί χωρίς λόγο.»
Πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο της, για να συνέλθει απο την τρομάρα που πήρε. Κάθισε λίγα λεπτά και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Δεν της άρεσε το πρόσωπο που την κοιτούσε. Το δέρμα της ήταν άχρωμο και τα μάτια της κατακόκκινα, αποτέλεσμα της αυπνίας. Τα χάλια μου έχω. Αχ βρε Ιουλία πλάκα έχεις σήμερα. Κάποια στιγμή άκουσε την εξώπορτα να τρίζει, σαν κάποιος να προσπαθεί να την ανοίξει. Πάγωσε η καρδιά της. Δεν είναι τίποτα, όλα ειναι στο μυαλό μου. Ο ίδιος ήχος ακούστηκε ξανά, πιο δυνατός απο πρίν. Τρέμοντας με βαριά πόδια έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα και κρύφτηκε στην ντουλάπα. Νόμιζε ότι ήταν χαμένη. Ψαχούλεψε τις τσέπες της, Γαμώτο, το κινητό είναι στο σαλόνι. Προσπάθησε να ηρεμήσει την αναπνοή της για να ακούσει. Για κάποια δευτερόλεπτα, δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε καν η ανάσα της. Έτρεμε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να μείνει εκεί που ήταν ή να το βάλει στα πόδια. Δεν ήταν βέβαιη ότι μπορούσε να τρέξει, ακόμα και να το ήθελε. Τα χέρια της κρατούσαν τόσο σφιχτά τα γόνατα της έτσι που τα είχε αγκαλιάσει, που σχεδόν είχαν μουδιάσει. Μετά απο λίγο, αναθάρρεψε και κοίταξε κρυφά απο την πόρτα της ντουλάπας, το δωμάτιο. Τίποτα. Ησυχία. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, κόλλησε στον τοίχο, γύρισε το πόμολο, άνοιξε απότομα την πόρτα και κοίταξε γύρω της. Έτρεμε ολόκληρη, σε σημείο που αναγκάστηκε να στηριχτεί στην κάσα της πόρτας, προκειμένου να μπορέσει να παραμείνει όρθια. Δεν ακουγόταν τίποτα, τίποτα απολύτως. Πήρε θάρρος και έτρεξε στο σαλόνι, κλέιδωσε την εξώπορτα, πήρε το κινητό της και κλειδώθηκε στην κρεβατοκάμαρα. Προσπάθησε να πάρει τηλέφωνο, αλλά δεν είχε σήμα,δεν ήξερε τι να κάνει.
Ηρέμησε, προσπάθησε να σκεφτείς λογικά. Δεν ήταν τίποτα.σκεφτηκε. Τη νύχτα τα νεύρα τεντώνονται.
Ακολούθησε μια μακρά, παρατεταμένη σιωπή. Όλα έδειχναν να είναι φυσιολογικά και αποκύημα της φαντασίας της προφανώς. Κοίταξε το ρολόι, η ώρα έδειχνε 2.37. Μα δεν είναι δυνατόν σκέφτηκε. Αυτή ήταν η ώρα που έδειχνε την τελευταία φορά που κοίταξε το ρολόι και έχει περάσει αρκετή απο τότε.
Μωρέ λες να μην είχα δει καλά πριν;Χρειάζομαι ύπνο επειγόντως σκέφτηκε
Έκλεισε τα μάτια. Ξύπνησε μερικά λεπτά αργότερα όταν ο ύπνος της διακόπηκε απο εναν πολύ παράξενο και ενοχλητικό θόρυβο. Σε όλο σχεδόν το σπίτι ακουγόταν ο εξής παρατεταμένος ήχος <<τικ,τικ,τικ>> σαν να χτυπούσε κάτι σε πόρτα. Άκουσε βήματα να προσπερνούν την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Ενστικτωδώς κρύφτηκε κάτω απο τα σκεπάσματα της, με το πρόσωπό γυρισμένο προς την μεριά του τοίχου. Ένιωσε μια παρουσία στο δωμάτιο που προσπαθούσε να την προσεγγίσει.Η διαίσθηση της, της έλεγε πως ήταν κάτι κακό.Είχε τρομοκρατηθεί. Έψαχνε να βρεί τρόπο να ξεφύγει, όταν ξαφνικά ένιωσε το στρώμα από το κρεβάτι να βυθίζεται, σαν κάποιο σώμα ανθρώπινο να κάθεται πάνω σε αυτό. Ακριβώς δίπλα της. Με το ένα, με το δύο, με το τρία!
Γυρνάει απότομα το κεφάλι και……..
Το ξυπνητήρι την έκανε να αναπηδήσει.
«Πωπω τι εφιάλτης ήταν αυτός.»